Σε μια διαδικασία ουσιαστικά προαποφασισμένη και σε μεγάλο βαθμό «χορογραφημένη» όπως είναι το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, οι συμβολισμοί κάποιες αποκτούν ξεχωριστή σημασία.
Αυτό εξηγεί γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο Σι Τζινπίνγκ παρουσιάζοντας την έκθεσή του προς το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, τις δύο παραγράφους του γραπτού κειμένου για την δυνατότητα να επιλυθεί ειρηνικά το θέμα με την Ταϊβάν, που σημειωτέον αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα επισήμως για την ηγεσία της Κίνας, τις «συμπύκνωσε» σε μια φράση, ενώ τόνισε περισσότερο το ενδεχόμενο αυτό να επιβληθεί δια της βίας.
Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς να εκτιμήσουν ότι η Κίνα προλειαίνει το έδαφος για την άμεση ανάληψη στρατιωτικής δράσης, πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Άλλωστε, έκανε και επίδειξη δύναμης ως απάντηση στην επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ταϊβάν.
Ανησυχία για τη στάση της Δύσης
Είναι αλήθεια ότι από η Κίνα βλέπει διάφορες κινήσεις της Δύσης να παραπέμπουν στο ότ δεν άφηνε μια διαδικασία επανένωσης. Το θέμα της επανένωσης παραμένει κεντρική προτεραιότητα για την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς εντάσσεται στην βασική πλευρά της πολιτικής του που είναι η πατριωτική γραμμή της ενοποίησης όλης της Κίνας. Πέραν, όμως του συμβολισμού να επιτευχθεί πλήρως το πατριωτικό καθήκον, έχει τεράστια σημασία για την Κίνα να ενσωματώσει , έστω και με το σύστημα του Χονγκ Κονγκ, τη γραμμή δηλαδή «μία χώρα δύο συστήματα», μια ιδιαίτερα δυναμική και τεχνολογικά εξελιγμένη περιοχή, με την οποία άλλωστε η ηπειρωτική Κίνα έχει μεγάλες συναλλαγές και την οποία οι ΗΠΑ προσπαθούν να κάνουν να μην εξάγει προϊόντα υψηλής τεχνολογίας προς την Κίνα, ιδίως μικροτσίπ τελευταίας γενιάς.
Από την άλλη μεριά, παρότι δεν έχει αλλάξει η επίσημη γραμμή των ΗΠΑ, όπως διαμορφώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1970 και την οποία ουσιαστικά παραβίασε η Πελόζι, εντούτοις είναι σαφές ότι θα έβλεπαν με ιδιαίτερα καλό μάτι το ενδεχόμενο η επανένωση να μην προχωρήσει. Αντίστοιχα, θα έβλεπαν τυχόν προσπάθεια για «βίαιη» επανένωση ως ακριβώς το πρόσχημα για να επιβληθούν ισχυρές κυρώσεις και να υπάρξει μια προσπάθεια απομόνωσης αντίστοιχης με αυτή της Ρωσία. Για να μην αναφερθούμε σε εκτιμήσεις ότι μια τέτοια πολεμική εμπλοκή, στο βαθμό που θα υπήρχε ισχυρή ταϊβανέζικη αντίσταση – οι ένοπλες δυνάμεις της Ταϊβάν είναι καλά εξοπλισμένες – θα μπορούσε να είναι ο δρόμος για μια πολιτική αιμορραγία της κινεζικής ηγεσίας.
Τα κινεζικά διλήμματα
Για την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας το ζήτημα της Ταϊβάν έχει πάντα το χαρακτήρα ενός καθήκοντος που πρέπει να εκπληρωθεί. Είναι πολύ δύσκολο για αυτό το κόμμα, με τον τρόπο που έχει επιδιώξει να κατοχυρωθεί και να νομιμοποιηθεί μέσα στην κινεζική κοινωνία να απεμπολήσει έναν τέτοιο «εθνικό στόχο».
Η προτιμητέα στρατηγική παραμένει η ειρηνική ενοποίηση. Δηλαδή, μια κυβέρνηση της Ταϊβάν να συναινέσει στην ενσωμάτωση στην Κίνα, με βάση την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» και με όρους ανάλογους με αυτούς που εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του Χονγκ Κόνγκ.
Και είναι γεγονός ότι ιστορικά σε ένα τμήμα του πληθυσμού της Ταϊβάν, αυτό το αίτημα της επανένωσης είχε πραγματική απήχηση. Όμως, την ίδια στιγμή έχουν ήδη περάσει 73 χρόνια από όταν οι οπαδοί του ηττημένου στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο εθνικιστικού κόμματος Κουομιτάνγκ πέρασαν στην Ταϊβάν, μαζί με τον επικεφαλής τους και αντίπαλο του Μάο στον εμφύλιο Τσανκ Κάι Σεκ.
Στις νεώτερες γενιές δεν έχει την ίδια απήχηση ή φόρτιση το αίτημα της επανένωσης με την ηπειρωτική Κίνα, ούτε αντιμετωπίζεται ως αναγκαία εθνική ολοκλήρωση. Αντιθέτως, αρχίζουν και αναδύονται και στοιχεία μιας αυτοτελούς «ταϊβανέζικης» ταυτότητας, παρότι προφανώς η εθνική ιδεολογία της Ταϊβάν περιλαμβάνει το σύνολο της κινεζικής ιστορίας και του αντίστοιχου πολιτισμού.
Επιπλέον, οι εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ έχουν κάνει για ορισμένους την προοπτική επανένωσης λιγότερο θελκτική. Η αναίρεση αρκετών από των διακριτών θεσμικών χαρακτηριστικών που είχαν διατηρηθεί και η πολύ μεγαλύτερη καταστολή σε αντιδιαστολή με την αρχική μεγαλύτερη ανοιχτή στην πολιτική πολυφωνία, κάνει αρκετούς στην Ταϊβάν να είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί απέναντι στο να έχουν ανάλογη μοίρα.
Οι κίνδυνοι μιας πολεμικής αντιμετώπισης
Την ίδια στιγμή προφανώς και το Πεκίνο δεν αγνοεί τους κινδύνους από μια πολεμική επιχείρηση. Το κόστος και διάρκεια της επιχείρησης θα επιτείνει ενδεχόμενους κινδύνους να επιβληθούν ισχυρές κυρώσεις και προσπάθειες αποκλεισμού της Κίνας από διεθνείς αγορές.
Όμως, δεν μπορεί και από την άλλη να αφήσει το χρόνο να κυλάει και η αναμέτρηση να αναβάλλεται διαρκώς.
Με αυτή την έννοια όντως ο νέος πενταετής πολιτικός κύκλος της Κίνα, που μόλις ξεκίνησε και θα ολοκληρωθεί με το 21ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας το 2027, θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος και ορίζει ένα πλαίσιο στο οποίο η κινεζική ηγεσία θα ήθελε να έχει επιλυθεί και αυτό το εθνικό ζήτημα. Και σε αντίθεση με αμερικανικές δηλώσεις περί επικείμενης πολεμικής επιχείρησης, ακόμη και μέσα στο 2023, πιο λογική φαντάζει η εκτίμηση ότι η Κίνα θα περιμένει τουλάχιστον να γίνουν οι εκλογές της Ταϊβάν το 2024 για να σταθμίσει και την κατάσταση πνευμάτων. Σε όλα αυτά προφανώς και προστίθεται και το πιο γενικό ερώτημα που αφορά το εάν η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας θα εκτιμήσει κάποια στιγμή ότι έχουμε μπει σε μια εποχή πιο ταραγμένη, που θα απαιτεί και ανάλογη αναπροσαρμογή της πολιτικής της.