Η συνάντηση την περασμένη Κυριακή ανάμεσα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι ήταν μία από τις εκπλήξεις του Παγκόσμιου Κυπέλου στο Κατάρ.
Ας μην ξεχνάμε ότι Τουρκία και Αίγυπτος πέρασαν μια μακρά περίοδο αντιπαλότητας. Η αιτία ότι το AKP, το κόμμα του Ερντογάν είναι παραδοσιακά πολύ κοντά στην εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που εκπροσωπεί το ιστορικό ρεύμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Όμως, στην Αίγυπτο το πολιτικό αυτό ρεύμα υπήρξε παραδοσιακά ο μεγάλος αντίπαλος του Αραβικού Εθνικισμού και αυτό εξηγεί και γιατί κατά καιρούς έχει βρεθεί στο στόχαστρο, με πιο πρόσφατη στιγμή τα όσα έγιναν στην «Αραβική Άνοιξη».
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν το πολιτικό ρεύμα που κυρίως ευνοήθηκε από το πολύ πλατύ κίνημα διαμαρτυρίας κατά του προέδρου Μουμπάρακ, κίνημα που οδήγησε στην ανατροπή του. Όμως, η κυβέρνηση του Μοχάμεντ Μόρσι που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές, στηριγμένη κυρίως στη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα ανατραπεί επίσης και έτσι θα έρθει στην εξουσία ο Σίσι.
Αυτό είχε οδηγήσει σε μια βαθιά ρήξη της Τουρκίας και της Αιγύπτου, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης των πρεσβευτών. Τα πράγματα δεν έκανε καλύτερα το γεγονός ότι η Τουρκία θα προσφέρει ουσιαστικά καταφύγιο σε σημαντικό αριθμό στελεχών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, επιτρέποντας ταυτόχρονα στα τηλεοπτικά κανάλια της αδελφότητας να εκπέμπουν από το τουρκικό έδαφος.
Την ίδια περίοδο της Αραβικής Άνοιξης υπήρξαν και στοιχεία ρήξης και με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που επίσης είδαν με καχυποψία την επένδυση της Τουρκίας σε σχέσεις με κινήματα που εντάσσονται στο φάσμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Εάν προσθέσουμε και τη ρήξη με το Ισραήλ εξαιτίας της υποστήριξης που έδινε η Τουρκία στη Χαμάς και την αιματηρή επιχείρηση ισραηλινών κομάντος στο τουρκικό πλοίο Μαβί Μαρμαρά που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην αποκλεισμένη Γάζα, υπήρξε μια μακρά περίοδος που ο μόνος συνομιλητής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο ήταν το Κατάρ. Και αυτό γιατί το Κατάρ ήταν και η μόνη χώρα του Κόλπου που δεν είχε εχθρότητα με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Η σταδιακή στροφή της Τουρκίας
Όμως, ήδη από το 2020 η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μια συστηματική προσπάθεια να «επισκευάσει» τις σχέσεις της με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Ένας καθοριστικός παράγοντας ήταν και η διαφαινόμενη κυβερνητική αλλαγή στις ΗΠΑ, που για τον Ερντογάν σήμαινε την απώλεια της καλής σχέσης που είχε αναπτύξει με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο ερχομός Μπάιντεν σήμαινε μια ανάγκη για την Τουρκία να αποκτήσει καλές σχέσεις ξανά και με τις ΗΠΑ και με τις χώρες που ήταν παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό έχει αποτυπωθεί στην βελτίωση των σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που ούτως ή άλλως έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερα δυναμική διπλωματία, με το Ισραήλ και με τη Σαουδική Αραβία (βοήθησε σε αυτό και ο τελικός χειρισμός από την Τουρκία της υπόθεσης Κασόγκι). Πιο δύσκολη ήταν η προσέγγιση με την Αίγυπτο, όμως και εκεί έγιναν τελικά βήματα, καθώς πέραν όλων των άλλων η τουρκική πρεσβεία ζήτησε από τα τηλεοπτικά κανάλια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τουρκία να χαμηλώσουν τους τόνους.
Αυτή η δυναμική επαναπροσέγγισης, που εν μέρει έχει αποτυπωθεί και στον τρόπο που η Τουρκία συμμετέχει στη διαχείριση της ειρηνευτικής και πολιτικής διαδικασίας στη Λιβύη (μια ακόμη κρίση όπου η Τουρκία στηρίζοντας την κυβέρνηση της Τρίπολης στον εμφύλιο, είχε βρεθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο με την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), δεν είναι άσχετη από ευρύτερες δυναμικές που αναπτύσσονται στην περιοχή. Η σχετική αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή έχει οδηγήσει σε μια ιδιότυπη δυναμική συνεννόησης και αναζήτησης νέων ισορροπιών.
Η σημασία των οικονομικών σχέσεων και η μάχη για τη λίρα
Για την Τουρκία οι καλές σχέσεις με αυτές τις χώρες έχουν και μια σημαντική οικονομική διάσταση. Η χώρα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που με τη σειρά του πιέζει προς τα κάτω και την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος.
Τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα για λίρα το γεγονός ότι ο Ερντογάν επιμένει στη δική του αντίληψη για τα επιτόκια. Σύμφωνα με αυτήν τα υψηλά επιτόκια δεν είναι θεραπεία για τον πληθωρισμό, αλλά ένας από τους λόγους του φαινομένου. Γι’ αυτόν τον λόγο και παρά την αύξηση του πληθωρισμού και τις διαρκείς και έντονες πιέσεις στην Τουρκική λίρα, η τουρκική κυβέρνηση, με επιμονή του ίδιου του Ερντογάν, που δεν έχει διστάσει να αλλάξει συχνά υπουργούς Οικονομικών και επικεφαλής της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, παραμένει προσηλωμένη σε μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων, πραγματοποιώντας μάλιστα και μειώσεις επιτοκίων μέσα σε μια τέτοια συγκυρία. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει ο Ερντογάν να κρατήσει το κόστος δανεισμού χαμηλά και να συντηρήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς που χρειάζεται στον ορίζοντα των εκλογών του 2023.
Όμως, αυτό δεν ακυρώνει την ανάγκη της τουρκικής κεντρικής τράπεζας να πρέπει να στηρίξει το εθνικό νόμισμα, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί στο πρόβλημα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Τουρκίας.
Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό η τουρκική κεντρική τράπεζα έχει χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα. Στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις πολύ υψηλές καταθέσεις Τούρκων πολιτών σε συνάλλαγμα στις τουρκικές τράπεζες και σε εκτεταμένα και μεγάλης κλίμακας swap συναλλάγματος με χώρες όπως η Τουρκία, το Κατάρ και η Νότια Κορέα.
Τα πέντε δισεκατομμύρια δολάρια από τη Σαουδική Αραβία
Σε αυτό το φόντο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ανακοίνωση ότι η Σαουδική Αραβία συζητά με την Τουρκία μία κατάθεση ύψους 5 δισεκατομμυρίων στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε λίγο μετά τη συνάντηση του Ερντογάν με τον πρίγκιπα- διάδοχο της Σαουδικής Αραβία Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (MBS) στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας, συνάντηση που ήρθε μετά την επίσκεψη Ερντογάν στη Σαουδική Αραβία τον περασμένο Απρίλιο.
Για την Τουρκία, τέτοιες κινήσεις πέραν των συμβολισμών έχουν και άμεσο υλικό αντίκτυπο, καθώς να επιτρέπουν μια καλύτερη αναμέτρηση με τη στήριξη της λίρας απέναντι σε δυναμικές υποτίμησης.
Οι πραγματικές δυσκολίες
Όμως, η Τουρκία θα κληθεί να δώσει αρκετές εγγυήσεις ότι όντως έχει αλλάξει στάση. Μια κρίσιμη δοκιμασία θα είναι ένα όντως καταφέρει να βοηθήσει να ολοκληρωθεί η πολιτική διαδικασία στη Λιβύη.
Μάλιστα λίγες εβδομάδες πριν τη θερμή χειραψία ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου Σαμέχ Σούκρι είχε ανακοινώσει ότι διακόπτονταν οι συνομιλίες, σε επίπεδο ανώτερων διπλωματών ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Τουρκία σε σχέση με τη Λιβύη, ενώ είχε προηγηθεί και η συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την κυβέρνηση του Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, παρά τις αντιρρήσεις της Ελλάδας, της ΕΕ και του λιβυκού κοινοβουλίου, που επίσης είναι μια παράμετρος έντασης στις τουρκοαιγυπτιακές σχέσεις.
Ενδιαφέρον πάντως έχει ότι ο Ερντογάν δήλωσε μεν στο Μπαλί ότι είναι έτοιμος να «γράψει μια νέα σελίδα» στις σχέσεις με την Αίγυπτο και την Συρία (και την κυβέρνηση Άσαντ), διευκρίνισε ότι αυτό θα γίνει αφού πρώτα κερδίσει τις εκλογές του Ιουνίου 2023.