Μπορεί οι αποθήκες φυσικού αερίου να έχουν γεμίσει, ωστόσο οι κυβερνήσεις έχουν ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο στα αποθέματα. Αυτό αναφέρει το Bloomberg επισημαίνοντας σε άρθρο του ότι το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει τις εταιρείες να πωλούν σε όποιον τους προσφέρει το μεγαλύτερο κέρδος διαταράσσοντας την ισορροπία αλλά και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών της ΕΕ.
Ειδικότερα μόνο το 10% των αποθεμάτων και των ταμιευτήρων από την Ιταλία έως την Ολλανδία ελέγχονται από τις κρατικές αρχές. Το υπόλοιπο βρίσκεται στα χέρια διεθνών οίκων διαπραγμάτευσης και εμπορίας, εταιρειών κοινής ωφέλειας και βιομηχανικών ομίλων που έχουν τη δυνατότητα να πουλήσουν και σε άλλες χώρες. Έτσι π.χ. ένα κρύο στη Γερμανία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία κούρσα φυσικού αερίου στους γείτονές της δοκιμάζοντας τα όρια του συστήματος διανομής.
Το δίκτυο φυσικού αερίου υποτίθεται ότι λειτουργεί επιτρέποντας τη ροή των διαθέσιμων προμηθειών μεταξύ των αγορών. Εφόσον υπάρχει επάρκεια καυσίμου, θα πρέπει να υπάρχει – θεωρητικά- ισορροπία. Ωστόσο το σύστημα αυτό δεν έχει δοκιμαστεί σε μία κρίση. Σύμφωνα με τον Γκράχαμ Φρίντμαν, αναλυτή της Wood Mackenzie, «πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο βαρύς θα είναι ο χειμώνας». Αν είναι πολύ κρύος, τα αποθέματα θα υποχωρήσουν κάτω από το 10% στα τέλη Μαρτίου, εκτιμά ο ίδιος.
Για να αποφύγουν τους κινδύνους εφοδιασμού, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να κηρύξουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ομοσπονδιακός Οργανισμός Δικτύων της Γερμανίας – όπως και άλλες εθνικές αρχές – λέει ότι θα μπορεί να αποφασίσει αν το φυσικό αέριο θα παραμείνει στην αποθήκη ή όχι. Ένα κατασταλτικό μέτρο θα μπορούσε να αφήσει τους γείτονες μόνους τους να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις.
Η Γερμανία εξαρτάται αρκετά από άλλους προμηθευτές επειδή η αποθήκευσή της καλύπτει μόνο το 25% της ετήσιας ζήτησης. Η Πολωνία βρίσκεται επίσης σε ασταθές έδαφος. Η πέμπτη πολυπληθέστερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με 38 εκατομμύρια κατοίκους έχει λιγότερη χωρητικότητα από τη Σλοβακία, η οποία έχει πληθυσμό μόλις 5,5 εκατομμύρια. Το Βερολίνο στρέφεται κατά κύριο λόγο στην Αυστρία για να προμηθευτεί φυσικό αέριο προκειμένου να λειτουργήσουν εργοστάσια αλλά και να θερμανθούν νοικοκυριά. Η Αυστρία μέχρι τώρα διέθετε τα 2/3 της χωρητικότητας των ταμιευτήρων τις σε άλλες χώρες.
Το πόσο επικίνδυνο είναι να ελέγχονται τα αποθέματα αερίου από ιδιωτικούς φορείς φάνηκε τον Ιούλιο, όταν η γερμανική ενεργειακή Uniper SE, που σημειωτέον ήταν πρώτη ανάμεσα στις γερμανικές ενεργειακές σε εισαγωγές ρωσικού αερίου, άντλησε προμήθειες από τα αποθέματα για να εξυπηρετήσει πελάτες της όταν η Ρωσία μείωσε την προσφορά.
Η κίνησή της ήταν αντίθετη με το σχέδιο της κυβέρνησης Σολτς για πλήρωση των ταμιευτήρων και ανάγκασε τον καγκελάριο να δώσει μεγαλύτερα κεφάλαια στην εταιρεία. Και τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη η κρατικοποίηση της Uniper.
Σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές ροές αερίου, οι κυβερνήσεις θέλουν να τις διατηρήσουν ως ένα κρίσιμο τμήμα της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του ιταλικού υπουργείου Οικολογικής Μετάβασης, «δεν υπάρχει έως τώρα καμιά ανησυχία για τους κινδύνους που μπορεί να εγκυμονεί η άντληση αερίου από τους ταμιευτήρες της Ιταλίας για τη χρήση άλλων χωρών».
Ωστόσο, η κρίση έχει οδηγήσει σε προβληματισμός για τα ζητήματα της αποθήκευσης και ορισμένα κράτη έχουν εκφράσει την ανάγκη επέκτασης της χωρητικότητας για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις. Ο χειμώνας του 2023-24 «θα μπορούσε να είναι χειρότερος από τον σημερινό», δήλωσε ο Claudio Descalzi, διευθύνων σύμβουλος του ιταλικού ενεργειακού γίγαντα Eni SpA.
«Είναι σωστό να γεμίσουμε από κοινού μέρος της χωρητικότητας των ευρωπαϊκών εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου το επόμενο έτος», δήλωσε ο Σολτςενόψει της συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες. «Με το μοντέλο Trading Hub Europe, δείξαμε πώς μπορεί να γίνει αυτό».