Η φετινή συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί για το Βόλο, την πόλη που υποδέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό μικρασιατών προσφύγων στη Θεσσαλία και την Κεντρική Ελλάδα, ένα κομβικό ιστορικό ορόσημο. Με αφορμή αυτή τη σημαντική επέτειο το Μουσείο της Πόλης του Βόλου, από 16 Δεκεμβρίου 2022 έως 26 Μαρτίου 2023, διοργανώνει μεγάλη περιοδική έκθεση με τίτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ: Τεκμήρια και μνήμες».

Μέσα από την παρουσίαση αυθεντικών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυρίων επιτυγχάνει να αναδείξει τις ποικίλες πτυχές της περιπέτειας του μικρασιατικού ελληνισμού, αλλά και να συλλέξει και διασώσει ό,τι έχει ακόμη μείνει από την άυλη και υλική πολιτιστική κληρονομιά της πρώτης γενιάς προσφύγων.

Τα αυθεντικά τεκμήρια από τη ζωή στη Μικρά Ασία και προφορικές μαρτυρίες προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς που συγκεντρώθηκαν και παρουσιάζονται είναι το αποτέλεσμα μιας κοπιώδους έρευνας που περιλάμβανε στοχευμένες επαφές για τη συγκέντρωση τεκμηρίων που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την πατρίδα, όπως φωτογραφίες, ρούχα, αξεσουάρ, στρωσίδια, κεντήματα, εικόνες, ευαγγέλια, κοσμήματα, φυλαχτά, τάματα, είδη καθημερινής χρήσης, πιστοποιητικά ταυτοπροσωπίας, επαγγελματικά εργαλεία, παιχνίδια, διακοσμητικά αντικείμενα, νομίσματα

Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Βόλο

Σύντομη ιστορική τεκμηρίωση

Ο Βόλος υπήρξε η πόλη που υποδέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό μικρασιατών προσφύγων στη Θεσσαλία και την Κεντρική Ελλάδα γενικότερα. Σε τρεις βασικούς οικιστικούς πυρήνες στις παρυφές της πόλης, στους συνοικισμούς Ιωλκού, Παλιού Λιμεναρχείου και Νέας Ιωνίας, εγκαταστάθηκαν περίπου 14.000 πρόσφυγες. Πάνω από το 80% των προσφύγων ήταν μικρασιάτες, πολλοί από τους οποίους προωθήθηκαν εκεί μετά από μικρή ενδιάμεση παραμονή στα νησιά του βορείου Αιγαίου, στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.

Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία έφτασαν στην περιοχή σε τρεις φάσεις:

l Το 1921 ήρθαν 5.300 πρόσφυγες από τη Γιάλοβα, τη Νικομήδεια και την ευρύτερη περιοχή της Προποντίδας. Αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αλμυρού και ψηλά στην οδό Ιωλκού στο Βόλο.

l Το 1922, χρονιά της μικρασιατικής καταστροφής, φτάνουν περίπου 12.000 πρόσφυγες.

l Το 1924, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, οπότε αποφασίζεται η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάλογα με το θρήσκευμά τους, εισρέουν στην πόλη 4.022 πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (Λυδία, Πισιδία, Πόντο και Καππαδοκία), ενώ αναχωρούν για την Τουρκία οι τελευταίοι μουσουλμάνοι (περίπου 700), που κατοικούσαν στην περιοχή των Παλιών και στα «Γύφτικα», τη γειτονιά κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό.

l Το 1928 απογράφηκαν στη Μαγνησία 13.411 πρόσφυγες, με την αναλογία προσφύγων σε 1.000 κατοίκους να φτάνει τους 212,01.

l Στον Βόλο εγκαταστάθηκαν συνολικά 11.945 πρόσφυγες. Το Δημοτικό Συμβούλιο σε συζήτησή του για τον αριθμό των προσφύγων που μπορεί να φιλοξενήσει η πόλη, αποφαίνεται ότι μπορεί έως 6.000 με βάση τον γενικό πληθυσμό, που τότε υπολογιζόταν σε λίγο παραπάνω από 30.000 κατοίκους.

Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Βόλο

Μαρτυρίες προσφύγων

l Ο Παναγιώτης Κατσιρέλος έφτασε μικρό παιδί στο Βόλο και με το πλούσιο συγγραφικό του έργο καταξιώθηκε ως λογοτέχνης των κατατρεγμένων μικρασιατών στη νέα τους πατρίδα. Ο ίδιος έγραψε:

