Όταν φτιάχτηκε το G20 σε μεγάλο βαθμό ήταν μία πρωτοβουλία να μην απομονωθεί η διαδικασία των G7 από τις δυναμικές που ήδη καταγράφονται σε αυτό που κάπως παραπλανητικά περιγράφουμε ως ο «αναπτυσσόμενος κόσμος». Δηλαδή, ήταν μια προσπάθεια κατά κάποιον τρόπο να ανανεωθεί η διαδικασία των G7 λαμβάνοντας ένα μέρος από τον δυναμισμό της διαδικασίας των BRICS και βεβαίως «ενσωματώνοντας» στη συζήτηση και την Κίνα.
Αυτό σήμαινε ότι πάντα ήταν ένα πεδίο αρκετά αντιφατικό και εύλογο ήταν ότι αυτό θα συνέβαινε και στη φετινή σύνοδο στο Μπαλί που συνέπεσε με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη επιστροφή σε μια συνθήκη μεγάλων διαιρέσεων και αντιπαραθέσεων στην Ευρώπη.
Η προσπάθεια των δυτικών να εξασφαλίσουν πιο σαφή καταδίκη της Ρωσίας
Οι χώρες του G7 πήγαν εκεί πέραν όλων των άλλων και με μια σαφή διάθεση να εξασφαλίσουν μια ακόμη πιο σαφή καταδίκη της ρωσικής «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία. Προφανώς δεν θα μπορούσαν να έχουν μια ομόφωνη καταδίκη της εισβολής εκτός των άλλων γιατί μέλος του G20 είναι και η Ρωσία, αλλά θα ήθελαν να δείξουν ότι ένα σημαντικό μέρος του πλανήτη συμφωνεί με τη «δυτική γραμμή».
Βεβαίως το αποτέλεσμα ήταν και η σύνοδος των G20 να δείξει ότι ο κόσμος είναι μάλλον διαιρεμένος πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, παρά την προσπάθεια να δοθεί η εικόνα ότι η πλειοψηφία των χωρών του G20 καταδικάζουν τη Ρωσία. Για την ακρίβεια θέση σαφούς καταδίκης, ενίοτε και εχθρότητας, έχουν η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Αντιθέτως, στη γραμμή μη καταδίκης είναι η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία, η Νότια Αφρική, η Τουρκία και προφανώς η Ρωσία.
Αυτό εξηγεί και παράξενους επικοινωνιακά χειρισμούς όπως το να εκδοθεί κοινή ανακοίνωση του ΝΑΤΟ και των ηγετών των G7, «στο περιθώριο της συνόδου των G20) που να καταδικάζει τους ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις στην Ουκρανία, παρότι εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η ανακοίνωση θα μπορούσε εξίσου καλά να εκδοθεί π.χ. στις Βρυξέλλες.
Στην πραγματικότητα και στη σύνοδο στο Μπαλί αποτυπώθηκε το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο και τον Παγκόσμιο Νότο δεν συστρατεύεται με τη Δύση σε μια εχθρική τοποθέτηση απέναντι στη Ρωσία. Αυτό φαίνεται και στον αριθμό των χωρών που δεν έχουν αποφασίσει κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.
Η αμφίσημη τελική διακήρυξη
Η τελική διακήρυξη της συνόδου παρουσιάστηκε κυρίως από τον Δυτικό Τύπο ως μια «σαφή καταδίκη της ρωσικής εισβολής». Ωστόσο μια πιο προσεκτική ανάγνωση του σχετικού σημείου δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε περισσότερο με την παραδοχή ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα:
«Φέτος, είδαμε επίσης τον πόλεμο στην Ουκρανία να έχει περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Έγινε συζήτηση πάνω σε αυτό το ζήτημα. Επαναλάβαμε τις εθνικές μας θέσεις όπως εκφράστηκαν σε διάφορα φόρουμ, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η οποία, στο ψήφισμα αριθ. ES-11/1 της 2ας Μαρτίου 2022, όπως εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία (141 ψήφοιυπέρ, 5 κατά, 35 αποχές, 12 απόντες) αποδοκιμάζει με τον πιο έντονο τρόπο την επιθετικότητα από τη Ρωσική Ομοσπονδία κατά της Ουκρανίας και απαιτεί την πλήρη και άνευ όρων της αποχώρηση από το έδαφος της Ουκρανίας. Τα περισσότερα μέλη καταδίκασαν έντονα τον πόλεμο στο Ουκρανία και τόνισαν ότι προκαλεί τεράστιο ανθρώπινο πόνο και επιδεινώνει την υπάρχουσα αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία – περιορισμός της ανάπτυξης, αύξηση του πληθωρισμού, διαταραχή εφοδιαστικών αλυσσίδων, αλυσίδες, ενισχύοντας την ενεργειακή και επισιτιστική ανασφάλεια και αυξάνοντας τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Υπήρξαν και άλλες απόψεις και διαφορετικές εκτιμήσεις για την κατάσταση και τις κυρώσεις. Αναγνωρίζοντας ότι το G20 δεν είναι το φόρουμ για την επίλυση ζητημάτων ασφαλείας, αναγνωρίζουμε ότι τα ζητήματα ασφάλειας μπορούνέχουν σημαντικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.»
