Οι ταινίες της εβδομάδας – Εβδομάδα για σινεμά!

Τέσσερις από τις πέντε νέες ταινίες  αξίζουν τον κόπο σε μια άκρως ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εβδομάδα

Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Ο χαμένος Βασιλιάς» (The lost King, Αγγλία, 2022),

Επιστρέφοντας στον κινηματογράφο μετά από μερικά χρόνια τηλεοπτικής ενασχόλησής του, ο Βρετανός σκηνοθέτης Στίβεν Φρίαρς, με τον «Χαμένο Βασιλιά» αγκαλιάζει στοργικά αλλά και με την ασπίδα του πάντα καυστικού χιούμορ του, την «τρέλα» μιας ασυνήθιστης, πανέξυπνης  γυναίκας που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα σε όλους τους τομείς της ζωής της – ανάμεσα στα οποία και ένα ψυχοσωματικό που επιμένει ότι είναι «σοβαρή, κανονική ασθένεια».

Αυτή η «τρέλα» στην οποία ενσωματώνεται η βαθύτερη ανάγκη της Φιλίπα Λάνγκλεϊ (Σάλι Χόκινς) να ξεφύγει από την μούχλα και να ζήσει την περιπέτεια που ποτέ δεν έζησε, είναι η απόφασή της να ανακαλύψει τον τάφο του Βασιλιά Ριχάρδου του Γ’ που ενέπνευσε τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ για την συγγραφή ενός από τα διασημότερα έργα του. Ακόμα χειρότερα, ο λόγος που ωθεί την Φιλίπα να ανακαλύψει τον τάφο είναι επειδή θέλει να αποδοθεί στον Ριχάρδο Γ’ μια κηδεία τιμών, όπως αρμόζει σε ένα σωστό βασιλιά, σίγουρη καθώς είναι ότι ο Ριχάρδος υπήρξε μια βαθύτατα παρεξηγημένη περίπτωση και όχι ο παρανοϊκός, διεστραμμένος και κακάσχημος καμπούρης που ήταν η εκδοχή του βαρδου.

Το ακόμα πιο απίστευτο σε όλα αυτά τα …απίστευτα είναι ότι η ιστορία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και η Φιλίπα Λάνγκλεϊ είναι πραγματικό πρόσωπο. Το σχεδόν σουρεαλιστικό αυτό ταξίδι της προς το άγνωστο, η γνωριμία της με φανς του Ριχάρδου Γ, η αντιπαλότητά της με αρχαιολόγους, ιστορικούς ή ακόμα και με τους χορηγούς της προσπάθειάς της πλάθουν το σύμπαν μιας πολύ ασυνήθιστης και πραγματικά απολαυστικής ταινίας.

Η προσπάθεια ανεύρεσης – στην κυριολεξία – ενός ψύλλου στα άχυρα και μάλιστα με φανταστικό «οδηγό» το όραμα ενός ηθοποιού τον οποίο η Φιλίπα είδε ως Ριχάρδο Γ’ στο θέατρο (Χάρι Λόιντ), είναι αστεία, πικρή και κυρίως γεμάτη ζωντάνια. Εξοχος στον ρόλο του πρώην συζύγου της που την αντιμετωπίζει με κυνισμό αλλά και αγάπη, ο Στιβ Κούγκαν (και διευθυντής παραγωγής) με τον οποίο Φρίαρς συνεργάστηκε στην «Φιλομένα». Με ταινίες του όπως η «Βασίλισσα» και η «Φιλομένα», ο Φρίαρς έχει αποδείξει την ικανότητά του στην κατανόηση «δύσκολων» γυναικών και προφανώς δεν την έχει χάσει.

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: VILLAGE MALL ΜΑΡΟΥΣΙ  – VILLAGE PENTH – GROUPER ESCAPE ΙΛΙΟΝ  – TOWN CINEMAS – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – IDEAL – ΕΛΙΖΕ – ΝΑΝΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: VILLAGE COSMOS – ΕΛΛΗΝΙΣ κ.α.

