Η πολιτική γεωγραφία των μεγάλων γεωπολιτικών διαιρέσεων μικρό βαθμό είχε εξαρχής με τα… σημεία του ορίζοντα. Το ΝΑΤΟ υποτίθεται ότι αφορούσε τις χώρες με ενδιαφέρον στον Βόρειο Ατλαντικό, δηλαδή τις χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης και τις χώρες της Βόρειας Αμερικής, αλλά είχε ιδιαίτερα έντονη παρουσία και στη Μεσόγειο. Από τη δεκαετία του 1980 συνειδητά ακτιβιστές μιλούσαν για Παγκόσμιο Βορρά και Παγκόσμιο Νότο, παρότι επρόκειτο για κοινωνικούς και οικονομικούς προσδιορισμούς και σε κανένα βαθμό «γεωγραφικούς».
Ακόμη πιο σύνθετη είναι η ιστορία της έννοιας της Δύσης, εάν αναλογιστούμε ότι οι αφετηρίες της είναι στην αποικιοκρατία, αλλά και στο πώς η Ευρώπη έβλεπε οτιδήποτε ανατολικότερα ήδη από τον 19ο αιώνα, για να αποκτήσει διαφορετικό «γεωγραφικό προσδιορισμό» με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας αντιμετωπίζονταν ως «Ανατολή», ή «Ανατολική Ευρώπη», ακόμη και όταν στην πραγματικότητα ήταν μάλλον δυτικότερα της Βιέννης…
Για ένα διάστημα, αυτό της «μονοπολικής» στιγμής μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, φάνηκε ότι ο κόσμος ενοποιείτο, πλην φυσικά των «κρατών-παριών» που βρέθηκαν στο στόχαστρο των μεγάλων «αυτοκρατορικών» επεμβάσεων των αρχών του αιώνα. Ήταν μια περίοδος όπου η «παγκοσμιοποίηση» υποσχόταν ένα μέλλον όπου στο τέλος όλοι θα γινόμασταν «Δύση». Και φαινομενικά τα πράγματα έτειναν προς τα εκεί: στη Ρωσία ήταν σε εξέλιξη μια από τις μεγαλύτερες διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και η Κίνα ήταν το μεγάλο εργοστάσιο συναρμολόγησης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ο ΠΟΕ φάνταζε να γίνεται σημείο αναφοράς πιο σημαντικό από τον ΟΗΕ. Ακόμη και στο Χόλυγουντ οι «γεωπολιτικοί» κακοί ήταν πια οι «τρομοκράτες» ή οι «σκληροπυρηνικοί νοσταλγοί του παρελθόντος» στη Μόσχα.
Ο επαναπροσδιορισμός της «Παγκόσμιας Δύσης»
Όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στη δεκαετία του 2010, με συμβολική στιγμή τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας για την Κριμαία. Άλλωστε, πλέον έχει γίνει σαφές γιατί η Ουκρανική κρίση του 2014 ήταν στην πραγματικότητα απλώς η πρώτη πράξη μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης.
Το επόμενο βήμα θα ήταν η σταδιακή κλιμάκωση μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό και την Κίνα, γύρω από επενδύσεις. Την πρωτοβουλία θα την έχουν οι ΗΠΑ που θα υποστηρίξουν ότι έπρεπε να αποκλειστούν κινεζικές εταιρείες από κρίσιμες υποδομές για «λόγους ασφαλείας», κάτι που θα συνεχιστεί με τον εμπορικό πόλεμο της προεδρίας Τραμπ αλλά και μια συνεχώς διευρυνόμενη προσπάθεια να περιοριστεί η πρόσβαση της Κίνας σε υψηλή τεχνολογίας, κυρίως σε ό,τι αφορά την παραγωγή μικροτσίπ τελευταίας γενιάς.
Αυτό θα συνδυαστεί με τη ρητή ανάδειξη της Ρωσίας σε απειλή και της Κίνας σε πρόκληση σε επίπεδο αμερικανικής στρατηγικής, με αποκορύφωμα την τελευταία διατύπωση της αμερικανικής Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας που ορίζει την Κίνα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση.
Η άρθρωση της νέας διαχωριστικής γραμμής θα μετατοπιστεί και πλέον θα είναι τα «αυταρχικά κράτη» απέναντι στα οποία τοποθετείται η Δύση.
Στην «επιθυμητή» ιδίως για τις ΗΠΑ εκδοχή αυτής της στρατηγικής με τη Δύση θα συμπαρατάσσονταν όλες οι χώρες εκτός από αυτές που παραμένουν στενά συνδεδεμένες με τα «αυταρχικά κράτη». Αυτό εξηγεί π.χ. την προσπάθεια προσεταιρισμού της Ινδίας για παράδειγμα.