“Όσοι Ρωμιοί γλίτωσαν […], έφτασαν πρόσφυγες κι έπεφταν στην ποδιά της φτωχής πονεμένης μάνας Ελλάδας, να κλάψουν την τρομάρα τους, το ρημαγδιό τους, τον ορφανεμό τους, τη γύμνια τους, την πείνα τους. Έκλαψαν, έκλαψαν και σπάραξαν. Το δάκρυ καυτό αυλάκωνε τα μάγουλά τους ποτάμι αστέρευτο, ώσπου να μαλακώσει τη θλίψη, να γλυκάνει τον καημό, να δώσει την ηρεμία στην ψυχή. Έπειτα, οι ζωντανοί ετούτοι άνθρωποι, έσφιξαν την καρδιά να παλαίψουν την ανάγκη. Και μάτωσαν και κόπιασαν κι ο ιδρώτας αλμυρός τους τύφλωνε τα μάτια. Ξερίζωσαν τ’ αγκάθια εδώ στον Ξηρόκαμπο, μάζεψαν τα κοτρόνια που κατέβαζε από τα πανάρχαια χρόνια ο χείμαρρος Ξεριάς, ο πρώτος Άναυρος του Ιάσονα, έσκα­ψαν τη σκληρή γη του στέρφου τόπου. Και να το θαύμα! Στα τέλη του φθινοπώρου του 1924 φάνηκαν στημένα τα πρώτα «σπίτια» της καινούργιας πατρίδας τους με πισσόχαρτο για στέγη, που οι πρό­σφυγες μέσα από τα χωρίς παντζούρια παράθυρά τους, κοίταζαν τον ελληνικό ουρανό, μ’ ελπίδα για τη ζωή. Τα είπανε «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟ”

Κατσιρέλος Παναγιώτης, Ο προσφυγικός «συνοικισμός»: το χρονικό της ίδρυσης στο Βόλο της σημερινής Νέας Ιωνίας, Βόλος 1994, σελ.19

l Στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 στην εφημερίδα «Θεσσαλία» δημοσιεύεται συγκλονιστικό άρθρο του Τάκη Οικονομάκη με τον τίτλο «Το μαύρο κύμα»:

«Την φθινοπωρινήν ηρεμίαν του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασεν ύστερα εις την παραλίαν από όπου εξεχύθη εις όλην την πόλιν. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως, αλλά και οργής τρομεράς συνεκλόνισε τους πάντας.

Το μαύρον αυτό κύμα μάς το απέστειλεν η αντίπερα του Αιγαίου ακτή. Απετελείτο από τα τραγικά θύματα της φρικτής μικρασιατικής συμφοράς, από τα θλιβερά αυτά ναυάγια του ασιατικού Ελληνισμού, τα οποία η θάλασσα εξέβρασε και εις την παραλίαν μας. Υπέρ τους δέκα χιλιάδας πρόσφυγας έφθασαν χθες έως εδώ, αφού εν τω μεταξύ έχουν πλημμυρίση όλα τα νησιά και όλοι οι πλησιέστεροι και κυριώτεροι αιγαιοπελαγικοί λιμένες. Και είναι αυτή η πρώτη φουρνιά που περνάει. Θα την ακολουθήσουν και άλλες, ώστε υπολογίζεται, ότι περί τους πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες θα περάσουν από τον λιμένα μας διά να ζητήσουν εις την Θεσσαλίαν καταφύγιον. Το θέαμα των θλιβερών αυτών θυμάτων της φρικτής καταστροφής εσπάραζε την ψυχήν του καθενός. Απεβιβάζοντο και εσταυροκοπούντο, απεβιβάζοντο και εφιλούσαν το χώμα, απεβιβάζοντο και άλλοι έκλαιαν, άλλοι χαμογελούσαν με την εντύπωσιν ότι ετελείωσαν τα απερίγραπτα μαρτύριά των που κατά τον τελευταίον μήνα εδοκίμασαν»

Η Αϊδινλή Μαρία θυμάται: «Η γιαγιά η Κωνσταντία έλεγε στον άνδρα μου και εγγονό της Παναγιώτη, ότι, όταν τους επιτέθηκαν οι Τούρκοι να τους σκοτώσουν, ο άνδρας της ο Σταύρος, πέταξε κάτω τις λίρες που είχε και οι Τούρκοι τις μάζευαν κι έτσι έφυγαν και γλύτωσαν»

Η Βαΐτση – Παπαδοπούλου περιγράφει: «Ο πατέρας μου έλεγε χαρακτηριστικά, πως με τους γείτονες Τούρκους είχαν τόσο καλές σχέσεις, που όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, αγρίεψαν κι είχε δοθεί η εντολή να ετοιμαστούν και να φύγουν, πολλοί από τους γείτονες επέμεναν να παραμείνουν και υπόσχονταν ότι θα τους προστατέψουν. Και ο μεν πατέρας του είχε δελεαστεί από όλο αυτό, ίσως αφέλεια, άγνοια κινδύνου, δεν ξέρω»

Η Γουργούτη – Μπουρτζή Καλλιόπη λέει: «Ξέρουμε για τον Γιώργο τον Γουργούτη, τον παππού μου, που ήταν στη Σμύρνη, ότι έκανε εννέα παιδιά και ζήσαν εφτά. Ο πατέρας μου πήγαινε στο αγγλικό σχολείο, τον λέγανε Αλέκο και το σπίτι που ζούσαν ήταν δυο γωνίες πάνω από κάποιο θέατρο στη Σμύρνη, κοντά στο λιμάνι. Όταν έγινε η καταστροφή στη Σμύρνη, ο διωγμός, φαίνεται ότι ο παππούς πρόλαβε, πήρε ένα καΐκι και ήρθε στην Ελλάδα»

