Στους λόγους της επιθετικής ρητορικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς την Ελλάδα και τους Κούρδους του YPG στην Συρία αναφέρεται, μέσω του Bloomberg, ο Bobby Ghosh.
Ο αναλυτής επισημαίνει πως o κυριότερος λόγος (σ.σ. της τουρκικής προκλητικότητας) είναι η εσωτερική κατανάλωση ενόψει των εκλογών και εκτιμά ότι είναι πιο πιθανή μια επίθεση του τούρκου προέδρου κατά του κουρδικού YPG παρά ένα επεισόδιο στο Αιγαίο, παραθέτοντας τους λόγους.
Αναλυτικά το άρθρο γνώμης
«Όταν έρθει η ώρα, θα πράξουμε ό,τι είναι απαραίτητο. Όπως λέμε, ξαφνικά μπορεί να έρθουμε τη νύκτα». «Όπως λέω πάντα, θα τους τιμωρήσουμε ξαφνικά, μια νύκτα».
Με αυτές τις φράσεις του τούρκου προέδρου ξεκινά το άρθρο του ο Bobby Ghosh και στη συνέχεια αναφέρει ότι η επιθετική ρητορική πάντα υπήρχε στο οπλοστάσιο του Ερντογάν, ωστόσο τώρα χλευάζει και εξαπολύσει απειλές κατά κοντινών, μακρινών, πραγματικών και φανταστικών εχθρών του.
Oι σχεδόν ταυτόσημες επιπλήξεις του απευθύνονται προς την Ελλάδα και προς τους Κούρδους του YPG της Συρίας. Αυτό που έχουν και οι δύο στόχοι κοινό, εκτός από την οργή του Ερντογάν, είναι η φιλία της Αμερικής.
Εξυπηρετούν κρίσιμους τρέχοντες αμερικανικούς στρατιωτικούς στόχους: τον περιορισμό της Ρωσίας και της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους.
Η Ελλάδα, μέλος του ΝΑΤΟ, είναι ένας αγωγός για τις αποστολές όπλων των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη – ο πιο σημαντικός τώρα στο πλαίσιο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά, το YPG διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην προσπάθεια των ΗΠΑ για εξουδετέρωση του ISIS και την απώθησή του στα κρησφύγετα του στην Συρία.
Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει την Ελλάδα με καχυποψία και το YPG με εχθρότητα. Η ελληνοτουρκική εχθρότητα είναι βαθιά. Η Τουρκία και η Ελλάδα πολέμησαν δια αντιπροσώπων (sic) στην Κύπρο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ πιο πρόσφατα συγκρούστηκαν για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο και για στρατιωτικούς που εδρεύουν σε ελληνικά νησιά στο Αιγαίο Πέλαγος κοντά στις τουρκικές ακτές.
Σε ό,τι αφορά στο YPG, η Άγκυρα το θεωρεί παρακλάδι της αυτονομιστικής κουρδικής ομάδας στην Τουρκία, γνωστή ως PKK, που έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ. Ο Ερντογάν έχει υποστηρίξει ότι η Ουάσιγκτον έκανε λάθος που ευθυγραμμίστηκε με τους Κούρδους και έχει διαφωνήσει κατά της συνεχιζόμενης αμερικανικής προστασίας – με τη μορφή ενός μικρού στρατεύματος των ΗΠΑ στη Συρία.
Πόσο πρέπει να ανησυχεί η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν για τις απειλές του Erdogan, του τύπου «θα σας τιμωρήσουμε ξαφνικά», εναντίον δύο ζωτικών συμμάχων των ΗΠΑ; Η εσωτερική τουρκική πολιτική σκηνή περιπλέκει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καθώς απομένουν οκτώ (8) μήνες μέχρι τις τουρκικές εκλογές και ο Ερντογάν βρίσκεται σε προεκλογική εκστρατεία, προσπαθώντας να συνεχίσει την διακυβέρνησή του για τρίτη δεκαετία.
Η ρητορική του Ερντογάν αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο προκλητική όσο πλησιάζει προς τις κάλπες, διότι δεν έχει τίποτε άλλο σημαντικό για να προσφέρει στους ψηφοφόρους του, καθώς η τουρκική οικονομία έχει καταβαραθρωθεί, η ανεργία καλπάζει και το εμπορικό έλλειμα διογκώνεται.
Αν και το μπλοκ της αντιπολίτευσης δεν έχει ακόμη κατονομάσει τον υποψήφιο για την προεδρία, οι δημοσκοπήσεις για τον Ερντογάν είναι σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Όπως οι απανταχού λαϊκιστές -και θυμηθείτε ότι ο Ερντογάν είναι «ο παππούς των σημερινών λαϊκιστών»- επικαλείται τον εθνικισμό για να ξορκίσει την οικονομική ένδεια και να ανεβάσει τις προοπτικές επανεκλογής του. Αυτό προϋποθέτει και πρόκληση του φόβου περί «εξωτερικού δάκτυλου», που επηρεάζει την εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Και οι πιο βολικές εξωτερικές απειλές είναι η Ελλάδα και το YPG.