————————————————————–

 

«Drive my car» (Ιαπωνία, 2021)

Ολοι γνωρίζουμε ότι πολλές φορές, ιδίως όταν τον πρώτο λόγο έχει η αμηχανία, η σιωπή μπορεί να αποβεί εκκωφαντικά θορυβώδης – μπορεί να σπάσει τύμπανα όπως νιώθεις ότι συμβαίνει παρακολουθώντας την ταινία του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι «Drive my car» (Ιαπωνία, 2021) – δαφνοστεφανομένη από πέρσι με το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Κανών και νικήτρια φέτος στην κατηγορία του Οσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας.

Μέσα σε μια τέτοια «βοερή σιωπή» είναι βυθισμένος ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας (Χιντετόσι Νισιτζίμα) ένας αυστηρός θεατρικός σκηνοθέτης που βιώνει την απώλεια της γυναίκας του και κινείται σαν ζόμπι μέσα στο πολύβουο Τόκιο. Μαθαίνουμε κάποια πράγματα για αυτόν, όχι πολλά • κυρίως όμως, χάρη στην σκηνοθετική προσέγγιση του Χαμαγκούτσι, νιώθουμε στ’ αλήθεια στο πετσί μας την μοναξιά που του έχει επιβάλλει η απόγνωσή του. Η απόφαση του σκηνοθέτη να μεταφερθεί σε μια μικρή πόλη της Χιροσίμα προκειμένου να ανεβάσει μια θεατρική παράσταση του «Θείου Βάνια» του Αντον Τσέχοφ, δεν φαίνεται, αρχικά, να σημάνει την λύτρωσή του. Όμως ποτέ δεν ξέρεις..

Και αυτό το «ποτέ δεν ξέρεις» είναι ο κινητήριος μοχλός της ταινίας. Το αύριο είναι εκεί και μας περιμένει αλλά είναι άγνωστο • μπορεί να κρύβει μέσα του την ελπίδα, μπορεί την απελπισία. Μένει να περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί. Όμως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται αυτή την φαινομενικά απλή αλλά εν τέλει τρομερής ευαισθησίας ιστορία, σε σκλαβώνει. Η γνωριμία του σκηνοθέτη με τους ανθρώπους του θιάσου, οι πρόβες τους, όπως και η σχέση που αναπτύσσεται με μια βοηθό του (Τόκο Μιούρα), την οδηγό του κόκκινου vintage αυτοκινήτου που του έχει προσφερθεί για τις μετακινήσεις του, είναι δοχεία ποικίλων συναισθημάτων που πολύ απλά σε κάνουν να νιώθεις τόσο μα τόσο όμορφα παρακολουθώντας καταστάσεις καθημερινές και τετριμμένες.

Οι ήρωες όλων των ταινιών του Χαμαγκούτσι («Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας») ενώ δεν έχουν τίποτα το ηρωϊκό (καλά- καλά σου δίνουν την αίσθηση ότι δεν έχουν ενέργεια) καταφέρνουν και βγάζουν έναν ασυνήθιστο «παθητικό δυναμισμό» που αν μη τι άλλο προκαλεί την περιέργεια. Και όπως όλες οι ταινίες του Χαμαγκούτσι, έτσι και το «Drive my car», μακράν η καλύτερή του, δίνει χώρο στον θεατή να την εξετάσει ως ένα μικρό αλλά υπέροχο ψυχολογικό case study και είναι βέβαιο ότι κάπως έτσι θα ένιωθαν και οι αναγνώστες του ομότιτλου διηγήματος του Χαρούκι Μουρακάμι το οποίο ο Χαμαγκούτσι μετέτρεψε σε ταινία διάρκειας τριών ωρών!

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΥ – ΔΑΝΑΟΣ

————————————————————–

 

«Moonage daydream» (Γερμανία/ ΗΠΑ, 2022)

