Με μια συγκλονιστική κατάθεση ενώπιον των δικαστών του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας ο δικηγόρος Παναγιώτης Κωνσταντάκης διατύπωσε το δικό του κατηγορώ για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και ξεκαθάρισε πως με βάση όσα στοιχεία έχει στη διάθεσή του λίγο μετά τις επτά υπήρχαν τουλάχιστον δέκα νεκροί και το γνώριζαν πολλοί.
Ο μάρτυρας, ο οποίος έχασε τη μητέρα του η οποία κάηκε μπροστά στα μάτια της αδερφής του και του γαμπρού του την ώρα που προσπαθούσαν να διασχίσουν μια δίοδο στο Μάτι και να φτάσουν στη θάλασσα περίγραψε όσα έμαθε μιλώντας για ευθύνες ανθρώπων που κατά την άποψη του θα έπρεπε να δικάζονται για κακούργημα.
Έκανε λόγο για θέατρο σκιών που παίχτηκε εκείνο το βράδυ σε βάρος τόσων ανθρώπων, στηλιτεύοντας το γεγονός ότι δεν πέταξε ούτε ένα πτητικό μέσο και δεν υπήρχε ένα σχέδιο για εκκένωση στο Μάτι.
Ο Π. Κωνσταντακης απευθυνόμενος προς την πρόεδρο του δικαστηρίου, είπε πως άφησε έξω από τη δικαστική αίθουσα τα συναισθήματα και την οργή του κυρίως για να καταθέσει και να βοηθήσει τη δικαιοσύνη να καταλάβει τι έγινε εκείνο το βράδυ.
Και ζήτησε από τους δικαστές να μπουν στα δικά του παπούτσια.
Ο μάρτυρας επίσης δεν θα ξεχάσει ποτέ και τη διαδικασία της αναγνώρισης των νεκρών, τη μυρωδιά και το καμένο έξω από το νεκροτομείο εν αναμονή της ταυτοποίησης των σορών των δικών τους ανθρώπων απευχόμενος κανένας άνθρωπος να μην ζήσει τέτοιες στιγμές.
Όπως είπε ο μάρτυρας η αδερφή του και ο άντρας της που ζουν στην περιοχή μόλις έπεσε το ρεύμα κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά και πήγαν να πάρουν και την ηλικιωμένη μητέρα τους».
«Εβαλαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ μιας πολυκατοικίας και ξεκίνησαν από τη μια διόδο για να φτάσουν στην παραλία και να σωθούν. Τη στιγμή που μπήκαν σε αυτό το δρόμο άρχισαν να έρχονται κάφτρες και αντελήφθησαν ότι τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά.
Αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να τρέξουν για να σωθούν προς τις μικρές παραλίες. Σε ένα σημείο υπήρχε ένα πεύκο που ενωνόταν με έναν μεγάλο σχίνο. Σε μια ρίζα σκόνταψε και έπεσε η μητέρα μου. Εκείνη την ώρα το πεύκο και ο σχίνος άναψαν σαν ένα σπίρτο. Η φωτιά έκαψε τη μητέρα μου. Αναγκάστηκαν να φύγουν και να αφήσουν πίσω τη μητέρα μου», κατέθεσε ο κ. Κωνσταντάκης.
Και συνέχιζε λέγοντας: «Τα αδέρφια μου κατέβηκαν σε μια άλλη παραλία με εγκαύματα, όπου ήταν καμιά εικοσαριά – τριάντα άτομα και παρέμειναν εκεί μέχρι τις δωδεκάμιση το βράδυ χωρίς να ασχοληθεί ποτέ κανείς μαζί τους.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν κάποιοι που μάλλον ήταν της Πυροσβεστικής και έφτασαν εκεί από τις φωνές. Ξεκίνησαν να ανεβάζουν τους ανθρώπους θεωρώντας ότι δεν υπήρχε εστία.
Και φτάνοντας επάνω έγινε αναζωπύρωση και τους ξανακατέβασαν κάτω.
Μετά τους φόρτωσαν τριάντα τριάντα και τους πήγαν στο λιμάνι της Ραφήνας αλλά δεν ήξεραν πως να πιάσουν έναν καμένο ή έναν άνθρωπο με σπασμένα πόδια.
Τους αποβίβασαν στο βορειότερο σημείο του λιμανιού της Ραφήνας χωρίς να τους περιμένει κανένας.
Τους πέταξαν σε μια γωνιά και με όσες δυνάμεις είχαν κατευθύνθηκαν προς τα φώτα και τον κόσμο. Μαζί με τη αδερφή μου υπήρχε μια γυναίκα που παρακαλούσε για βοήθεια ενώ είχε πάθει έμφραγμα» πρόσθεσε.
«Στις επτά παρά τέταρτο η μητέρα μου ήταν νεκρή και ήδη υπήρχαν πολλοί νεκροί. Εγώ το έμαθα στις επτά και δέκα. Από τις εξίμιση μέχρι τις επτάμισι πρέπει να είχαν τουλάχιστον δέκα νεκρούς. Και αυτό ήταν γνωστό », κατέθεσε ο κ.Κωνσταντάκης, ο οποίος χαρακτήρισε όσα έγιναν «θέατρο σκιών που παίχτηκε στις πλάτες μας και μας δούλευαν και κάγχαζαν στις πλάτες μας».
Σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο των ευθυνών είπε πως εκείνη την ημέρα «δεν σηκώθηκε ούτε ένα πτητικό μέσο να ανακόψει τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Η φωτιά έκανε εβδομήντα επτά λεπτά να περάσει στο Μάτι. Σε αυτό το χρόνο δεν υπήρχε ένα ρημάδι Σινούκ να σηκωθεί να σταματήσει τη φωτιά; Ο κόσμος έμεινε απροστάτευτος χωρίς καμία ενημέρωση και παραπληροφορημένος από αυτούς που είχαν ευθύνη να βοηθήσουν να αποφύγουν το μοιραίο.
Δεν υπήρχε καμία εντολή για εκκένωση. Έφυγαν τρέχοντας μόνο όσοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά όταν έπεσε το ρεύμα και όσοι βγήκαν από τα σπίτι τους και είδαν τις φλόγες.
Γι’ αυτό και βρέθηκαν απανθρακωμένοι άνθρωποι στο δρόμο, γι’ αυτο έλιωσαν άνθρωποι που πήγαν να σώσουν άλλους.
Αλλά κατά τα άλλα όλα δούλεψαν σωστά. Αυτό και το να σας δώσουμε δύο χιλιάδες δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, και δεν θα τα συγχωρήσω ποτέ».