Εδώ και πάνω από 30 χρόνια η εργασία βρίσκεται στο στόχαστρο, τουλάχιστον εάν ορίσουμε ως εργασία τη σταθερή απασχόληση, με πλήρες ωράριο, προστασία από την αυθαίρετη απόλυση, αξιοπρεπή αμοιβή και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Αυτό τουλάχιστον δείχνει να είναι το συμπέρασμα του τελευταίου βιβλίο του Γιάννη Κουζή, με τίτλο «Η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση. Τα 30+ χρόνια προς το ευέλικτο πρότυπο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος.
Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και για πολλά χρόνια υπεύθυνος του Τομέα Εργασιακών Σχέσεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ο Γιάννης Κουζής θεωρείται δίκαια ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στη χώρα μας στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων, συνδυάζοντας την ιδιότητα του νομικού με αυτή του ανθρώπου με βαθιά γνώση των ζητημάτων που αφορούν την κοινωνιολογία και την πολιτική οικονομία της εργασίας.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Κουζής κάνει μια αναλυτική παρουσίαση όλων των βημάτων που έχουν γίνει ήδη από το 1990 για να γίνει η εργασία πιο «ευέλικτη», δηλαδή με λιγότερα δικαιώματα, χειρότερες αποδοχές και μεγαλύτερη επισφάλεια.
Οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης
Το βιβλίο ξεκινά με μια παρουσίαση των βασικών θεσμικών εξελίξεων που υπήρξαν γύρω από την εργασία από τη μεταπολίτευση και μετά. Εκεί καταδεικνύει ότι μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρξαν σημαντικά βήματα βελτίωσης της θέσης της εργασίας, ιδίως μετά το 1981. Υπήρξαν σημαντικές αυξήσεις των μισθών, επήλθε εκδημοκρατισμός της συνδικαλιστικής νομοθεσίας, καθιερώθηκαν θεσμοί συμμετοχής των εργαζομένων, επεκτάθηκε ο οικονομικός ρόλος του δημοσίου. Τελευταία σημαντική θεσμική παρέμβαση υπέρ της εργασίας η ψήφιση (από την «Οικουμενική» κυβέρνηση του Ξενοφώντος Ζολωτα) του νόμου 1876/90 για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που καθιερώνει το πλαίσιο του ΟΜΕΔ, της μεσολάβησης και της διαιτησίας.
Η σταδιακή απορρύθμιση
Έκτοτε, υποστηρίζει ο Κουζής, τα μέτρα που λαμβάνονται επιδεινώνουν τη θέση της εργασίας, απορρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις και φέρνουν ακόμη μεγαλύτερη εργασιακή επισφάλεια. Αποτιμά έτσι τα μέτρα της περιόδου 1990-1993 και τα πρώτα βήματα απορρύθμισης όπως και το πρώτο βήμα ιδιωτικοποιήσεων. Επισημαίνει ότι με εξαίρεση το πρώτο διάστημα, όταν καταργήθηκε η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας και διαμορφώθηκε το ΑΣΕΠ, στο μεγαλύτερο διάστημα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ της εποχής του «εκσυγχρονισμού» επίσης προωθήθηκαν μέτρα που έκαναν την εργασία πιο ελαστικά αλλά και μορφές έμμεσης ιδιωτικοποίησης. Αντίστοιχα, βήματα υποχώρησης ως προς τα δικαιώματα των εργαζομένων έγιναν και από τις κυβερνήσεις της ΝΔ της περιόδου 2004-2009.
Η εποχή των Μνημονίων
Όμως εκεί όπου υπάρχει η μεγάλη σαρωτική επίθεση στα δικαιώματα της εργασίας και επέρχεται μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση είναι στην περίοδο των Μνημονίων. Ο Κουζής παραθέτει αναλυτικά βήμα βήμα πώς εξελίχθηκε αυτή η αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων: πώς μειώθηκαν βίαια οι αποδοχές των μισθωτών, καθιερώθηκε ακόμη και υποκατώτατος μισθός, πώς καταργήθηκε ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμίσεων για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ήρθησαν περιορισμοί στην εργασία την Κυριακή για αρκετούς κλάδους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το πώς καταγράφει πώς από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επίσης εφάρμοσε ανάλογες πολιτικές και σε μικρό βαθμό δοκίμασε να αντιστρέψει κάποιες από τις προηγούμενες ρυθμίσεις ακόμη και μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων.
Αντίστοιχα ο Κουζής υποστηρίζει ότι και τα βήματα που έγιναν από την κυβέρνηση της ΝΔ μετά το 2019 επίσης συνέχισαν στην πορεία απορρύθμισης της εργασίας, με ιδιαίτερη έμφαση στον Ν. 4808/2021, αυτόν που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Νόμο Χατζηδάκη» και που αποτελεί την επιτομή του «νέου εργατικού δικαίου» της εποχής της απορρύθμισης. Δεν παραλείπει ωστόσο να επισημάνει και τα αποτελέσματα απορρύθμισης που είχαν και ορισμένα από τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν με αφορμή την πανδημία.
Όλα αυτά παρουσιάζονται με τρόπο γλαφυρό αλλά και τεκμηριωμένο, παραθέτοντας συστηματικά όλα τα νομοθετήματα που συνέβαλαν σε αυτή την κατεύθυνση, κάνοντας και το βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο για όποιον θέλει να παρακολουθήσει τη θεσμική διαδρομή όλων αυτών των εξελίξεων. Αντί επιλόγου, ο Κουζής παραθέτει μια σειρά από κρίσιμους άξονες που θα όριζαν την αντιστροφή αυτής της προσπάθειας απορρύθμισης και την ανάκτηση της αξιοπρέπειας της εργασίας.
Η διαρκής υποχώρηση της εργασίας
Το συμπέρασμα αυτού του βιβλίου είναι ακριβώς ο τρόπος που εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, στον τόπο μας αλλά και διεθνώς, αντιμετωπίζουμε μια διαρκή υποβάθμιση και της εργασίας αλλά και των συλλογικών οραμάτων που έθεσαν την αναβάθμιση και αξιοπρέπεια της εργασίας στο επίκεντρο, αντί να την αντιμετωπίζουν απλώς και μόνο ως μια παράμετρο του «κόστους παραγωγής». Με τα λόγια του ίδιου του Κουζή:
«Η επιλογή απόρριψης του κεϋνσιανισμού, ως μια ανταποκρινόμενου στις αυξημένες απαιτήσεις για κερδοφορία του κεφαλαίου, και η επιστροφή στη λογική του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι η βάση των αλλαγών στο «κοινωνικό κράτος» και στην εργασία. Η στροφή αυτή ενισχύεται από τη σταδιακή κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος, που καλλιεργεί με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο τον ατομισμό και την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, μαζί και την αποδυνάμωση των συλλογικών οραμάτων και του συνδικαλισμού. Στο ίδιο πλαίσιο, τώρα, η εντεινόμενη αποδοχή νεοφιλελεύθερων συνταγών από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία αλλά και από κόμματα με αναφορές στον χώρο της αριστεράς, στερεί από τις δυνάμεις της εργασίας τους αναγκαίους συμμάχους για κοινωνικές αντιστάσεις και διεύρυνση των κοινωνικών κατακτήσεων».