Δεν είναι λίγα τα ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί για τον κορυφαίο βρετανό καλλιτέχνη Ντέιβιντ Μπάουι (1947–2016), όμως αν μια ταινία θα κρατώ για πάντα μαζί μου είναι το «Moonage daydream» του Μπρετ Μόργκεν (γνωστού και από το ντοκιμαντέρ για τον Κερτ Κομπέιν «Cobain: Montage of Heck»). Και αυτό επειδή το «Moonage daydream» δεν είναι ντοκιμαντέρ – τουλάχιστον έτσι όπως ο περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται αυτό το είδος. Είναι μάλλον ένα απίστευτης ενέργειας ψυχεδελικό ταξίδι εικόνων και λόγου που ξαφνιάζει με τον εντελώς αυθαίρετο, χύμα τρόπο που έχει γυριστεί, χωρίς γραμμική αφήγηση, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο να μιλά για τον Μπάουι αλλά με όλες τις πλευρές του τελευταίου να ξετυλίγονται πάνω στην οθόνη, είτε με λόγια του ιδίου είτε από τις εικόνες που έχει συνθέσει ο Μόργκεν.

Ο σκηνοθέτης θέλει και το καταφέρνει να βάλει τον θεατή «μέσα στον κόσμο» του Μπάουι και το κάνει μέσα σε μια θάλασσα ασπρόμαυρου και έγχρωμου, με ότι στιγμιότυπα από όλο τον κόσμο μπορεί κανείς να φανταστεί (ένας πύργος ελέγχου πτήσεων, μια πορεία διαμαρτυρίας), με σεκάνς ταινιών (π.χ. η «Μετρόπολις» του Φριτς Λανγκ), με παράξενα γραφικά, με χάρτες, με εικόνες από την φύση, με άστρα, με τον γαλαξία, με σκηνές από τις συναυλίες του. Ένα μίξερ – γαργαντούας από το οποίο η Τέχνη του Μπάουι ξεχειλίζει, είτε όταν φορά την στολή του Ziggy Stardust, είτε όταν χορεύει το «Lets dance», είτε την ώρα που τον βλέπουμε να παλεύει με τις μπογιές του εικαστικού διότι θέλησε να ενασχοληθεί ακόμα και με αυτό.

Τον ακούμε να αναλύει την φιλοσοφία του (σκέψεις για τον Νίτσε), την ανάγκη του να κάνει πάντα καλά αυτό που έκανε, την επιθυμία του να βρίσκει τις «κρυμμένες πτυχές» της Τέχνης και να τις αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Απρόβλεπτος σε όλα αλλά συγχρόνως η επιτομή του επαγγελματία, ο Μπάουι ήταν ένας καλλιτέχνης της «επίμονης αλλαγής» (constant change) που δεν δίσταζε ακόμα και να «βάζω τον εαυτό μου σε ασυνήθιστες καταστάσεις  για να δω πως θα ανταποκριθεί» όπως τον ακούμε να λέει όταν ανάγκασε τον εαυτό του να ζήσει για μια περίοδο στο Λος Αντζελες που απεχθανόταν προκειμένου να δει πως θα έγραφε εκεί. Και ίσως γι’ αυτήν ακριβώς την πολυσχιδή του προσωπικότητα και την προσεχτική ενασχόληση με ότι έπιανε στα χέρια του να κέρδισε τελικά μια θέση στην αιωνιότητα.

Bαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – ΑΕΛΛΩ – ΔΙΑΝΑ – ΝΑΝΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΤΡΙΑΝΟΝ – ΑΣΤΟΡ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΣΙΝΕΑΚ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΒΑΚΟΥΡΑ – ΑΠΟΛΛΩΝ κ.α.

————————————————————–

 

«Κοίτα τους πως τρέχουν» («See how they run», ΗΠΑ, 2022)

Καιρό είχαμε να δούμε στις αίθουσες μια παρωδία του κόσμου της Αγκαθα Κρίστι και αυτή η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου στην μεγάλου μήκους κινηματογραφική μυθοπλασία (προερχόμενου από την τηλεόραση) Τομ Τζορτζ, κάθε άλλο παρά μια αδιάφορη παραγωγή είναι. Κατ’ αρχάς, το κλίμα του κοσμοπολίτικου Λονδίνου της δεκαετίας του 1950, χώρος και εποχή εξέλιξης της ιστορίας, είναι άψογα παρουσιασμένο χάρη στην αψεγάδιαστη σκηνογραφική δουλειά και τα κοστούμια. Δεύτερον το σενάριο του Μαρκ Τσάπελ (Flaked) ενσωματώνει έξυπνα στοιχεία έργων της Κρίστι (που υπάρχει ως χαρακτήρας – Σίρλεϊ Χέντερσον) συνδυάζοντάς τα με αληθινές ιστορικές στιγμές τους στην θεατρική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας όπως το ανέβασμα της «Ποντικοπαγίδας» στο θέατρο με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο (ο Χάρις Ντίκινσον που προσφάτως είδαμε στο «Τρίγωνο της θλίψης» του Ρούμπεν Οστλουντ).

