Το σχέδιο νόμου «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», που έδωσαν πρόσφατα σε διαβούλευση οι υπουργοί Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης και Κ. Τσιάρας, υποτίθεται ότι στόχο έχει να διαμορφώσει ένα πλαίσιο για την άρση του απορρήτου που να είναι συμβατό με την ανάγκη υπεράσπισης θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι, όμως, πιθανό να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Ούτως ή άλλως, μια βασική πλευρά του νομοσχεδίου αφορά μία από τις πιο προβληματικές έννοια στο νομικό πλαίσιο για το απόρρητο των επικοινωνιών: την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Θυμίζουμε ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την άρση απορρήτου για τη διερεύνηση εγκλήματος στο πλαίσιο ανακριτικής διαδικασίας, αλλά με τη γενική ανάγκη συγκέντρωσης πληροφοριών για την προστασία της εθνικής ασφάλειας.
Το πρόβλημα με την άρση απορρήτου για «λόγους εθνικής ασφάλειας»
Παραδοσιακά, η δικαιολόγηση αυτή της άρσης του απορρήτου ακόμη και εκτός προανακριτικής ή ανακριτικής διαδικασίας δικαιολογείται από την ανάγκη να προστατεύεται η εθνική ασφάλεια από τη δράση αυτών που θα ονομάζαμε σε γενικές γραμμές «πράκτορες του εχθρού». Αυτό ορίζει μια ανάγκη συγκέντρωσης πληροφοριών που υπερβαίνουν τη διερεύνηση ενός εγκλήματος.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα όλα όσα μπορούν να κάνουν οι «πράκτορες» αποτελούν ποινικά αδικήματα ή τουλάχιστον δικαιολογούν την ποινική διερεύνησή τους. Όμως, παραδοσιακά οι υπηρεσίες ασφαλείας θέλουν να προχωρούν σε αυτές τις άρσεις απορρήτου έξω από το πλαίσιο μιας κανονικής ανακριτικής διαδικασία, εξ ου και η έννοια της εθνικής ασφάλεια.
Όμως, αυτό γεννούσε πάντα το πρόβλημα μιας άρσης ενός θεμελιώδους δικαιώματος χωρίς καν τη δικαιολογία της διερεύνησης ενός αδικήματος. Δηλαδή, η επίκληση των λόγων «εθνικής ασφάλειας» έδινε το δικαίωμα στις κρατικές υπηρεσίες να υποκλέπτουν τις επικοινωνίες όσων έκριναν ότι έπρεπε να «ακούσουν».
Και το πρόβλημα γινόταν ακόμη μεγαλύτερο όταν οι λόγοι εθνικής ασφάλειας δικαιολογούσαν και την παρακολούθηση ελλήνων πολιτών, ακόμη και πολιτικών προσώπων και μάλιστα με δυνατότητα να επικαλεστούν τέτοιους λόγους ακόμη και αδιαφανή και μάλλον παραβατικά τμήματα των υπηρεσιών ασφαλείας. Η περίπτωση Ανδρουλάκη είναι αρκετά διδακτική επ’ αυτού.
Η διεύρυνση του ορισμού της «εθνικής ασφάλειας»
Θα περίμενε κανείς αυτό να οδηγούσε σε μια επίγνωση ότι πρέπει να καταργηθεί ή να περιοριστεί ριζικά η δυνατότητα επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας. Άλλωστε, όπως ήδη υπογραμμίσαμε, υπάρχει πάντα η δυνατότητα άρσης του απορρήτου στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων.
Αντί γι’ αυτό, όμως, στο σχετικό σχέδιο νόμου βλέπουμε μια διεύρυνση στην πραγματικότητα του ίδιου του πλαισίου της «εθνικής ασφάλειας». Αναφέρει το Σχέδιο νόμου:
«“Λόγοι εθνικής ασφάλειας” είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος.»
Είναι προφανές ότι εδώ η εθνική ασφάλεια διευρύνεται και περιλαμβάνει οτιδήποτε θα λέγαμε «δημόσια τάξη», με πολύ μεγάλους βαθμούς ασάφειας όπως προς την έννοια του «πλήγματος» και με την προσθήκη πεδίων όπως η εθνική οικονομία ή η δημόσια υγεία που παραδοσιακά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια της «ασφάλειας».
Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα: δεν έχει υπάρξει μεταπολιτευτική κυβέρνηση που δεν έχει κατηγορήσει απεργούς ότι «πλήττουν την εθνική οικονομία». Σημαίνει αυτό ότι επιτρέπεται η προληπτική άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των συνδικαλιστών ή άλλων ακτιβιστών;
Η απειλή για τη δημοκρατία
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό. Ο Ψυχρός Πόλεμος διαμόρφωσε ένα πλαίσιο όπου η εθνική ασφάλεια περιλάμβανε και διάφορες παραλλαγές «εσωτερικού εχθρού», ενώ αυτό διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Μόνο που όλα αυτά όρισαν μια διαρκή πορεία περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυταρχικής θωράκισης του κράτους και αυξημένης αυθαιρεσίας των υπηρεσιών ασφαλείας.
Όμως αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα ούτε δικαιολογεί βήματα που στο όνομα της αποσαφήνισης απλώς κάνουν τα πράγματα χειρότερα και ανοίγουν δρόμους επικίνδυνους για βασικά δημοκρατικά δικαιώματα.