Από τότε που ο Λίντον Τζόνσον ήταν στον Λευκό Οίκο, τη δεκαετία του ‘60, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα στις ΗΠΑ έχανε στις ενδιάμεσες εκλογές κατά μέσο όρο 45 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων και πέντε στη Γερουσία.

Με τον πληθωρισμό σήμερα σε υψηλό 40ετίας, οι προβλέψεις για τους κυβερνώντες Δημοκρατικούς ήταν μοιραία ακόμη πιο δυσοίωνες.

Σε μια πολιτική ρελάνς ωστόσο, με την ενεργοποίηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών του μέσου Αμερικανού, κατάφεραν αφενός να περιορίσουν θεαματικά τις απώλειες στη Βουλή -όπου η πλειοψηφία αναμένεται να είναι οριακά ρεπουμπλικανική- αφετέρου να κερδίσουν το «στοίχημα» της διατήρησης του ελέγχου της Γερουσίας

Έχουν ήδη 50 έδρες γερουσιαστών έναντι 49 που εξασφάλισαν οι Ρεπουμπλικανοί, σε σύνολο 100 στο ομοσπονδιακό νομοθετικό σώμα, το οποίο θα ορκιστεί υπό τη νέα σύνθεσή του στις αρχές του προσεχούς Ιανουαρίου.

Έως τότε θεωρείται ως το πλέον πιθανό σενάριο οι Δημοκρατικοί να έχουν ενισχύσει περαιτέρω τη θέση τους, εξασφαλίζοντας την έδρα που εκκρεμεί στην Τζόρτζια. Η τύχη της τελικά θα κριθεί στις επαναληπτικές εκλογές στη νοτιοανατολική πολιτεία, στις 6 Δεκεμβρίου.

Με το «μαχαίρι», χωρίς το «πεπόνι»;

Εφόσον την κερδίσουν, οι Δημοκρατικοί θα φτάσουν τις 51 έδρες. Πρόκειται για ένα περιθώριο ασφαλείας που δεν διαθέτουν καν σήμερα έναντι και των δύο… συνήθων εσωκομματικών «ανταρτών»: των Δημοκρατικών γερουσιαστών Τζο Μάντσιν και Κίρστεν Σίνεμα, που έχουν στο πρόσφατο παρελθόν «τορπιλίσει» νομοσχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν, συντασσόμενοι ευκαιριακά με τους Ρεπουμπλικανούς.

Ακόμη πάντως και στην περίπτωση που ο Δημοκρατικός γερουσιαστής και πάστορας Ράφαελ Γουόρνοκ δεν καταφέρει να επανεκλεγεί στη Τζόρτζια, χάνοντας την έδρα του στη Γερουσία από τον τραμπικό και εξαιρετικά αμφιλεγόμενο πρώην παίκτη του αμερικανικού ποδοσφαίρου Χέρσελ Γουόκερ, οι Δημοκρατικοί θα είναι στη Γερουσία τουλάχιστον, σε σχέση με το σήμερα, «ίσα βάρκα, ίσα νερά».

Ήτοι με το σώμα διχασμένο 50-50, όπου το αποτέλεσμα σε ενδεχόμενο ισοψηφίας θα κρίνει με την ψήφος της η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πολύ περισσότερα από μια μεγάλη πολιτική ανατροπή για τα δεδομένα των ενδιάμεσων εκλογών από τους Δημοκρατικούς και μια προσωπική νίκη για τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος έριξε προεκλογικά το ειδικό βάρος του στην ανάγκη διασφάλισης του δημοκρατικού πολιτεύματος των ΗΠΑ, με την καταψήφιση των τραμπικών υποψηφίων.

νίκ

Σώζοντας μέρος της κυβερνητικής ατζέντας

Με τον έλεγχο της Γερουσίας οι Δημοκρατικοί μπορούν πλέον να βάλουν «φρένο» σε πολλά από τα σχέδια των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι τώρα να ελπίζουν μόνο σε μια ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Έτσι, το κόμμα του Τζο Μπάιντεν θα είναι σε θέση να μπλοκάρει νομοθετικές πρωτοβουλίες των πολιτικών αντιπάλων του στη Βουλή, χωρίς ο πρόεδρος να αναγκάζεται να καταφεύγει συνεχώς στην άσκηση βέτο.