Γίνονται επίσης αναφορές σε «πρώτα θέματα» της εποχής όπως ο serial killer της Οδού Ρίλινγκτον που τότε δρούσε (και αργότερα θα τον υποδυόταν ο Ατένμπορο στο σινεμά), ο  Αλφρεντ Χίτσκοκ και η Γκρέις Κέλι. Και φυσικά, ο φόνος ενός ανθρώπου, ενός αλαζόνα  Αμερικανού σκηνοθέτη (Εντριαν Μπρόντι) που έχει αναλάβει την μετατροπή της «Ποντικοπαγίδας» σε ταινία, δίνει τον τόνο του μυστηρίου της ιστορίας για το οποίο, σύμφωνα με τον αλκοολικό επιθεωρητή που αναλαμβάνει την υπόθεση (απρόβλεπτη και ευπρόσδεκτη η επιλογή του Αμερικανού Σαμ Ρόκγουελ για τον ρόλο ενός τυπικά Βρετανού) όλοι είναι ύποπτοι. Καταλήγουμε σε ένα πολύ παράξενο κοκτέιλ μυστηρίου, μια ταινία α λα Αγκαθα Κρίστι όμως μέσα στο ίδιο το περιβάλλον της Αγκαθα Κρίστι, κάτι από μόνο του ελκυστικό και πάρα πολύ διασκεδαστικό.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: OΛA TA VILLAGE – GROUPER ESCAPE – ΑΕΛΛΩ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ – ΑΡΙΑΝ – ΔΑΝΑΟΣ – ΔΙΑΝΑ – ΕΛΛΗ – ΝΑΝΑ – ΟΝΑΡ – ΣΙΝΕ ΑΝΟΙΞΙΣ – ΣΙΝΕΑΚ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ  – ΝΑΤΑΛΙ – ΒΑΚΟΥΡΑ – VILLAGE COSMOS κ.α.

————————————————————–

 

«Η τελευταία νύχτα με τις μάσκες» (Halloween ends, ΗΠΑ, 2022)

Λίγα τα λόγια που χρειάζονται για την ταινία του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, την τελευταία ταινία της ατελείωτης σειράς ταινιών θρίλερ «Η νύχτα με τις μάσκες» που ξεκίνησε το 1979 απέκτησε διαστάσεις θρύλου, έσπασε ταμεία και δεν έπαψε να επανέρχεται κατά καιρούς με παραλλαγές στο ίδιο θέμα (μόλις πέρσι προβλήθηκε η «Νύχτα με τις μάσκες 2»). Μετά από μια «σύνοψη» –  με σκηνές σε fast forward όλων σχεδόν των ταινιών που έχουν προηγηθεί, η τελευταία ταινία μπαίνει στο ψητό ακολουθώντας και πάλι τα βήματα του περιβόητου serial killer Μάικ Μάιερς, του οποίου η «αύρα» φαίνεται να επηρεάζει έναν νεαρό (Ρόχαν Κάμπελ) που έχει κατηγορηθεί για τον φόνο ενός παιδιού. Ο νεαρός ερωτεύεται την εγγονή της ταλαιπωρημένης επί χρόνια από τον Μάιερς Λόρι Στρόουντ (η Τζέιμι Λι Κέρτις ήταν 20 χρονών όταν έπαιξε στο πρώτο «Halloween» και τώρα είναι γιαγιά) και τα υπόλοιπα εύκολα μπορεί κανείς να τα φανταστεί γιατί δεν απέχουν και πολύ απ’ όσα έχουν ήδη προηγηθεί.

Βαθμολογία: 1

ΑΘΗΝΑ: ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΠΑΛΛΗΝΗ – ΑΕΛΛΩ – ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΦΟΙΒΟΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: CINEMA ONE – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ κ.α.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.