Αυτά που γίνονται στη Βρετανία είναι ιδιαίτερα διδακτικά.
Εκεί ειδικά στο Συντηρητικό Κόμμα έχουν ένα μεγάλο απόθεμα πολιτικών που κινούνται περισσότερο με όρους κυνικής διεκδίκησης της εξουσίας παρά στρατηγικής οπτικής.
Αυτό φάνηκε και στο πώς διάφοροι τοποθετήθηκαν υπέρ του Brexit χωρίς να έχουν καμία πραγματική επίγνωση των δυσκολιών και των προβλημάτων που αυτό συνεπαγόταν.
Αλλά και στον τρόπο που διάφοροι που ήταν κατά του Brexit αποφάσισαν μετά να το υπηρετήσουν.
Αποκορύφωμα όλων αυτών η εντυπωσιακή παράδοση που έχουν στα εσωκομματικά μαχαιρώματα.
Ο Μπόρις Τζόνσον για παράδειγμα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υπονομεύσει την Τερέζα Μέι, με μόνο στόχο να καταφέρει να τη διαδεχθεί πράγμα που έκανε.
Ο ίδιος κατάφερε να υπονομεύσει το ίδιο το αξίωμά του παραβιάζοντας τους κανόνες που ο ίδιος επέβαλε σε βάρος των πολιτών.
Και βέβαια όταν ήρθε η ώρα αντιμετώπισε και αυτός μια εντυπωσιακή «εξέγερση» του κόμματός του εναντίον του.
Την οποία εκμεταλλεύτηκε η φιλόδοξη, αλλά όπως αποδεικνύεται απροετοίμαστη για έναν τέτοιο ρόλο, Λίζ Τρας και κατάφερε να εκλεγεί.
Και βέβαια η πρώτη της κίνηση ήταν να απομακρύνει τον αντίπαλό της στη διεκδίκηση της ηγεσίας Ρίσι Σουνάκ από το υπουργείο Οικονομικών και να τοποθετήσει τον υποστηρικτή της Κουάσι Κουαρτένγκ.
Με τον οποίο αποφάσισαν ότι θα μπορούσαν στην οικονομική πολιτική να «τετραγωνίσουν τον κύκλο».
Γιατί αποφάσισαν ότι μπορούσαν ταυτόχρονα να μειώσουν την φορολογία και να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες σημαντικά.
Μόνο που αυτό θα σήμαινε περισσότερο χρέος και αυτό με τη σειρά του «ανατίναξε» την βρετανική αγορά ομολόγων και παραλίγο και το συνταξιοδοτικό σύστημα, αφού τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε μεγάλο βαθμό επενδύουν σε ομόλογα.
Έτσι η φιλόδοξη Λιζ Τρας αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία, να παραιτήσει κακήν κακώς τον υπουργό Οικονομικών της, να τοποθετήσει άλλο και να δηλώσει ότι θα ακολουθήσει πιο «ορθόδοξη» δημοσιονομική πολιτική.
Ωστόσο, η περίπτωση αυτά δεν παύει να δείχνει ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Την εμφάνιση στα κόμματα εξουσίας μιας νεότερης γενιάς πολιτικών που κυρίως ενδιαφέρεται για την επικοινωνία και τους δείκτες στις δημοσκοπήσεις παρά για την χάραξη στρατηγικής και την παραγωγή προγραμμάτων που να πατάνε στην πραγματικότητα.
Πολιτικών που είναι έτοιμες και έτοιμοι να προτείνουν ακόμη και φαεινές ιδέες και να διακυβεύσουν την κατάσταση της οικονομίας, θεωρώντας ότι αυτό θα τους έφτιαχνε καλύτερη εικόνα.
Μόνο που αυτό εάν το καλοσκεφτούμε είναι ακριβώς ένα σύμπτωμα βαθύτερης κρίσης της ίδιας της ικανότητας του πολιτικού συστήματος να παράγει ηγεσίες.
Και αυτό κάνει το παράδειγμα της Βρετανίας ιδιαίτερα διδακτικό.