Μπορεί τα «μαύρα σύννεφα» της ύφεσης να πυκνώνουν επικίνδυνα πάνω από την Γηραιά Ήπειρο, η Ελλάδα ωστόσο θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, αποτελώντας τη «θετική έκπληξη» στην Ευρώπη.
Βέβαια, η ενεργειακή κρίση και ο καλπάζων πληθωρισμός δεν θα την αφήσουν αλώβητη, με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης να μετριάζονται.
Αυτό επισημαίνει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο επικεφαλής του γραφείου επενδύσεων της UBS για την περιοχή EMEA (Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), Θέμης Θεμιστοκλέους, τονίζοντας πως η χώρα μας έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο: η οικονομία μεγεθύνεται (πάνω από 6% το 2022), η ανεργία υποχωρεί και η κατανάλωση ανακάμπτει.
Διαβάστε επίσης – JP Morgan: Ανάπτυξη 1% στην Ελλάδα το 2023
Επιπλέον ώθηση, όπως σπεύδει να τονίσει, θα δώσουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα πυροδοτήσουν νέο κύκλο επενδύσεων πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που θα στηρίξουν το ΑΕΠ. «Όλα δείχνουν ότι η χώρα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και την επόμενη χρόνιά, αν και με μικρότερους ρυθμούς, τη στιγμή που η Ευρώπη θα βρίσκεται σε ύφεση», σημειώνει εμφατικά ο κ. Θεμιστοκλέους.
Διαβάστε επίσης – Προϋπολογισμός: Στο 5,6% η ανάπτυξη φέτος
Θεωρεί μάλιστα πιθανόν η ευρωπαϊκή οικονομία να βρίσκεται ήδη σε ύφεση, η οποία διαρκέσει και για το πρώτο μισό του 2023. Η περιοχή μας θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται από την ενεργειακή κρίση και μάλιστα θα πονέσει πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ.
Ο «επίμονος» πληθωρισμός
Και ευθύς περνάμε στο φλέγον ζήτημα του πληθωρισμού. Η «φωτιά» του οποίου εξακολουθεί να καίει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το κυπριακής καταγωγής στέλεχος της επενδυτικής τράπεζας υπογραμμίζει πως οι αγορές εκτιμούν πως το φαινόμενο έχει κορυφωθεί και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Ήδη, όπως λέει, υπάρχουν σημάδια αποκλιμάκωσης στην Ευρωζώνη (τα τελευταία στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι έπεσε στο 10% τον Νοέμβριο από 10,6% τον Οκτώβριο). Το ερώτημα ωστόσο, όπως λέει είναι πόσο γρήγορα θα αποκλιμακωθεί και που θα βρίσκεται στο τέλος του 2023.
Στο σημείο αυτό, το στέλεχος της UBS διαβλέπει ένα ρίσκο που πηγάζει από την «αγωνία» των κεντρικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο και να επαναφέρουν το σχετικό δείκτη στους στόχους που έχουν θέσει. «Οι κεντρικές τράπεζες τείνουν να αυξάνουν τα επιτόκια πολύ η οικονομία πριν εισέλθει σε ύφεση και αρχίζουν να περιορίζουν τις παρεμβάσεις όσο αυτή εισέρχεται σε ύφεση. Αυτή τη φορά λοιπόν είναι πιθανόν εάν δεν πέσει γρήγορα ο πληθωρισμός, να συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια ακόμη και όταν είμαστε σε ύφεση. Κάτι που θα κάνει ακόμη πιο βαθιά την ύφεση…».