Ο Δημάκης Ελευθέριος θυμάται:
«Χωρίς παρατσούκλι δεν μπορούσες να βρεις κανέναν στο Εγγλεζονήσι. Το παρατσούκλι της οικογένειας της γυναίκας μου, που ήταν κι αυτοί απ’ το Εγγλεζονήσι και είχαν επώνυμο Κωνσταντίνου, ήταν «Μπουγάδες». Υπήρχε στο νησί τότε κάποιος Κρέμερ με μεγάλη δύναμη, αρχηγός, πλούσιος, διοικούσε σχεδόν όλο το νησί. Ο παππούς ο Νικόλας Αγνουσιώτης ήταν πολύ ανοιχτός άνθρωπος, δεν είχε καταφέρει τίποτε, αλλά έκανε παιδιά τα οποία γίνανε και εφοπλιστές, της μητέρας μου τ΄ αδέλφια.

Πώς βγήκε το παρατσούκλι. Ο Εγγλέζος ο Κρέμερ είχε λεφτά και μοίραζε. Ο παππούς μου ο Νικόλας, παρόλο που ήταν φτωχός, όποτε πήγαινε στη Σμύρνη έπαιρνε καραμέλες για τα παιδάκια και τα μοίραζε. Μια φορά που έγινε αυτό τού ’παν «Ε, ρε Νικόλα πώς μοιράζεις τα δώρα, σαν να είσαι ο Κρέμερ!». Και έμεινε το παρατσούκλι και τον έλεγαν «Κράμερη» κι η κόρη του «Κραμερίνα».

Ο Θεραπιώτης Νικόλαος καταθέτει:
«Η γιαγιά μου η Δροσιά και ο παππούς ο Θεράποντας. Ο παππούς βρέθηκε στα Αμελέ Ταμπουρού ( Amele Taburları (τουρκ.) – τάγματα εργασίας) και δεν ξαναγύρισε ποτέ. (συγκίνηση) Η γιαγιά με τα ορφανά δεν πορεύθηκαν προς τον Ελλαδικό χώρο, αλλά προς την ενδοχώρα της Τουρκίας. Εκεί βέβαια ήταν η καταστροφή τους γιατί όλοι πέθαναν καθ’ οδόν, από αρρώστιες, πείνα, δυστυχία και δίψα γιατί τους οδηγούσαν σε μέρη μη καλλιεργήσιμα, χωρίς νερό και τροφή με αποτέλεσμα τον θάνατο. Ο πατέρας μου κι ο θείος μου, που ήταν οι μεγαλύτεροι, σώθηκαν»

Η Καφριτσοπούλου – Ευσταθίου Μαρία αφηγείται:
Όταν ήρθε η αποφράς ημέρα της ανταλλαγής, να φύγουν για την άγνωστη πατρίδα, πίστεψαν πως δεν θα ήταν για πάντα και αφήσαν τα σπίτια τους όπως ακριβώς ήταν. Μάζεψαν ότι είχαν να μαζέψουν και μπορούσε να μαζευτεί και ξεκίνησαν. Και όπως έλεγε και ο μπαμπάς μου «άφησαν τα Άγια χώματα» -και τό ’λεγε αυτό μέχρι και που πέθανε- άφησαν τις περιουσίες και τις ψυχές τους και τις καρδιές τους εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και ξεκίνησαν το ταξίδι με το καράβι, που δεν ήξεραν πού θα τους άφηνε, στο άγνωστο.

Μαυροειδή – Μελαχροινού Μαρία λέει: «Άναβε το καντήλι και πάντα η γιαγιά, η μητέρα της Έλλης, την οποία και αυτή τη λέγανε Αικατερίνη Λουκίδου, πάντα περίμενε. Όταν ακουγόταν, ότι κάποιοι είχαν έλθει από τον Ερυθρό Σταυρό πάντα περίμενε να έρθει ο άντρας της. Όπως και η γιαγιά μου στη Θεσσαλονίκη. Η μία περίμενε τον παππού τον Τάσο και άλλη περίμενε τον παππού τον Αντώνη. Όλη τους τη ζωή περίμεναν να γυρίσουν οι παππούδες»

INFO: ΕΚΘΕΣΗ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ: Τεκμήρια και μνήμες».

Μουσείο της Πόλης του Βόλου (Φερών 17)

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη έως Κυριακή 10.30 – 13.30 και απογεύματα Τετάρτη & Παρασκευή 18.00 – 21.00. Δευτέρα κλειστό.

Τηλ. 2421029878, mail: volosmuseums@doepap.gr, site: https://www.vmoc.gr/