Ρωσία και Κίνα τοποθετούνται απέναντι στην «Παγκόσμια Δύση»
Την ίδια στιγμή, όμως, τη ρητορική ότι υπάρχει μια οντότητα που αποτελεί τη «Δύση» υιοθετούν και η Κίνα και η Ρωσία. Αυτό είναι πολύ πιο έντονο στις δημόσιες «προγραμματικές» τοποθετήσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν που αναφέρεται στην εχθρότητα της Δύσης απέναντι σε οτιδήποτε το ρωσικό. Φάνηκε, όμως, και στον τρόπο που ο Σι Τζινπίγκ προειδοποιεί για μια δύσκολη περίοδο που έρχεται ειδικά σε σχέση με τη στάση της Δύσης απέναντι στην Κίνα.
Στην περίπτωση της Ρωσίας η ρήξη είναι πολύ πιο άμεση: οι ΗΠΑ, η ΕΕ και οι χώρες-μελη του ΝΑΤΟ υποστηρίζουν ανοιχτά την Ουκρανία προσφέροντας άφθονο πολεμικό εξοπλισμό στην κυβέρνηση Ζελένσκι, έχουν προχωρήσει σε ακόμη πιο σκληρές κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία, ουσιαστικά σε έναν ορίζοντα διακοπής των περισσότερων οικονομικών σχέσεων, και μεθοδεύουν και τον αποκλεισμό της Ρωσίας από τις δυτικές οικονομικές συναλλαγές.
Επόμενο είναι και για λόγους εσωτερικής συνοχής, εν μέσω πολέμου, κιόλας η Ρωσία να επενδύει και αυτή με τη σειρά της ιδεολογία στο ότι σήμερα έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα μιας Δύσης που είναι ταυτόχρονα αποικιοκρατική, «μισεί τη Ρωσία», και θέλει να επιβάλει τα δικά της ήθη.
Η αντίστοιχη κινεζική ρητορική είναι πιο προσεκτική αλλά ήταν εμφανές ότι και το Πεκίνο προετοιμάζεται για μια περίοδο πιο οξυμμένης αντιπαράθεσης με τη Δύση, εξ ου και η έμφαση στην προσπάθεια να είναι η Κίνα τεχνολογικά αυτάρκης, ώστε να μην κινδυνεύει από κυρώσεις και βέβαια η προσπάθεια για αναβάθμιση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού ώστε να αποκτήσει η Κίνα χαρακτηριστικά «υπερδύναμης».
Τα όρια μιας Δύσης που ταυτίζεται με τον πλούσιο Παγκόσμιο Βορρά
Ωστόσο υπάρχουν όρια σε αυτή την κίνηση, ιδίως από τη μεριά της Δύσης.
Καταρχάς, εάν θεωρήσουμε ότι σήμερα «Δύση» είναι οι χώρες που έχουν επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, τότε έχουμε ένα αρκετά περιορισμένο σύνολο που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ (πλην της Τουρκίας), τις χώρες της ΕΕ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει το Ισραήλ, αλλά ακόμη είναι προσεκτικό στον βαθμό ρήξης με τη Ρωσία.
Άλλες χώρες που ιδίως οι ΗΠΑ παραδοσιακά θέλησαν να εντάξουν στις επιλογές της Δύσης και αποτελούν συμμάχους των ΗΠΑ έχουν επιλέξει να μην ακολουθήσου τη λογική των κυρώσεων και διατηρούν σχέσεις με Ρωσία και Κίνα. Από την Αίγυπτο και τα κράτη του Κόλπου, έως την Ινδία, τις περισσότερες χώρες της Αφρικής και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή η νέα αναδυόμενη «δυτική συμμαχία», έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τις χώρες που αποδέχονται τους G7 ως κέντρο αποφάσεων, παρά με το σύνολο των χωρών που αποδέχονται την αξία της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης.
Αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος του Παγκόσμιου Νότου, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών χωρών του G20 και φυσικά οι χώρες BRICS, αυτή τη στιγμή δεν δείχνει διατεθειμένο να συστρατευτεί με τη Δύση σε μια ακόμη μεγαλύτερη αντιπαράθεση και κλιμάκωση της σύγκρουσης με Ρωσία και Κίνα. Προτιμά να διατηρεί οικονομικές σχέσεις, να βλέπει δυνατότητες και ευκαιρίες για επενδύσεις και προφανώς να μη διακόπτει το εμπόριο. Ως ένα βαθμό φαίνεται ως εάν αυτή τη στιγμή Ρωσία και Κίνα ως έναν βαθμό ευνοούνται από το γεγονός ότι αρκετές χώρες του Παγκόσμιου Νότου, βλέπουν τη «Δύση» ως συνώνυμη του Βορρά και άρα την αντιμετωπίζουν με καχυποψία.
Πράγμα που σημαίνει ότι για έναν κόσμο απλώς διαιρεμένο ή πολύ περισσότερο «συσπειρωμένο» γύρω από τη Δύση έχουμε έναν κόσμο αρκετά πιο σύνθετο και κατακερματισμένο.