Την ίδια στιγμή, παρότι η τελική διακήρυξη είναι πολυσέλιδη και αναλυτική και μια ανακεφαλαίωση όλων των πρωτοβουλιών που υπάρχουν σε ισχύ παγκοσμίως, από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μέχρι την περιφερειακή ανάπτυξη, κανείς μπορεί διαβάζοντάς την να καταλάβει ότι το σχήμα των G20 δεν επιτρέπει να βγουν «μεγάλες πρωτοβουλίες», κυρίως γιατί αυτή τη στιγμή οι χώρες του G7 και κυρίως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προσφέρουν το είδος των περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων και επενδύσεων που συζητιούνται πολύ πιο εύκολα σε φόρουμ όπως αυτό των BRICS. Ούτε βέβαια παρά διάφορες ανακυκλούμενες διακηρύξεις μπορούν οι χώρες του G7 να προσφέρουν κάτι απτό σαν την στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» της Κίνας.
Η παρουσία της Κίνας και η ηγετική εμφάνιση του Σι Τζινπίνγκ
Ύστερα από ένα κομματικό συνέδριο που επικύρωσε ότι διαθέτει όχι μόνο την εντολή για τρίτη θητεία αλλά και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας από την εποχή του Μάο, ο Σι Τζινπίνγκ έκανε στο Μπαλί την πρώτη του μεγάλη διεθνή εμφάνιση μετά το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα και στη συνάντηση ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον Σι, η οποία έγινε ύστερα από αμερικανικό αίτημα. Ο ίδιος ο Μπάιντεν φάνηκε στη συνάντηση αρκετά συμφιλιωτικός απέναντι στον Σι. Μάλιστα, έδωσε ξανά τις διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν ακολουθούν μια πολιτική σύγκρουσης με την Κίνα δηλώνοντας ότι εξακολουθούν να τηρούν την πολιτική της «Μίας Κίνας» και άρα δεν έχουν ούτε μια πολιτική για «Δυο Κίνες», ούτε μια πολιτική «Μία Κίνα, μία Ταϊβάν
Από τη μεριά του ο Σι παρουσιάστηκε ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας πολιτικής για την ειρήνη, που ανησυχεί για τον πόλεμο στην Ουκρανία, υπογράμμισε ότι «οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις δεν παράγουν κανέναν νικητή», ότι «πρέπει να αποφεύγονται οι συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις» και ότι η Κίνα ελπίζει να υπάρξουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία αλλά και διάλογος ανάμεσα στη Ρωσία, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Όλα αυτά δείχνουν ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ αναζητούν διαύλους διαλόγου με τη Κίνα, χωρίς βέβαια κάποια μεταβολή στις συγκεκριμένες πολιτικές που έχουν υιοθετήσει, εκτιμώντας ίσως ότι αυτό θα βοηθούσε και σε μια λύση για την ουκρανική κρίση. Βεβαίως αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια ορισμένη προσπάθεια στοχοποίησης ή ακόμη και δαιμονοποίησης του κινέζου ηγέτη στη δυτική δημόσια σφαίρα. Από την άλλη, ο Σι προφανώς και αξιοποίησε όσο περισσότερο μπορούσε τη σύνοδο για να δείξει ότι διεκδικεί να είναι ο ηγέτης που εκπροσωπεί έναν κόσμο περισσότερο ειρηνικό και «αρμονικό».
