Παιδικές φωνές και πολλά γέλια ακούγονται στον παλαιό τερματικό σταθμό C στο αεροδρόμιο Tegel του Βερολίνου. Ένα μικρό αγόρι πηγαινοέρχεται με το πατίνι του, ένα άλλο προσπαθεί να ανεβεί στο φορτηγάκι που μεταφέρει κιβώτια με στολές εργασίας. Όσο εκδηλωτικά είναι τα μικρά παιδιά, άλλο τόσο σιωπηλοί και σκυθρωποί φαίνονται οι ενήλικες. Πολλοί αναζητούν πρίζες για να φορτίσουν τα κινητά τους και να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους στην Ουκρανία. Άλλοι έχουν ήδη καθίσει σε ένα από τα μεγάλα τραπέζια, όπου σερβίρεται φαγητό. Οι νεοαφιχθέντες περιμένουν υπομονετικά στην ουρά, μαζί με τις βαλίτσες τους, μέχρι να καταγραφούν τα στοιχεία τους. Τους τελευταίους μήνες αυξάνονται συνεχώς οι αφίξεις Ουκρανών προσφύγων στη γερμανική πρωτεύουσα.
Πάνω από 2.000 πρόσφυγες στο κτίριο του αεροδρομίου
Το παλαιό αεροδρόμιο Tegel, στον δυτικό τομέα της πόλης, έχει γίνει προσφυγικός καταυλισμός, για την ακρίβεια ένας χώρος πρώτης υποδοχής για Ουκρανούς – και όχι μόνο. Όπως εξηγεί ο Ντέτλεφ Τσβοϊντζίνσκυ, από τον Γερμανικό Ερυθρό Σταυρό (DRK), που διαχειρίζεται τον χώρο, «έχουμε συνολικά 600 θέσεις για αιτούντες άσυλο και εδώ, στον τερματικό σταθμό C, έχουμε δημιουργήσει άλλες 1.600 θέσεις για τους Ουκρανούς. Αλλά η χωρητικότητα έχει ήδη εξαντληθεί. Η κατάσταση είναι δύσκολη, γι’ αυτό αρχίζουμε να στεγάζουμε τον κόσμο σε μεγάλα αντίσκηνα».
Δύο από αυτά, με χωρητικότητα 400 άτομα το καθένα, λειτουργούν ήδη στον παλαιό διάδρομο προσγείωσης του Tegel. Γεννήτριες παράγουν ρεύμα και διοχετεύουν ζεστό αέρα. Ο χώρος είναι πιο περιορισμένος από το κτίριο του αεροδρομίου, αλλά η διαμόρφωσή του είναι παρόμοια: λευκά και γκρι παραβάν οριοθετούν τα δωμάτια, στα οποία οι πρόσφυγες κοιμούνται σε διώροφα κρεβάτια-κουκέτες.
Οι συνεργάτες του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού κάνουν ό,τι μπορούν για να διευκολύνουν την παραμονή. Συνοδεύονται από μεταφραστές, γιατρούς, ψυχολόγους και συνοδούς ανηλίκων. Προσφέρουν φαγητό, τρεις φορές την ημέρα, ακόμη και στα κατοικίδια ζώα. «Κάθε εβδομάδα δεχόμαστε περίπου 40 σκυλιά, γάτες και άλλα κατοικίδια ζώα, που συνοδεύουν τους πρόσφυγες. Φροντίζουμε και γι’ αυτά», λέει ο Ντέτλεφ Τσβοϊντζίνσκυ. Το πρόβλημα είναι όμως, σημειώνει, ότι ενώ σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό οι πρόσφυγες θα έμεναν το πολύ τρεις ημέρες στοTegel, σήμερα ο μέσος χρόνος παραμονής είναι οκτώ ημέρες ή και περισσότερο. Τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι περιμένουν στους δύο «χώρους πρώτης υποδοχής» στο Βερολίνο, για να βρουν ένα πιο μόνιμο κατάλυμα.
Όταν οι δύο μήνες γίνονται …δέκα
Η κρατική υπηρεσία προσφύγων της γερμανικής πρωτεύουσας (LAF) σε γραπτή ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι «επί του παρόντος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί με την απαιτούμενη ταχύτητα στις συνεχώς αυξανόμενες ροές» αιτούντων άσυλο και προσφύγων από την Ουκρανία. Και αυτό γιατί δεν έχει ανευρεθεί επαρκής αριθμός καταλυμάτων, παρότι έχουν ήδη δοκιμαστεί λύσεις, όπως η παράταση μισθώσεων και η ενοικίαση δωματίων σε ξενοδοχεία. Σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσουν προσωρινά το πρόβλημα οι αρχές σχεδιάζουν νέα πρόχειρα καταλύματα στον χώρο του αεροδρομίου, που θα μπορούν να υποδεχθούν έως 10.000 άτομα. Στο Βερολίνο καταγράφονται επισήμως 85.000 πρόσφυγες από την Ουκρανία, αλλά από αυτούς μόνο 3.000 έχουν επικοινωνήσει με την υπηρεσία προσφύγων. Εκτιμάται ότι οι περισσότεροι φιλοξενούνται σε συγγενείς και φίλους, που ήδη διέμεναν στη γερμανική πρωτεύουσα.
Στο Βερολίνο κατέφυγε και η Άννα Μπαμπράκοβα με τους δύο γιους της. Όπως λέει, κατάγεται από την περιοχή του Ντονμπάς και το 2014, όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, μετακόμισε στο Κίεβο. Μετά από οκτώ χρόνια η απειλή του πολέμου την ανάγκασε να αναζητήσει καταφύγιο στο Βερολίνο. «Επί οκτώ μήνες μία οικογένεια μας φιλοξενούσε στο σπίτι της», λέει. «Αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη γι αυτό, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουμε, ακόμη κι αν αυτό μας στενοχώρησε, ακόμη κι αν κλαίγαμε στον αποχαιρετισμό». Σήμερα η Άννα Μπαμπράκοβα μένει σε ξενοδοχείο μαζί με τα παιδιά της, αλλά χρειάζεται βοήθεια στην καθημερινότητά της και στις επαφές με τις γερμανικές αρχές.
Από την Οδησσό κατάγεται η Βικτόρια Κούμακ, που έχει βρει καταφύγιο σε ευαγγελική κοινότητα του Βερολίνου. Είναι από τους λίγους που κατάφεραν να βρουν ένα κοινωνικά επιδοτούμενο διαμέρισμα, μετά από διαμεσολάβηση της κοινότητας. Αλλά η οδύνη της δεν έχει τελειώσει, καθώς ο πόλεμος έχει χωρίσει την οικογένειά της. Η 20χρονη κόρη της αποφάσισε να μείνει στην Ουκρανία. Κι έτσι η μητέρα αναγκάστηκε να «διαλέξει», όπως λέει, ανάμεσα στην κόρη και στον 14χρονο γιο της, αλλά και τη μητέρα της, μία 72χρονη με ειδικές ανάγκες, που ήθελαν να φύγουν. Σήμερα η Βικτόρια Κούμακ ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα την ακολουθήσει και η κόρη της στο Βερολίνο. Μέχρι τότε, κυριαρχεί η καθημερινή αγωνία. «Κάποιες μέρες είναι καλύτερες, άλλες χειρότερες», λέει. «Σήμερα είναι μία δύσκολη μέρα και φοβάμαι πολύ, γιατί άκουσα ότι έγιναν πολλές επιθέσεις στην Ουκρανία…»
Deutsche Welle
Σαμπίνε Κίνκαρτς
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου