Πολλές φορές κάνουμε την ιστορία απλώς «σύμβολο».
Ακόμη χειρότερα απλό «αφήγημα» και μάλιστα προσαρμοζόμενο στις ανάγκες του εκάστοτε παρόντος.
Ή το αφήνουμε να καταντήσει απλώς μια τελετουργία ή μια ακόμη αργία, που εάν φτιάχνει «τριήμερο», ακόμη καλύτερα.
Και ξεχνάμε την ιστορία την πραγματική.
Αυτό γίνεται πολύ πιο έντονο, όταν έχουν περάσει αρκετά χρόνια από όταν κάτι συνέβη και δεν ζουν πια οι άνθρωποι που ήταν η ζωντανή μνήμη.
Όσοι είμαστε από μια ηλικία και πάνω προλάβαμε για αρκετό καιρό εκείνους που έζησαν την Κατοχή και την Αντίσταση. Ακούσαμε τις ιστορίες τους στα οικογενειακά τραπέζια, στις παρέες ή στα καφενεία. Καταλάβαμε ότι η ιστορία δεν είναι απλώς εικόνες σε φιλμ επικαίρων αλλά και ζωντανά βιώματα.
Και εάν μας τράβαγε κάτι σε εκείνη την ιστορία, δεν ήταν μόνο ότι ένα μέρος της για μεγάλο διάστημα δεν περιλαμβανόταν στην επίσημη αφήγηση – μέχρι την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982. Ούτε προφανώς ήταν οι τυποποιημένοι λόγοι στις δοξολογίες και τις σχολικές γιορτές.
Ήταν ότι καταλαβαίναμε ότι σε εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι πολύ μεγάλο.
Ας σκεφτούμε λίγο τι είναι η Ελλάδα του 1940.
Μια χώρα βαθιά τραυματισμένη από μια εθνική τραγωδία, τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είχε συμβεί μόλις 18 χρόνια πριν, με μεγάλο μέρος των προσφύγων να ζουν ακόμη σε δύσκολες συνθήκες.
Μια χώρα που είχε περάσει μεγάλους και οδυνηρούς Εθνικούς Διχασμούς, πραξικοπήματα και μεγάλες συγκρούσεις.
Μια χώρα στην οποία τέσσερα χρόνια πριν είχε επιβληθεί η δικτατορία του Μεταξά, μια προσπάθεια, για να μην ξεχνάμε, να διαμορφωθεί φασιστικό καθεστώς, προσπάθεια λαομίσητη.
Μια χώρα με πλήθος πολιτικούς κρατούμενους, με βασανιστήρια, με απουσία στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Μια χώρα με μεγάλες ανισότητες σε όλα τα επίπεδα.
Και όμως όταν ήρθε η ώρα αυτή η χώρα, αυτή η ταλαιπωρημένη κοινωνία, με τα βαθιά αδικημένα λαϊκά στρώματα, ιδίως τα προσφυγικά, δεν ταλαντεύτηκε ως προς το τι θα έπρεπε να κάνει.
Θα έπαιρνε τα όπλα και θα έδιωχνε τον κατακτητή χωρίς δεύτερη συζήτηση.
Το κατάλαβε ο κόσμος στους δρόμους, το διαισθάνθηκαν ακόμη και φυλακισμένοι από τη δικτατορία Μεταξά πολιτικοί, όπως ο ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης που έγραψε το περίφημο γράμμα, βάζοντας σε λίγες γραμμές, αυτό που πραγματικά ήταν το επίδικο σε εκείνη την ιστορική στιγμή: «Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. […] Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.»
Γι’ αυτό και οι εικόνες των χαρούμενων ανθρώπων εκείνο το πρωινό δεν ήταν ούτε συλλογική παράκρουση, ούτε προπαγανδιστικό τρικ. Πραγματική διάθεση αντίστασης και αγώνα ήταν. Πραγματική αξιοπρέπεια.
Φάνηκε αυτό στα βουνά της Αλβανίας, φάνηκε και μετά, μέσα σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες στην Αντίσταση.
Και πάλι δεν ταλαντεύτηκαν και όταν έβλεπαν τις μαζικές εκτελέσεις και τα καμένα χωριά.
Τα γράφω αυτά γιατί χρειάζεται να ξαναβρούμε αυτό το νήμα της αντίστασης, της ενότητας και της αξιοπρέπειας.
Σε μια εποχή σίγουρα πολύ διαφορετική, αλλά με μεγάλες προκλήσεις.
Γιατί όσο και εάν τείνουμε ολοένα και περισσότερο να «αναθέτουμε» σε άλλους, τη λύση των προβλημάτων, στους «ειδικούς», στην επιστήμη, στις «αγορές», στους εκάστοτε κυβερνώντες, κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που πρέπει και εμείς να διαλέξουμε εάν θα είμαστε μέρος του προβλήματος ή μέρος της λύσης του.
Εάν θα αντισταθούμε ή εάν αποδεχτούμε μοιρολατρικά αυτό που είναι να έρθει.
Εάν θα συσπειρωθούμε ή εάν θα παραμείνουμε κατακερματισμένοι, εξατομικευμένοι και κλεισμένοι στις ιδιωτικές «φούσκες μας».
Εάν θα δράσουμε και θα δημιουργήσουμε ή εάν απλώς θα (νομίζουμε ότι) κάνουμε τη δουλειά μας.
Η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη, η κοινωνική πρόοδος, η αξιοπρέπεια, η απαλλαγή από τη βαναυσότητα, η διαμόρφωση ενός κόσμου καλύτερου για εμάς και τα παιδιά μας, δεν είναι κάτι που θα έρθει απλώς επειδή κάποιοι άλλοι θα το κάνουν. Ούτε αρκεί να διαλέξουμε ποιοι θα είναι αυτοί.
Από τη δική μας στάση, καθημερινά και σε όλα τα επίπεδα θα εξαρτηθεί.
Από το εάν θα ξαναπιάσουμε το νήμα της αντίστασης.
Και ας μην υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα καταφέρουμε. Και ας βαδίζουμε ώρες ώρες στα σκοτεινά, για να θυμηθούμε και τον ποιητή.
«Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.»
(Γιώργος Σεφέρης, Ο τελευταίος σταθμός)