Η διπλωματία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια «πρόστυχη λέξη» σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία υποστήριξε πρόσφατα ο γνωστός αρθρογράφος των Financial Times Gideon Rachman. Με αυτό υπογράμμισε ότι πάντα πρέπει σε μια σύγκρουση να υπάρχουν και δίαυλοι διπλωματικής επικοινωνίες και διαπραγμάτευσης, παρότι ο ίδιος παραμένει υποστηρικτής της ανάγκης να ηττηθεί η Ρωσία στον πόλεμο και κατά προτίμηση να υπάρξει μια άλλη ηγεσία στη Ρωσία αντί του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όμως ανεξαρτήτως του πώς μπορούμε να κρίνουμε τις εκτιμήσεις του Rachman είναι αλήθεια ότι θέτει ένα πραγματικό ζήτημα. Γιατί για πρώτη φορά μετά από καιρό έχουμε μια μείζονα γεωπολιτική σύγκρουση γύρω από την οποία δεν υπάρχει καμία εμφανής διπλωματική δραστηριότητα. Αντιθέτως, αυτό που έχουμε και από τη ρωσική πλευρά και από την πλευρά της Ουκρανίας (και των δυτικών δυνάμεων) είναι μια προσπάθεια το ζήτημα να κριθεί αμιγώς με στρατιωτικά μέσα, μέσα από τον συσχετισμό δύναμης που θα διαμορφωθεί στο ίδιο το πεδίο των μαχών.
Η αποτυχία να αποτραπεί ο πόλεμος
Ούτως ή άλλως, αυτό είχε φανεί και πριν να ξεσπάσει ο πόλεμος, όταν δεν υπήρξε πραγματικά κάποια προσπάθεια να αποτραπεί η πολεμική επιχείρηση της Ρωσίας. Συνήθως αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι η απόφαση της Ρωσίας να προχωρήσει στην «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» ήταν προειλημμένη, στη βάση της εκτίμησης ότι ούτως ή άλλως η κυβέρνηση Ζελένσκι θα επιχειρούσε με δυτική υποστήριξη να ανακαταλάβει το Ντονμπάς και την Κριμαία. Όμως, την ίδια στιγμή δεν υπήρξε π.χ. κάποια προσπάθεια να υπάρξει πρόοδος ως προς την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ ή σαφέστερες εγγυήσεις για το ζήτημα της μη συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Υπονομεύτηκε η δυνατότητα έγκαιρης συμφωνίας;
Η δεύτερη στιγμή αφορούσε τις διαπραγματεύσεις που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος του Μαρτίου. Και εκεί φάνηκε ότι υπήρχαν κάποιες δυνατότητες για έγκαιρο τερματισμό των επιχειρήσεων και κάποιου είδους διπλωματική επίλυση. Και εκεί αυτές δεν προχώρησαν. Πιθανώς αυτό να είχε να κάνει με την εκτίμηση της κυβέρνησης Ζελένσκι ότι θα αποτελούσε απαράδεκτη υποχώρηση που ερχόταν σε αντίθεση με το πατριωτικό αίσθημα της ουκρανικής κοινωνίας, πιθανώς να είχε να κάνει και με το ότι δυτικές κυβερνήσεις διαβεβαίωσαν το Κίεβο ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την ουκρανική αντίσταση.
Ο κίνδυνος από τη λογική ότι όλα θα κριθούν στα πεδία των μαχών
Το πρόβλημα είναι ότι σταδιακά από τη ρητορική της «διεθνούς κοινότητας» άρχισε να απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στη δυνατότητα ειρηνικής ή/και διπλωματικής επίλυσης της κρίσης.
Από μια έχουμε πέραν της Ουκρανίας που αντιστέκεται στην πόλεμο στο έδαφός της, τη στάση των ΗΠΑ και της ΕΕ που συγκεφαλαιώνεται στο αίτημα να νικήσει η Ουκρανία και να ηττηθεί στρατιωτικά η Ρωσία, με την ελπίδα ότι μια στρατιωτική ήττα θα οδηγήσει και σε διαδικασίες «αλλαγής καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία.
Αυτό έχει οδηγήσει και στη συνεχή ενίσχυση της Ουκρανίας με πολεμικό εξοπλισμό, στην κοινοποίηση των πληροφοριών που συλλέγουν οι αμερικανικοί κυρίως στρατιωτικοί δορυφόροι και στη βοήθεια στην εκπαίδευση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις στο σχεδιασμό των ουκρανικών αντεπιθέσεων. Πιθανώς σε αυτό το πλαίσιο να σχεδιάστηκαν και οι επιθέσεις στους αγωγούς Nord Stream αλλά και στη γέφυρα στην Κριμαία,
Από την άλλη, η Ρωσία θεωρεί ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ διπλωματική λύση και επομένως αυτό που μένει είναι να ολοκληρώσει ένοπλα την «απελευθέρωση» των περιοχών που θεωρεί ότι ανήκουν στον «ρωσικό χώρο» και να υποχρεώσει το Κίεβο σε συνθηκολόγηση και αποδοχή της απώλειας μεγάλου μέρους της ουκρανικής επικράτειας, κυρίως μέσα από την κλιμάκωση των επιθέσεων σε ουκρανικές υποδομές, όπως σταθμούς παραγωγής ενέργειας.