Οδηγίες προς ναυτιλομένους… επενδυτές
«Τι πρέπει να φοβούνται και τι να ελπίζουν οι επενδυτές σε αυτό το περιβάλλον;» τον ρωτάμε. «Οι αγορές περιμένουν μια ήπια ύφεση στην Ευρώπη και μια επιβράδυνση της ανάπτυξης στις ΗΠΑ μέχρι τα μέσα του 2023. Ωστόσο, όλοι περιμένουν να δουν θα εξελιχθούν τα επιτόκια», απαντά επισημαίνουν πως δηλώνει επιφυλακτικός με την πορεία των αγορών στο βραχυπρόθεσμο διάστημα. Ανάλογες είναι και οι συμβουλές που δίνει στους πελάτες της UBS, τους οποίους καλεί να είναι «παίξουν άμυνα». Από τους κλάδους ξεχωρίζει αυτόν της υγείας και από τα νομίσματα, το ελβετικό φράγκο και το δολάριο, τα οποία όπως λέει τείνουν να αποδίδουν καλύτερα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας. Ενδιαφέρον ύστερα από δέκα χρόνια, όπως λέει, αποκτούν και τα ομόλογα λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Αντίθετα δηλώνει επιφυλακτικός με τον χρυσό: «Αν και είναι χρήσιμο να βρίσκεται στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο για λόγους διαφοροποίησης, εντούτοις βραχυπρόθεσμα δεν θεωρούμε ότι αποτελεί ενδιαφέρουσα ευκαιρία».
«Κλειδί» οι εκλογές
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στις προοπτικές της στεκόμαστε στο θέμα της επενδυτικής βαθμίδας. Η οποία έχει αναχθεί σε εθνικό στόχο και αποτελεί το «τελευταίο σκαλοπάτι» για την πλήρη επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα, μετά την οδυνηρή δεκαετία των μνημονίων. Ο κ. Θεμιστοκλέους θεωρεί πως οι οίκοι αξιολόγησης θα προχωρήσουν στην αναβάθμιση μετά τη διενέργεια των εθνικών εκλογών, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάρχουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Και όταν λέει προϋποθέσεις αναφέρεται μεταξύ άλλων στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ αλλά και στην πορεία της οικονομίας, σε σχέση πάντα με το ευρύτερο περιβάλλον. Οι εκλογές, σημειώνει, είναι ο μεγάλος άγνωστος. «Θεωρώ πως θα περιμένουν πρώτα το αποτέλεσμα των εκλογών και μετά θα προχωρήσουν στην αξιολόγησή τους. Θα θελήσουν να δουν ποιο κόμμα θα αναλάβει τη διακυβέρνηση και ποιες πολιτικές θα εφαρμόσει». Έτσι εκτιμά πως η επενδυτική βαθμίδα θα έρθει είτε στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 είτε το 2024.
Το παράδειγμα της Ιταλίας…
Ρωτάμε πόσο θα επηρεάσει την απόφαση των οίκων η σύνθεση της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές. Και εάν αυτή είναι αποτέλεσμα συνεργασίας κομμάτων. «Οι αγορές», απαντά, «έχουν αποδείξει πως μπορεί να είναι υπομονετικές εάν τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση έχουν προτάσεις διακυβέρνησης που ακούγονται λογικές. Οι πολιτικές είναι αυτές που μετράνε, και όχι τα κόμματα που είναι στην εξουσία».
Και φέρνει ως παράδειγμα την Ιταλία. «Πριν τις εκλογές, οι αγορές ανησυχούσαν για την επόμενη κυβέρνηση. Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση (υπό την πρωθυπουργία της Μελόνι) παρουσίασε πολύ ορθόδοξες δημοσιονομικές πολιτικές και δείχνει να αντιλαμβάνεται τη
σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης για την ιταλική οικονομία».
… και η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου
Προς επίρρωση των παραπάνω επικαλείται την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θεωρεί πως θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και τις κυβερνήσεις. «Γνωρίζουμε καλά πως οι αγορές τιμωρούν δημοσιονομικές πολιτικές που δεν βγάζουν νόημα», υπογραμμίζει και επαναλαμβάνει πως αυτό που μετράει τελικά είναι η πολιτική που ακολουθούν τα πολιτικά κόμματα όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση…
Και κλείνει λέγοντας πως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα πολιτικά κόμματα πλειοδοτούν σε υποσχέσεις κατά την προεκλογική περίοδο και όταν αναλαμβάνουν την εξουσία διαφοροποιούνται…