Το φόντο της ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ
Όλα αυτά έχουν ως φόντο και τη διαφαινόμενη προσπάθεια για έναν δίαυλο διαλόγου ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ για μια πιθανή κατάπαυση του πυρός και ειρήνευση στην Ουκρανία.
Αυτό αποτυπώνει και μια επίγνωση ότι η παράταση των πολεμικών συγκρούσεων διαμορφώνει ένα αυξημένο κόστος. Οι ΗΠΑ έχουν στείλει πολύ μεγάλης αξίας όπλα, αλλά υπάρχει και ένα όριο στο πόσο μπορούν να συνεχίζουν να αναλαμβάνουν ένα τόσο μεγάλο κόστος, ενώ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες θα ήθελαν να δουν μια κατάπαυση του πυρός.
Προφανώς και η διαπραγμάτευση δεν είναι εύκολη κυρίως γιατί είναι πολύ δύσκολο η Ρωσία να κάνει τις υποχωρήσεις που θα αναλογούσαν σε μια «ήττα» της, που παραμένει ο βασικός διακηρυγμένος στόχος όχι μόνο της Ουκρανίας αλλά και των δυτικών συμμάχων της. Όμως, είναι σαφές ότι μια σειρά από κινήσεις ιδίως των ΗΠΑ προσπαθούν να διαμορφώσουν και ένα τέτοιο κλίμα, ιδίως στον ορίζοντα του ερχομού του χειμώνα που εν μέρει θα οδηγήσει σε «πάγωμα» του μετώπου ως έναν βαθμό.
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι πολύ γρήγορα οι ΗΠΑ έσπευσαν να διατυπώσουν τη θέση ότι το θραύσμα που έπεσε στην Πολωνία δεν προερχόταν από ουκρανικό πύραυλο και να αποτρέψουν έτσι οποιαδήποτε συζήτηση για ενεργοποίηση των προβλέψεων του ΝΑΤΟ για τις επιθέσεις σε βάρος μελών του.
Ο πολυπολικός κόσμος εν μέρει είναι ήδη εδώ
Όλα αυτά πάντως παραπέμπουν στο γεγονός ότι ως έναν βαθμό ήδη ζούμε σε έναν κόσμο που είναι περισσότερο πολυπολικός.
Αρκεί να παρατηρήσουμε ότι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Δύσης όπως η Σαουδική Αραβία ήδη κινείται προς μια πιο σύνθετη εξωτερική πολιτική με προσέγγιση και με τις BRICS, ή ότι η Ινδία σαφώς διεκδικεί έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο, με επαναπροσέγγιση με Κίνα και Ρωσία, παρά την πολυετή επένδυση των ΗΠΑ στην ανάπτυξη μιας «ειδικής σχέσης» με την Ινδία της εποχής Μόντι. Ή να δούμε το πώς η Τουρκία, παρότι τυπικά μια χώρα του ΝΑΤΟ, στην πράξη συμπεριφέρεται περισσότερο ως ένας μεσολαβητής ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο.
Ακόμη περισσότερο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την τάση για διάφορες μορφές περιφερειακής συνεργασίας που δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν με τις «κάθετες» διαιρέσεις που προτείνουν οι χώρες του G7. Αντιθέτως, εκεί μπορεί να ταιριάζει περισσότερο π.χ. ο τόνος που έδωσε πρόσφατα ο Σι Τζινπίνγκ μιλώντας στη σύνοδο της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας – Ειρηνικού (APEC) που υπογράμμισε τη δυνατότητα μια περιφερειακής συνεργασίας που λειτουργεί ως «μεγάλη οικογένεια» και ως μια κοινότητα με ένα κοινό μέλλον, μην παραλείποντας να υπογραμμίσει, με σαφήνεια στρεφόμενος κατά των οικονομικών μέτρων των ΗΠΑ σε βάρος των κινεζικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, ότι «κάθε προσπάθεια να διαταραχθούν ή και να αποδιαρθρωθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες που φτιάχτηκαν στη διάρκεια πολλών ετών στην περιοχή της Ινδίας και του Ειρηνικού απλώς θα οδηγήσει σε αδιέξοδο την οικονομική συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού».