Είναι προφανές ότι τα αντανακλαστικά στο τέλος λειτούργησαν και μάλιστα αποτρεπτικά για το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ δεχόταν επίθεση από τη Ρωσία, παραδοχή που εάν γινόταν θα ήγειρε αμέσως το ζήτημα εάν πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο πέντε της συνθήκης που ρητά αναφέρει ότι εάν μια χώρα-μέλος της συμμαχίας δεχθεί επίθεση, τότε μπορεί να υπάρξει συνολική απάντηση από όλη τη συμμαχία, κάτι που προφανώς στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ισοδυναμούσε με έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτό εξηγεί γιατί πολύ νωρίς από την αμερικανική πλευρά δόθηκε ο τόνος ότι δεν υπάρχου ενδείξεις για ρωσική πυραυλική επίθεση στην Πολωνία. Αντιθέτως, δόθηκε η πολύ πιο προφανής εξήγηση ότι επρόκειτο για συντρίμμια ενός πυραύλου της ουκρανικής αεράμυνας που είχε εξαπολυθεί για να αναχαιτίσει ρωσική πυραυλική επίθεση στο έδαφος της Ουκρανίας. Σύντομα αυτή την εξήγηση αποδέχτηκε και η ίδια η πολωνική πλευρά δια στόματος του προέδρου της χώρας Αντρέι Ντούντα.
Όμως την ίδια στιγμή το περιστατικό αυτό έδειξε τον πραγματικό κίνδυνο η σύγκρουση στην Ουκρανία να ξεφύγει από τα όρια μιας διμερούς σύγκρουσης όπου το ΝΑΤΟ συμμετέχει κυρίως μέσα από την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία και να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας γενικευμένης σύγκρουσης, με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Το μεγάλο κόστος της συνέχισης του πολέμου
Η σύγκρουση στην Ουκρανία είναι ένας πόλεμος με μεγάλο κόστος και σε ζωές και υλικές υποδομές που ως προς την ουκρανική πλευρά σε μεγάλο βαθμό έχει χρηματοδοτηθεί από τη Δύση. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις 3 Οκτωβρίου 2022 η συνολική βοήθεια στην Ουκρανία έφτασε τα 93,8, εκατομμύρια δολάρια εκ των οποίων τα 52,3 δολάρια ήρθαν από τις ΗΠΑ, τα 29,2 από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα 12,3 από άλλες χώρες και κυρίως τη Μεγάλη Βρετανία.
Η στρατιωτική βοήθεια έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του συσχετισμού στο ίδιο το πεδίο, ιδίως από τη στιγμή που ειδικά οι ΗΠΑ προσέφεραν συστοιχίες HIMARS και βαρύ πυροβολικό, αλλά και μη επανδρωμένα αεροσκάφη και αντιαρματικά, που επέτρεψαν στις ουκρανικές δυνάμεις να επιτυγχάνουν πλήγματα σε βάρος των ρωσικών δυνάμεων.
Επιπλέον, πέραν του εξοπλισμού σημαντικό ρόλο έχει παίξει η προσφορά στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις πληροφοριών που επέτρεψαν καλύτερο εντοπισμό στόχων, πληροφοριών που προέρχονταν τόσο από τους αμερικανικούς δορυφόρους όσο και από κατασκοπευτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Και βέβαια υπάρχει πάντα και η βοήθεια σε επίπεδο εκπαίδευσης των ουκρανικών ένοπλων δυνάμεων, αλλά και η συμμετοχή δυτικών αξιωματικών, κυρίως αμερικανών και βρετανών στο σχεδιασμό των ουκρανικών επιχειρήσεων, αλλά και πιθανότητα σε αρκετές από τις ουκρανικές επιχειρήσεις σαμποτάζ.
Όλα αυτά παραπέμπουν εν μέρει και σε έναν πόλεμο «δι’ αντιπροσώπων», καθώς χωρίς τη δυτική στήριξη δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα είχαν αντέξει οι ουκρανικές δυνάμεις.
Όμως, την ίδια στιγμή το ίδιο το μέγεθος της βοήθειας δείχνει ότι υπάρχουν και κάποια όρια στο πώς μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Γιατί μπορεί η βοήθεια αυτή να συνέβαλε στην ικανότητα της Ουκρανίας να μπορεί να έχει αποτελεσματικότερη άμυνα και από ένα σημείο και μετά και τη δυνατότητα πετυχημένων αντεπιθέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ανακατάληψης περιοχών υπό ρωσικό έλεγχο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι τόσο απλό να υπάρξει αυτό που φάνηκε να είναι η δυτική επιδίωξη, δηλαδή μια αποφασιστική ήττα της Ρωσίας.
Επιπλέον, η προσπάθεια να υπάρξει μια αποφασιστική ήττα της Ρωσίας (π.χ. με μια μεγάλη υποχώρηση από τον κύριο όγκο των περιοχών που κατέλαβε και τυπικά ενσωμάτωσε με τις μέχρι τώρα επιχειρήσεις) θα σήμαινε μια ακόμη μεγαλύτερη δυτική πολεμική εμπλοκή.
Μόνο που μεγαλύτερη και πιο παρατεταμένη εμπλοκή θα σήμαινε άλλα προβλήματα. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος και για δυσαρέσκεια για το μέγεθος του κόστους, αλλά και για το ενδεχόμενο μιας πιο άμεσης σύγκρουσης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.
