Στις 21 Οκτωβρίου 1969, εν μέσω Χούντας, πρωτοκυκλοφόρησε ένας από τους πιο εμβληματικούς δίσκους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. «Το περιβόλι του τρελού», του Διονύση Σαββόπουλου.
Ο δίσκος περιλάμβανε ιστορικά πια τραγούδια, του ελληνικού ρεπερτορίου:
Η θεία Μάνου, Το περιβόλι, Θαλασσογραφία, Οι πίσω μου σελίδες, Η συννεφούλα, Σαν ρεμπέτικο παλιό, Είδα την Άννα κάποτε, Ντιρλαντά, Τα παιδιά που χάθηκαν, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη
Στις 7 Αυγούστου 1975, ο Διονύσης Σαββόπουλος, συμπληρώνοντας 10 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, μιλάει στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και τον Γιώργο Πηλιχό.
«Το περιβόλι του τρελλού το έγραψα στην Ιταλία, ΄68 – ’69. Το στοιχείο που κυβερνά αυτόν τον δίσκο είναι η νοσταλγία. Νοσταλγία όμως για ποιο πράγμα; Για κανένα συγκεκριμένα. Έτσι γενικά, νοσταλγία.
»Όπως όταν είμαστε άρρωστοι πολύ και νοσταλγούμε, όχι βέβαια τη ζωή που ήμασταν γεροί και άλλο από ρουτίνα δεν ξέραμε, αλλά τη ζωή γενικά, στην πιο καθαρή και υγιή της έννοια».
Η δίκη του Ντιρλαντά
Το ιστορικό πια «Ντιρλαντά» είχε προκαλέσει δικαστικές αντιδικίες ανάμεσα στον Σαββόπουλο και έναν καλύμνιο ιδιοκτήτη ψαροκάικων, που υποστήριζε ότι το τραγούδι ήταν δικό του.
Ο Σαββόπουλος εξηγεί:
«Εγώ το Ντιρλαντά το θεώρησα δημοτικό άσμα, αρκέστηκα μάλιστα στη γνωμάτευση της Ακαδημίας Αθηνών που συμφωνούσε με την άποψή μου κι έτσι δεν την κυνήγησα την υπόθεση.
»Ο αντίδικος όμως ήταν πολύ πειστικός με κείνο το ωραίο καπελλάκι του και οι διάδρομοι του δικαστηρίου είχαν γεμίσει από νησιώτικα πλήθη που φώναζαν εναντίον μου εν χορώ σε κάθε ερώτηση και εν τέλει το δικαστήριο με αθώωσε μεν αλλά αποφάσισε ότι το επίμαχο άσμα είναι της αποκλειστικής και πρωτοτύπου εμπνεύσεως του μηνυτού»
Η παράδοση και το αντίθετό της
Στις 26 Απριλίου 1975, «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν τον Σαββόπουλο ως Το πρόσωπο της Εβδομάδος. Σε ερώτηση της εφημερίδας για το αν πιστεύει ότι με το έργο του, ως τότε, άνοιξε δρόμο στο ελληνικό τραγούδι, ο τραγουδοποιός απαντά:
«Όχι ακόμα αλλά καλά πάω…Οι προσπάθειές μου δεν έτυχε να ολοκληρωθούν και στο σημείο που τις εγκατέλειπα άρχιζα καινούριες πάντα, με αποτέλεσμα να μην έχουν ενιαία μορφή, να μην οδηγούν σε συγκεκριμένη τεχνοτροπία.
»Αυτό συνέβη επειδή αρνήθηκα την παράδοση και διάλεξα το αντίθετό της. Όμως ποιος είναι το αντίθετό της; Πώς λέγεται; Όπως και να λέγεται δεν προστατεύει τους τραγουδιστές, δεν ξέρει να μας πη τι να κάνουμε με το χρόνο, τα αυτοκινητικά δυστυχήματα, τα όνειρα, τον φόβο, τα δάκρυα και τον δύσκολο έρωτα.
»Έχει την κριτική, την αγωνιστικότητα και την ειρωνεία αλλά έχει και τον ψυχίατρο. Χάπια και ηλεκτροσόκ. Γι’ αυτό κι εγώ στηρίχτηκα στην μοναδική μου ελάχιστη βεβαιότητα, στα προσωπικά μου βιώματα, στην προσωπική μου πληρωμή σ’ ένα κόσμο ερειπωμένο, που όμως δεν ήθελε να είναι ερειπωμένος κι έφεγγε.
»Αυτό με διαχώρισε από τους άλλους μουσικούς, που γύρευαν μεγαλύτερες βεβαιότητες και πιο αντικειμενικές και θεωρούσαν ότι τα μουσικά σχήματα της παράδοσης (λαϊκοί ρυθμοί, λαϊκοί μελωδικοί δρόμοι) αποτελούν σίγουρη βάση για νέα τραγούδια.
»Εγώ όμως αυτά τα σχήματα τα έβλεπα σαν τυμπανιαία πτώματα, ασήκωτα για ζωντανό συνθέτη και έφτυνα και κλεινόμουν στο καμαράκι μου. Χρειάστηκα δέκα χρόνια για να καταλάβω ότι δεν έπρεπε να συγχέω τις παραδοσιακές μουσικές μορφές με τη δημιουργική δύναμη που τις έθρεψε.
»Και τότε κατάλαβα ποια η παράδοση και ποιο το αντίθετό της. Ορίστε, είναι η επανάσταση. Γιατί η παράδοση είναι η ίδια η δημιουργία και λειτουργεί μέσα από ένα συνεχές μακελειό, μια συνεχή επανάσταση. Αλλά και η επανάσταση δεν λειτουργεί καλά παρά μόνο μέσα απ’ τους άξονες της παράδοσης. Είμαστε χαμένοι λέω, αν δεν επαναστατήσουμε. Κι ακόμα χειρότερα αν δεν παραδοθούμε».