Τα χαμόγελα ήταν πλατιά, τα ασημικά άστραψαν και οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, έκαναν προπόσεις για τη συμμαχία και την αδελφοσύνη.
Παρουσιάζοντας ένα Λευκό Οίκο στολισμένο για τις γιορτές, ο πρόεδρος Μπάιντεν φιλοξενεί τον Γάλλο ομόλογό του, για το πρώτο επίσημο δείπνο της κυβέρνησής του σε ένα εορταστικό «αφιέρωμα» στον παλαιότερο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως σημειώνει το Politico. Όμως, πίσω από την καλή διάθεση, οι αυξανόμενες εντάσεις περιβάλλουν τη διμερή συνάντησή τους, επισημαίνει.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία – που διανύει πλέον τον δέκατο μήνα του και δεν δείχνει σημάδια ύφεσης – έχει πλήξει την παγκόσμια οικονομία και έχει τροφοδοτήσει μια ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη.
Και μετά από σχεδόν ένα χρόνο διατλαντικής ενότητας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αρχίζουν να εκφράζουν απογοήτευση για την οικονομική τους σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μακρόν αναμένεται να πιέσει τον Μπάιντεν σε διάφορα σημεία διαφωνίας, σχετικά με τους εμπορικούς δεσμούς και το μέλλον του πολέμου.
«Ψύχρα» στις άλλοτε θερμές σχέσεις
Πρόκειται για μια συμμαχία που έχει δοκιμαστεί το τελευταίο διάστημα, η οποία όμως εξακολουθεί να αποδεικνύεται ισχυρή.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αναζωπύρωσε τους δεσμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης – και ενίσχυσε το ΝΑΤΟ – ειδικά μετά από μια δύσκολη περίοδο απομονωτισμού και συναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής υπό τον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ.
Σε πιο προσωπικό επίπεδο, ο Μπάιντεν και ο Μακρόν, παρά το χάσμα ηλικίας των 36 ετών, έχουν έρθει κοντά, γεγονός που καταδεικνύεται από την επιλογή του Αμερικανού προέδρου για την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στη Γαλλία.
Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, ωστόσο, μπορεί να αρχίσει να μπαίνει μια… ψύχρα.
Ο Μακρόν δεν θέλει επέκταση του πολέμου στην Ουκρανία
Λόγω της γειτνίασής της με την εμπόλεμη ζώνη, η Ευρώπη έχει επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος των οικονομικών επιπτώσεων και η ήπειρος ακροβατεί στα όρια μιας σημαντικής ύφεσης. Ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Μακρόν, έχουν αρχίσει να πιέζουν ενάντια σε μια επέκταση του πολέμου, που θα μπορούσε να μεγαλώσει τον αριθμό των νεκρών και το οικονομικό κόστος.
Η έκρηξη ενός «αδέσποτου» πυραύλου αεράμυνας στην Πολωνία πριν από δύο εβδομάδες προσέφερε μια ανησυχητική υπενθύμιση του πόσο κοντά βρίσκεται ο πόλεμος στο έδαφος του ΝΑΤΟ. Λίγες ώρες μετά την έκρηξη, ο Μπάιντεν και ο Μακρόν ενώθηκαν με άλλους ηγέτες, στο περιθώριο της G-20 στο Μπαλί της Ινδονησίας, για να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους στη συμμαχία.
Ο Μακρόν έχει δηλώσει ότι επιθυμεί ο πόλεμος να τελειώσει διπλωματικά και όχι στο πεδίο της μάχης. Κατά την προετοιμασία της εισβολής της Ρωσίας, ο Μακρόν ανέλαβε να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για να αποτρέψει τη σύγκρουση και έχει προτείνει ότι θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο, για να προσπαθήσει να φέρει τον Ρώσο ηγέτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Κρεμλίνο είναι πρόθυμο.
Ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες θα ξεκινήσουν μόνο όταν το Κίεβο σηματοδοτήσει ότι είναι έτοιμο γι’ αυτές, και η Ουάσιγκτον έχει συμβάλει στην ενίσχυση των περιορισμένων αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης. Αυτή την εβδομάδα, οι ΗΠΑ ενέκριναν 53 εκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσουν την Ουκρανία να αποκτήσει εξοπλισμό για το ηλεκτρικό δίκτυο, ώστε να βοηθήσει ενάντια στις ρωσικές επιθέσεις που έχουν βυθίσει το έθνος στο σκοτάδι.
