Διότι πριν πολιτογραφηθεί ως χάπενινγκ στα διάφορα κλαμπ, είχε ήδη καθιερωθεί ως «εορτή» στη Βουλή. Το trick or treat (φάρσα ή κέρασμα) που ζητάνε τα παιδάκια με την τρύπια κολοκύθα από τους έντρομους μέγαλους πόρτα-πόρτα, το ζητούν εκβιάζοντας και οι βουλευτές, αποσκοπώντας περισσότερο στο να μας τρομάξουν παρά στο να κεραστούν.
Ο «Δημητράκης» της Ευγενίας Βάγια, είναι το παιδί που χτυπάει την πόρτα για να μας τρομoκρατήσει με το θάνατο που κουβαλάει μέσα του. Το ίδιο δεν κάνει και ο Πάτσης εκβιάζοντας τους «μεγάλους», όταν επιμένει να κρατήσει την έδρα;
«Ήταν μικρότερος, με κατσαρά μαλλιά και νέγρικα χείλη και τον είχα όλο το καλοκαίρι στο κυνήγι, χωρίς επιτυχία. Κάτι πήγαινε στραβά, μια ανεξιχνίαστη αμφιταλάντευση στη συμπεριφορά του, η ίδια που μ’ έκανε να τον συμπαθώ, με έκανε και να συγκρατώ τα βέλη μου. Τον είχα πιάσει και τον είχα αφήσει να φύγει, χωρίς ούτε μια δαγκωματιά.
Η ορμόνη του θανάτου κλόνιζε τους μίσχους και ο αέρας τα τράβαγε τα φύλλα, να ξεκολλήσουν. Μέσα σε ένα απόγευμα είχε αλλάξει η εποχή. Στεκόταν έξω απ’ την πόρτα μου ανάστατος και, με το χαρακτηριστικό του δείλιασμα – τα χέρια κολλημένα στο σώμα, τα δάχτυλα να παίζουν νευρικά πάνω στους μηρούς – μου ανακοίνωσε ότι είχε μόλις χάσει τη γιαγιά του και δεν είχε πού να πάει, οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, δεν χώραγε στις καινούργιες ζωές τους, ανεπιθύμητος και λόγω της ιδιαιτερότητάς του, επαίτης μιας αγάπης που δεν ερχόταν ποτέ άνευ όρων. Δεν ήξερα πώς να βοηθήσω. Δεν είχα τίποτα να τον κεράσω, ούτε έναν γλυκό λόγο για να εξορκίσω τον τρόμο που φύτεψε και στην δική μου καρδιά.
Τους επόμενους μήνες τον σκεφτόμουν συχνά, όχι χωρίς ενοχή, όμως η εφηβεία είναι η ηλικία που δοκιμάζει τις αρχές σου, κάνεις (ή δεν κάνεις) πράγματα που δεν είναι του χαρακτήρα σου. Όταν ξανάρθε την άνοιξη, μου είπε ότι ήταν για πρώτη φορά στη ζωή του τόσο ευτυχισμένος, ότι βρήκε επιτέλους κάποιον να τον αγαπά και ότι έκαναν έρωτα ξεπερνώντας όλα τα ταμπού, εξερευνώντας τον κόσμο των σπλάχνων τους όλο και πιο ανενδοίαστα. Ανησύχησα κι άλλο. Όχι εξαιτίας των περιγραφών που ομολογουμένως με σόκαραν, όσο για κείνη την χαρούμενη έως εσχάτων απόγνωση που έκανε μπαμ μέσα απ’ την παθιασμένη αφήγησή του. Σαν ένα αστέρι που όσο πλησιάζει γίνεται βράχος και σε πλακώνει…
Ο Δημητράκης πέθανε από aids ένα ή δυο χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το βράδυ που μου το σφύριξαν στο ουζερί, ανάμεσα σε κουτσομπολιά για φίλους από τα παλιά, παρηγορήθηκα με ένα τυφλό και φρενιασμένο σεξ – τίποτα άλλο δεν θα ισοφάριζε το πένθος μου, τίποτα άλλο δεν θα με έβγαζε από την επικράτεια του θανάτου τόσο θριαμβευτικά, όσο αυτό το «άντε γαμήσου» στον μετεωρίτη που με σημαδεύει από την ώρα που γεννήθηκα.»