Προεκλογικά, όταν ακόμη «πόνταραν» στο «κόκκινο κύμα», οι Ρεπουμπλικανοί υπόσχονταν για παράδειγμα να ανατρέψουν μια σειρά κυβερνητικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Υπόσχονταν επίσης να κάνουν μόνιμη μια δέσμη φορολογικών περικοπών που υιοθετήθηκε επί προεδρίας Τραμπ, το 2017, και η οποία πρόκειται να λήξει.

Οι Δημοκρατικοί διατηρούν αντίθετα το πλεονέκτημα στην ψήφιση ενός περιορισμένου αριθμού νομοσχεδίων, για τα οποία απαιτείται απλή πλειοψηφία.

Επιπλέον, διατηρούν τον έλεγχο των επιμέρους επιτροπών της Γερουσίας, συμπεριλαμβανόμενης της κρίσιμης για τη χώρα μας Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων, της οποίας προεδρεύει ο -φίλα διακείμενος στη χώρα μας έναντι του αναθεωρητισμού της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν- γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη κομματικής συναίνεσης παραμένει.

Ακόμη και στο υποθετικό σενάριο όπου οι Δημοκρατικοί θα διατηρούσαν τον έλεγχο και της Βουλής των Αντιπροσώπων, τους λείπουν οι 60 ψήφοι που απαιτούνται στη Γερουσία για την έγκριση μεγάλων νομοθετικών αλλαγών.

Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει και η θέσπιση ομοσπονδιακού νόμου για την προστασία του δικαιώματος των αμβλώσεων, ως αντίβαρο στην πρόσφατη σκοταδιστική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.

Η άρνηση των Ρεπουμπλικανών στην ψήφιση σχετικού μέτρου από το Κογκρέσο θεωρείται a priori δεδομένη.

Ο παράγοντας της Δικαιοσύνης

Μια σημαντική πτυχή της διατήρησης του ελέγχου της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς άπτεται παρ’ όλα αυτά του τομέα της Δικαιοσύνης.

Κατά πρώτον, γιατί μέσω αυτής διατηρούν και τη δυνατότητα έγκρισης δικαστών της επιλογής του προέδρου.

Αυτό θα αποδειχθεί εξαιρετικά κρίσιμο στο υποθετικό σενάριο που μέσα στο δεύτερο μισό της προεδρικής θητείας Μπάιντεν «χηρέψει» μια έδρα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Ως γνωστόν -και όπως έχει φανεί μέσα από διάφορες πρόσφατες αποφάσεις του, με πλέον επίμαχη αυτή για τις αμβλώσεις- το 9μελές σώμα ελέγχεται στη σημερινή του σύνθεση από τους συντηρητικούς, με πλειοψηφία 6 έναντι 3 προοδευτικών.

Τρεις εκ των πρώτων διορίστηκαν επί προεδρίας Τραμπ. Η ισορροπίες αυτές δεν αναμένεται πάντως να αλλάξουν κατά το  υπόλοιπο της θητείας Μπάιντεν, εκτός μεγάλου απροόπτου.

Αυτό που δρομολογείται ωστόσο μέσα στην επόμενη διετία είναι ο διορισμός περισσότερων ομοσπονδιακών και περιφερειακών δικαστών στις ΗΠΑ.

Στον «αέρα» βρίσκονται στον αντίποδα οι εξαγγελίες των Ρεπουμπλικανών για κοινοβουλευτικές έρευνες κατά των Δημοκρατικών, βάζοντας στο «στόχαστρο» και τις επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του Μπάιντεν, Χάντερ, στην Ουκρανία και στην Κίνα, καθώς και τον πιθανό ρόλο σε αυτές του ίδιου Αμερικανού προέδρου.

Σίγουρο θεωρείται σε κάθε περίπτωση το «ναυάγιο» των αρχικών  σχεδίων τους -και δη των τραμπικών, ως αντίποινα- ακόμη και για παραπομπή του Τζο Μπάιντεν σε δίκη στη Γερουσία με το ερώτημα της καθαίρεσης.

Προοπτική που θεωρείται πλέον εξ ορισμού αδύνατη, δεδομένου ότι για την έγκριση του μέτρου απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία.

Με όλα αυτά στο φόντο, το πλέον επίκαιρο ερώτημα παραμένει αυτό που έθεσε ρητορικά και ουσιωδώς ο ίδιος ο Μπάιντεν προς τους Ρεπουμπλικανούς, μετά τη νίκη των Δημοκρατικών στη Γερουσία.

«Πιστεύω ότι θα πρέπει να αποφασίσουν ποιοι είναι», τόνισε, σε μια ευθεία βολή για την αυξημένη επιρροή που συνεχίζει να διατηρεί μέχρι και σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ στο κόμμα.