Κλείνοντας και με αυτές τις Αιχμές την πόρτα στην Ακαδημία Αθηνών – και όχι γιατί υπάρχει περίπτωση να μου την ανοίξει ποτέ αυτή – και παρά τις προτροπές λίγων διακεκριμένων μελών της να υποβάλω υποψηφιότητα, αλλά εξίσου και παρά τις προειδοποιήσεις τους να μην γράψω εναντίον (κλειστή πόρτα), τιμώντας επιπλέον τη μνήμη του Καζαντζάκη που η Ακαδημία υπονόμευσε την υποψηφιότητά του για Νόμπελ, και όλα αυτά παρά το ότι αφήνω τις σκέψεις μου να περιστρέφονται ανάμεσα στον καθρέφτη και την αιωνιότητα – επειδή με συνεπαίρνει η εικόνα του σώματος και όχι του πτώματός μου – θα ήθελα να διατυπώσω δημόσια την ευχή για την επόμενη φορά που θα επαναπροκηρυχθεί η θέση της Ποιήσεως – επειδή προχθές κηρύχτηκε άγονη λόγω ισοψηφίας των δύο επικρατέστερων υποψηφίων όπως μαθαίνω – ο ένας εκ των δύο επικρατέστερων, ο καθηγητής, καλός φιλόλογος, μέτριος ποιητής και ανυπόφορος θεωρητικός της λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς, ευσχήμως να αποσυρθεί από την κούρσα υπέρ του Τίτου Πατρίκιου διότι το άλογο του Τίτου δεν είναι από αυτά που τα σκοτώνεις όταν γεράσουν.
Ο Πατρίκιος, το έχω ξαναγράψει, είναι ένα μνημείο και μόνο ως μνημείο δικαιολογώ την υποψηφιότητά του προς ένα άλλο μνημείο.
Άνθρωπος, σ’ όλη του τη ζωή χωρίς υποτελείς, δεν έδωσε ούτε έλαβε διαταγές, δεν υπήρξε πανεπιστημιακός, δεν εξέλεξε και δεν εξελέγη.
Και αν, όντας ζωντανός έφερε το σάκο του στις εξορίες, ουδέποτε εκδικήθηκε τους αντιπάλους, εκτός ίσως από αυτή την έσχατη πράξη υποψηφιότητάς του.
Έχοντας επαληθεύσει στα 90 του χρόνια, όλα του τα επιχειρήματα υπέρ της ζωής, δεν είχε κανένα λόγο να ταχθεί με τα επιχειρήματα του θανάτου. Ας άφηνε τα πιστοποιητικά ανυπαρξίας για τους άλλους.
Υπήρχε άραγε κανένας λόγος να επιτρέψει να εκδώσουν και γι’ αυτόν πιστοποιητικά ύπαρξης;
Διερωτώμαι ποιο είναι το κίνητρο που αξιόλογοι άνθρωποι επιθυμούν να «τελειώσουν» στην Ακαδημία.
Είναι πασιφανές: γίνονται «αθάνατοι».