Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, υπέγραψε νόμο για την επιστράτευση πολιτών με τελεσίδικες ή εκκρεμείς καταδίκες για φόνο, ληστεία, κλοπή, διακίνηση ναρκωτικών και άλλα διακεκριμένα εγκλήματα βάσει του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι οποίοι δύναται να κληθούν σε στρατιωτική θητεία για τον πόλεμο στην Ουκρανία, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο CNN.
Αυτό καθιστά δυνατή την επιστράτευση εκατοντάδων χιλιάδων, που είτε έχουν καταδικαστεί με αναστολή, ή έχουν πρόσφατα αποφυλακιστεί και στους οποίους προηγουμένως απαγορευόταν η στρατιωτική θητεία.
Η μόνη ομάδα εγκληματιών που εξαιρείται από το διάταγμα είναι όσοι διέπραξαν σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων, προδοσία, κατασκοπεία ή τρομοκρατία.
Εξαιρούνται επίσης όσοι έχουν καταδικαστεί για απόπειρα δολοφονίας κυβερνητικού αξιωματούχου, αεροπειρατεία, εξτρεμιστική δραστηριότητα και παράνομο χειρισμό πυρηνικών υλικών και ραδιενεργών ουσιών.
«Θα επιστρατεύσει κρατούμενους που καταδικάστηκαν ή αποφυλακίστηκαν»
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε την Παρασκευή ότι το Κρεμλίνο έχει ήδη επιστρατεύσει επιπλέον 18.000 στρατιώτες, πέραν του στόχου των 300.000, για να πολεμήσουν στην Ουκρανία, από τον γενικό ανδρικό πληθυσμό της Ρωσίας.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι όλες οι δραστηριότητες μερικής επιστράτευσης είχαν ανασταλεί, αφού οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ο στόχος για τη στρατολόγηση 300.000 εφέδρων είχε επιτευχθεί.
Ωστόσο, η εντολή του Πούτιν για μερική επιστράτευση θα λήξει μόνο όταν ο Ρώσος πρόεδρος υπογράψει το αντίστοιχο επίσημο διάταγμα – συνεπώς, μέχρι τότε, διατηρεί το δικαίωμα να στρατολογεί πολίτες.
Ο επικεφαλής των διαβόητων ρωσικών δυνάμεων Wagner, Γεβγκένι Πριγκόζιν, φαίνεται ότι κάλεσε κρατούμενους από τις ρωσικές φυλακές να ενταχθούν στην ομάδα μισθοφόρων, για να πολεμήσουν στην Ουκρανία, γράφει το CNN.
Οι τροπολογίες που υπέγραψε ο Πούτιν, όμως, δεν σχετίζονται με αυτές τις υποτιθέμενες στρατολογήσεις.
Αντίθετα, ο νόμος εφαρμόζεται σε κρατούμενους που καταδικάστηκαν υπό όρους ή αποφυλακίστηκαν. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει συνήθως να παραμείνουν υπό την εποπτεία των αρχών για οκτώ έως δέκα χρόνια, μέχρι να ακυρωθεί η καταδίκη τους. Δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους και πρέπει να συμμορφώνονται με διάφορους περιορισμούς.