Άλλοι τούρκοι πολιτικοί διευρύνουν τα ρητορικά τους πυρά, όπως ο υπουργός Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σόιλου, που κατηγορεί τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα για συνωμοσία κατά της Τουρκίας και υπόσχεται ότι θα τους υποχρεώσει «να φάνε τη σκόνη μας».
Αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να κωφεύει στα νταηλίκια του Ερντογάν, διότι αν η εκλογική του προοπτική δεν βελτιωθεί τους επόμενους μήνες, τότε μπορεί να αισθανθεί υποχρεωμένος να υλοποιήσει μια από τις απειλές του.
Μία στρατιωτική περιπέτεια στο Αιγαίο είναι λιγότερο πιθανή από τις δύο. Ο Ερντογάν φέρθηκε απερίσκεπτα με τις δεσμεύσεις του έναντι του ΝΑΤΟ – καθώς αψηφώντας τη Συμμαχία, αγόρασε ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα – αλλά μια αντιπαράθεση με μια σύμμαχο χώρα του ΝΑΤΟ θα συνιστούσε μια απερισκεψία που δεν που δεν έχει δείξει ποτέ στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής (αν και απερισκεψία έχει επιδείξει στην οικονομία, καθώς τα περισσότερα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας πηγάζουν από τις ‘τρελές’ ιδέες του για τα επιτόκια).
Από τις πιο σοβαρές παρεκκλίσεις στην εξωτερική πολιτική του Ερντογάν ήταν η ρήξη με το Ισραήλ το 2010 και με τον Πρόεδρο Άσσαντ της Συρίας το επόμενο έτος. Αν και τότε προκάλεσε την δυτική δυσαρέσκεια, ωστόσο δεν υπήρξε σκληρή απάντηση από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Δεν υπήρξε επίσης στρατιωτική σύγκρουση με το Ισραήλ, ενώ η εισβολή της Τουρκίας στην Συρία δικαιολογήθηκε ως μέρος της προληπτικής δράσης της Άγκυρας κατά του PKK. Αν και η εισβολή στην Συρία περιέπλεξε τα αμερικανικά σχέδια εκεί, ωστόσο κάποιοι στην Ουάσιγκτον δεν δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα με την τουρκική παρουσία στην Συρία, δεδομένης και της ανάμιξης της Ρωσίας στην ίδια περιοχή.
Η Ελλάδα όμως είναι άλλη περίπτωση. Την τελευταία φορά που ο Ερντογάν που προσπάθησε να εκφοβίσει προς την κατεύθυνση της Αθήνας ήταν το 2020, όταν τουρκικά και ελληνικά πολεμικά πλοία ετοιμάζονταν να αναμετρηθούν στην ανατολική Μεσόγειο, τότε η γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ ηρέμησε τα πνεύματα, ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απείλησε την Τουρκία με κυρώσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
Μια πραγματική ανταλλαγή πυρών στο Αιγαίο θα είχε μεγαλύτερες συνέπειες, προκαλώντας σοβαρές κυρώσεις σε μια οικονομία που ήδη βρίσκεται σε κακή κατάσταση.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι του απομένει μόνο η επιλογή στρατιωτικής δράσης κατά του YPG, υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο απώλειας τούρκων στρατιωτών αλλά δεν αναμένεται να προκαλέσει- πέρα από την ρητορική – σοβαρή αντίδραση από την Ουάσιγκτον, διότι έχοντας ήδη αποχωρήσει από το Αφγανιστάν, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν αναμένεται να ασχοληθεί ιδιαίτερα με την μοίρα των Κούρδων της Συρίας.
Ακόμη και έτσι, ο Ερντογάν είναι απίθανο να κάνει κάτι ‘ξαφνικά, μια νύκτα’, καθώς η όλη λογική είναι ένα πολιτικό θέατρο με θεατές το τουρκικό εκλογικό σώμα. Aν αποφασίσει να κινηθεί κατά του YPG, θα προηγηθεί διέγερση των εθνικιστικών παθών, ούτως ώστε να μπορέσουν να δικαιολογηθούν τυχόν τουρκικές απώλειες.
Όταν το παραπάνω συμβεί, τότε η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει κάποιο χρόνο για να υπερασπιστεί τους Κούρδους, αν και η υπεράσπιση αυτή πιθανότατα θα είναι κυρίως για το θεαθήναι.