Μόνο που αυτό απλώς οδηγεί σε μια συνεχή κλιμάκωση των επιχειρήσεων και άρα και των θυμάτων. Αυτό φαίνεται στις ουκρανικές αντεπιθέσεις που κατορθώνουν μεν να σπάνε τη «γραμμή του μετώπου» αλλά πολύ συχνά δέχονται μετά μεγάλα χτυπήματα πυροβολικού και αεροπορίας. Φαίνεται στους ρωσικούς βομβαρδισμούς σε υποδομές που όλο και περισσότερο σημαίνουν και βομβαρδισμούς σε περιοχές αμάχων. Φαίνεται στη συνεχή προσπάθεια των Ουκρανών να πλήττουν κατοικημένες περιοχές και στο Ντονέτσκ και στην άλλη μεριά των συνόρων με τη Ρωσία.
Και η κλιμάκωση γεννά τον πειρασμό για ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση. Αυτό φαίνεται στα αιτήματα της ουκρανικής πλευράς για πυραυλικές συστοιχίες που να μπορούν να πλήξουν αρκετά πίσω από τις γραμμές του μετώπου, αλλά βεβαίως και στον τρόπο που εμμέσως πλην σαφώς η ρωσική πλευρά έχει θέσει στο τραπέζι και το ζήτημα ενδεχόμενης χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων.
Ακόμη περισσότερο χωρίς να προσπάθεια έστω για κατάπαυση του πυρός, ο κίνδυνος είναι ακόμη και εάν σταθεροποιηθεί η «γραμμή επαφής», πιθανώς όταν αρχίσουν να φτάνουν στο μέτωπο οι ρωσικές ενισχύσεις από τη μερική επιστράτευση, να έχουμε μια διαρκώς «θερμή» συνθήκη με συνεχιζόμενες επιθέσεις και αντεπιθέσεις και από τις δύο πλευρές.
Τι σημαίνει διαπραγμάτευση;
Βεβαίως ο αντίλογος στη δυνατότητα μιας κατάπαυσης του πυρός και έναρξης διαπραγματεύσεων είναι ότι αυτή τη στιγμή αυτό θα ισοδυναμούσε με «δικαίωση» των ρωσικών επιχειρήσεων. Είναι η αντίληψη που λέει ότι για να υπάρξει ειρηνευτική διαδικασία θα πρέπει πρώτα να ακυρωθεί η παράνομη ρωσική εισβολή και προσάρτηση εδαφών.
Μόνο που αυτή τη στιγμή αυτό σημαίνει απλώς παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων. Και μπορεί όντως να υπάρχουν αρκετές φωνές στη Δύση που να υποστηρίζουν ότι τώρα είναι η «ευκαιρία» ώστε να ηττηθεί η Ρωσία και εμμέσως να χτυπηθεί η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός ανταγωνιστικού πόλου απέναντι στη Δύση μέσα από τη σύμπραξη Ρωσίας και Κίνας, όμως την ίδια στιγμή όσο δεν διαφαίνεται αυτή η ρωσική ήττα, αυτό που έχουμε απλώς η γιγάντωση των καταστροφικών επιπτώσεων του πολέμου.
Άλλωστε, μια ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών για την κατάπαυση του πυρός, τον τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων και μια διαπραγμάτευση για την επίλυση του «ουκρανικού ζητήματος» με όρους διεθνούς δικαίου δεν σημαίνει αυτόματα και νομιμοποίηση προσαρτήσεων. Σημαίνει, όμως, επίγνωση ότι έστω και μια τέτοια δύσκολη συζήτηση είναι προτιμότερη από τη συνέχιση μιας μείζονος πολεμικής σύγκρουσης που σημαίνει απλώς περισσότερες καταστροφές και θύματα.
Και με αυτή την έννοια θα ήταν σημαντικό έστω και με παράλληλα «κανάλια», με μεσολάβηση χωρών που διατηρούν την εμπιστοσύνη όλων των πλευρών, ακόμη και με «μυστική διπλωματία», να υπάρξουν προσπάθειες για να δρομολογηθούν μια διπλωματική λύση, έστω και στο επίπεδο της προσπάθειας να υπάρξει κατάπαυση του πυρός και εκκίνηση διαπραγματεύσεων για την επίλυση του συνολικότερου ζητήματος.