Το πρώτο πλήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ – Γαλλίας
Η μεγαλύτερη διπλωματική διένεξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισιού προέκυψε πέρυσι, με αφορμή τη συμφωνία της Αυστραλίας να αγοράσει πυρηνικά υποβρύχια από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ακύρωση της συμφωνίας με το Παρίσι κόστισε στη Γαλλία 56 δισεκατομμύρια ευρώ και ανάγκασε τον Μπάιντεν να προσπαθήσει να εξομαλύνει τις σχέσεις.
Τουλάχιστον ένα μέρος της συνάντησης Μπάιντεν – Μακρόν θα επικεντρωθεί στην ελαχιστοποίηση των τριβών γύρω από τα εμπορικά ζητήματα. Τα φορολογικά κίνητρα για την καθαρή ενέργεια, που περιλαμβάνονται στο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, απασχολούν όλο και περισσότερο τους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι ανησυχούν για τη μετατόπιση τομέων της δικής τους οικονομίας προς τις ΗΠΑ.
Ο εμπορικός «πόλεμος» Ευρώπης – ΗΠΑ
Ο Μακρόν υπήρξε ένας από τους πιο ηχηρούς επικριτές του αμερικανικού νόμου, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι ακολουθούν προστατευτική πολιτική.
Το Παρίσι και οι Βρυξέλλες, έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήθελαν η Ουάσιγκτον να τροποποιήσει τον IRA, έτσι ώστε οι ευρωπαϊκές εταιρείες να μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την αμερικανική βοήθεια, όπως οι κατασκευαστές στον Καναδά και το Μεξικό.
Ιδιαίτερο σημείο ανάφλεξης έχουν γίνει οι πιστώσεις του IRA για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων. Αυτό το φθινόπωρο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της ΕΕ δημιούργησαν μια κοινή ομάδα εργασίας για να συζητήσουν το νέο νόμο, ενώ ο Λευκός Οίκος επέμεινε ότι η νομοθεσία θα βοηθήσει και τους συμμάχους της χώρας του.
Οι αξιωματούχοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αν και αναγνωρίζουν πολιτικές διαφορές, τονίζουν ότι οι δύο ηγέτες έχουν θερμή σχέση. Ο Μακρόν, για ένα διάστημα, προσπάθησε να κάνει παρέα με τον Τραμπ, αλλά η σχέση αυτή έγινε τεταμένη.
Ο ίδιος και ο Μπάιντεν έχουν περάσει χρόνο μαζί σε μια σειρά από συνόδους κορυφής, με τον Γάλλο πρόεδρο να εντοπίζεται να ακουμπά το χέρι του στην πλάτη του Αμερικανού ομολόγου του, καθώς περπατούσαν μαζί στη σύνοδο G-7 στη Γερμανία τον Ιούνιο.
Το ακριβό αμερικανικό LNG
Η ενέργεια, ωστόσο, έχει γίνει η μεγαλύτερη κρίση σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία εξαρτάται σημαντικά από τα ρωσικά καύσιμα. Μετά την έναρξη του πολέμου, η προσφορά μειώθηκε και οι τιμές εκτοξεύτηκαν, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό που ήδη αυξανόταν, καθώς οι οικονομίες αναδύονταν από την πανδημία του κοροναϊού.
Οι ΗΠΑ παρενέβησαν για να βοηθήσουν στην αντικατάσταση της Ρωσίας, ως ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές φυσικού αερίου της ηπείρου. Αλλά οι αποστολές υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG, που πραγματοποίησαν, συνοδεύονταν από πολύ υψηλότερες τιμές.
«Ο Μακρόν θέλει να έχει τη δική του φωνή και να μην ακολουθεί απλώς τα βήματα του ‘μεγάλου’» (σ.σ. Τζο Μπάιντεν), δήλωσε η Νικόλ Μπακαράν του Εθνικού Ιδρύματος Πολιτικών Επιστημών, με έδρα το Παρίσι, σημειώνοντας πως «η Γαλλία έχει ανάγκη να έχει τη δική της φωνή, να εκφράζεται και να υπάρχει».