Φαίνεται μάλιστα ότι ειδικά το τελευταίο ενδεχόμενο παραμένει ένα πραγματικό όριο, ιδίως για τις ΗΠΑ, παρότι η ουκρανική ηγεσία πρακτικά πιέζει σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο ασαφής ορίζοντας των διαπραγματεύσεων
Αυτό δίνει και το φόντο των διαπραγματεύσεων που ατύπως δείχνουν να έχουν ξεκινήσει.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ, ή τουλάχιστον ένα τμήμα του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου φαίνεται να επιδιώκουν να υπάρξει κάποιου είδους κατάπαυση του πυρός και διαπραγμάτευση για μια ειρηνευτική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία. Άλλες φωνές εξακολουθούν να επιμένουν στην προσπάθεια για να υποστεί μια μεγάλη ήττα η Ρωσία.
Βεβαίως στην προσπάθεια αυτή για διαπραγμάτευση υπάρχουν δυσκολίες. Καταρχάς, η ίδια η Ουκρανική πλευρά θέτει όρους και κάνει προτάσεις που παραπέμπουν πρακτικά στο να αποδειχτεί η ρωσική πλευρά μια συντριβή. Εν μέρει ανάλογη επιθυμία η ειρήνη να αποτυπώνει μια παραδοχή ήττας από τη Ρωσία υπάρχει και στη Δύση. Όμως, την ίδια στιγμή η Ρωσία δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αποδεχτεί να χάσει στο πεδίο των διαπραγματεύσεων όσα έχει κατοχυρώσει στο ίδιο το έδαφος των μαχών.
Από την άλλη, και η Ρωσία θα ήθελε διαπραγμάτευση. Ας μην ξεχνάμε ότι η «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» ονομάστηκε έτσι γιατί σε μεγάλο βαθμό ήταν και ένα είδος ένοπλης πίεσης για διαπραγμάτευση, με ορίζοντα μια συμφωνία που θα αντιμετώπιζε τις ανησυχίες ασφάλειας που έχει η Μόσχα. Δεν ήταν τυχαίο ότι απαντώντας στους ουκρανικούς όρους για ειρήνη, η ρωσική πλευρά θεώρησε απαράδεκτο το γεγονός το Κίεβο δεν συζητά μια λογική συμφωνίας «Μίνσκ 3» και ένδειξη ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί πραγματικά να διαπραγματευτεί. Άλλωστε, και για τη ρωσική πλευρά η σύγκρουση έχει ήδη διαρκέσει πολύ και παρά την ολοκλήρωση της μερικής επιστράτευσης και τη σταδιακή άφιξη ενισχύσεων στα μέτωπα της Ουκρανίας, υπάρχει επίγνωση των δυσκολιών και των προβλημάτων.
Αυτή η επίγνωση μαζί με το συμβολισμό ότι όντως μπορούν να υπάρξουν και υποχωρήσεις εάν χρειαστεί, εξηγεί και κινήσεις όπως η αποχώρηση από την πόλη της Χερσώνας, που βεβαίως έχει να κάνει και με την προσπάθεια να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες.
Και βέβαια όσο προχωράμε προς το χειμώνα, όπου οι συνθήκες εκ των πραγμάτων θα οδηγήσουν σε ένα σχετικό «πάγωμα» των συγκρούσεων, θα διαμορφώνονται και περισσότερο ευνοϊκοί όροι για αυτή τη διαπραγμάτευση.
Τα στρατηγικά διλήμματα
Ωστόσο τα διλήμματα παραμένουν. Μπορεί οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ να έδειξαν ότι δεν επιθυμούν σε αυτή τη φάση μια γενικευμένη και ανεξέλεγκτη σύγκρουση με τη Ρωσία, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θέλουν και μια διαπραγμάτευση που θα αφήσει τη Ρωσία με περισσότερα οφέλη από όσα είχε πριν τον πόλεμο, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ο στόχος για μια ήττα της Ρωσίας και ένα αντίστοιχο «μήνυμα» αποτροπής προς την Κίνα δεν θα έχει επιτευχθεί.
Ούτε, όμως, και μπορούν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία παρά μόνο με μια ενδεχόμενη ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή, που όμως θα περνούσε επικίνδυνα την «κόκκινη γραμμή» για την αποφυγή άμεσης αντιπαράθεσης του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, είναι αρκετά πιθανό οι τρέχοντες ελιγμοί των ρωσικών δυνάμεων να φέρουν ξανά μια ισορροπία στο μέτωπο, την ίδια ώρα που η Ρωσία διαρκώς υπενθυμίζει ότι χωρίς μια ειρηνευτική διαπραγμάτευση σταδιακά θα καταστρέψει πολύ μεγάλο μέρος της υποδομής της Ουκρανίας, σε μια προσπάθεια να υποχρεώσει έτσι την κυβέρνηση Ζελένσκι να αποδεχτεί τα τετελεσμένα. Πράγμα που σημαίνει δεν είναι και τόσο απλό για τις δυτικές κυβερνήσεις απλώς να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν, γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει ξανά σε έναν ιδιαίτερα δυσμενή συσχετισμό για την ουκρανική πλευρά.
Και αυτό εξηγεί γιατί ειδικά οι ΗΠΑ διατηρούν κάποιους διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία ανοιχτούς και συνεχίζουν αυτή την προσπάθεια διερεύνησης της δυνατότητας μιας πιο συνολικής διαπραγμάτευσης με τη ρωσική πλευρά, των όρων μιας πιθανής ειρηνευτικής διαδικασίας.