Ουκρανία: Απαιτείται νέα στρατηγική για τον τερματισμό της σύγκρουσης
Η αντιπαράθεση που διεξάγεται στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στη Δύση, ως προς την στρατιωτική εισβολή της Ρωσία στην Ουκρανία και τον τερματισμό της σύγκρουσης, περιστρέφεται ως επί το πλείστον γύρω από το εξής δίπολο: Ο ένας πόλος απορρίπτει την ενίσχυση της Ουκρανίας με στρατιωτικό εξοπλισμό από τη Δύση, ο έτερος πόλος απαιτεί την πλήρη επικράτηση της Ουκρανίας έναντι της Ρωσίας.
Και οι δύο θέσεις έχουν αποδειχθεί λανθασμένες.Απαιτείται νέα προσέγγιση και στρατηγική επί του θέματος.
Η επικράτηση της πρώτης στρατηγικής, η οποία απορρίπτει την στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, είναι προφανές ότι θα είχε οδηγήσει στην πλήρη προσάρτηση της χώρας από τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Πούτιν, εμμέσως, θα είχε λάβει το πράσινο φως να ξεκινήσει και νέες εισβολές εναντίον χωρών/κρατών της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης- της Γεωργίας πιθανότατα ή των βαλτικών χωρών. Αυτό δεν θα ήταν απλώς άσχημο για τους κατοίκους των εν λόγω χωρών, αλλά από ρεαλιστικής πολιτικής άποψης, καταστροφικό. Ήταν λοιπόν ορθό, η αντίσταση του ουκρανικού λαού να τύχει στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους δήθεν «θεματοφύλακες της ελευθερίας», οι οποίοι απαιτούν την πλήρη ταπείνωση της Ρωσίας. Αρνούνται ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κλιμάκωσης της σύγκρουσης με ανεξέλεγκτα καταστροφικά αποτελέσματα και θεωρούν ότι η μόνη λύση για τερματισμό των συγκρούσεων είναι η ικανοποίηση όλων των μαξιμαλιστικών απαιτήσεων της Ουκρανίας. Και το κυριότερο: Αντιτάσσονται σε κάθε συζήτηση που γίνεται σχετική με τον τερματισμό της σύγκρουσης. Αυτό το θέμα, αντιτείνουν, το πώς και πότεθα τερματιστεί, θα πρέπει να το αποφασίσουν οι ίδιοι οι Ουκρανοί/ες.
Η θέση αυτή, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ως ηθικά σωστή, στην πραγματικότητα όμως είναι ανεύθυνη. Το ζήτημα πλέον δε αφορά μόνο και αποκλειστικά στην Ουκρανία και στην εδαφική της ακεραιότητα, αλλά αγγίζει και θέματα γεωπολιτικά βαρύνουσας σημασίας για πολλούς συμμετέχοντες στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε πρόσφατα από τη Νέα Υόρκη πλέον ξεκάθαρα, ότι η πιθανότητα ενός πυρηνικού «Αρμαγεδδώνα» είναι υψηλότερη από κάθε άλλη στιγμή μετά την κρίση της Κούβας! Η πρόσφατη ανατίναξη της γέφυρας της Κριμαίας, έχει περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση και η εξέλιξη των συγκρούσεων φαίνεται να περνά σε άλλη φάση.
Τα θέματα λοιπόν που διακυβεύονται σε παγκόσμια κλίμακα, ξεπερνούν τις απλοϊκές αναλύσεις των δύο ανωτέρω πόλων. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε πλέον-όπως συμβαίνει συχνά στη στρατηγική και στη διπλωματία- με μία διαδικασία συμβιβασμού που θα αφορά στον τερματισμό ένοπλης σύγκρουσης.
Ο συμβιβασμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει από τη μία πλευρά την κατά το δυνατόν αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, αλλά και από την άλλη πλευρά να καταστήσει σαφές στον Πούτιν (και σε άλλους πιθανούς μιμητές του) ότι η βίαιη αλλαγή συνόρων δεν γίνεται αποδεκτή από τη Διεθνή Κοινότητα. Η όλη δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στο να πεισθεί ο πρόεδρος Πούτιν ότι η κλιμάκωση των επιχειρήσεων με την απειλή χρήσης ή τη χρήση πυρηνικών όπλων, δεν θα του αποφέρει τα αναμενόμενα γι’ αυτόν κέρδη.
Πρέπει λοιπόν όλες οι διπλωματικές δυνάμεις της Δύσης να επικεντρωθούν στη διαδικασία λύσης αυτής της σύγκρουσης και στο συμβιβασμό των αντιπαρατιθεμένωνκαι για να επιτευχθεί αυτό στο σημείο που βρισκόμαστε, θα πρέπει όπως υποστήριζαν πολλοί αναλυτές εξ’ αρχής, να δοθεί στον Πούτιν μία δυνατότητα απεμπλοκής, μια «οπή διαφυγής». Με αυτό άλλωστε κατατρίβονται όλοι οι στρατηγοί και έμπειροι διπλωμάτες αμέσως μετά την έναρξη μιας ένοπλης σύγκρουσης: Με τον τερματισμό της.
Αυτή την παροχή της ευκαιρίας στον Πούτιν σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να την εκλάβουμε ως συμπάθεια προς αυτόν και στην πολιτική του ή ως ένδειξη αδυναμίας. Είναι μία ενέργεια πολιτικού ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Κακώς ή καλώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πυρηνική δύναμη και ο Πούτιν κατέχει τα κλειδιά του πυρηνικού οπλοστασίου της χώραςτου. Η δυνατότητα απειλής χρήσης ή χρήσης των πυρηνικών όπλων έχει αλλάξει άρδην τις παραδοσιακές μορφές στρατηγικής και διαχείρισης των συγκρούσεων και αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα. Δεν νοείται να στρουθοκαμηλίζουμε και να επικεντρωνόμαστε σε ανώφελες και ρομαντικές στρατηγικές λύσεις αυτής της σύγκρουσης.
Τί πρέπει να γίνει;
Στρατηγικά, ο αντικειμενικός σκοπός θα πρέπει να είναι πλέον η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τον τερματισμό της σύγκρουσης, με σκοπό την αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης της έντασης των συγκρούσεων και την κατά το δυνατόν αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Να καταστούν επίσης σαφέστερα στον Πούτιν, οι συνέπειες της χρήσηςπυρηνικών όπλων.
Ως πρώτο βήμα για την επίτευξη αυτού του σκοπού θα πρέπει η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ να πείσουν και να εκφοβίσουν τον Πούτιν για τις πιθανές συνέπειες που θα συνεπάγεται για την Ρωσία και το λαό της η χρήση πυρηνικών όπλων. Θα πρέπει ο πρόεδρος Πούτιν να τεθεί ξεκάθαρα πλέον ενώπιων των ευθυνών του. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως κλιμάκωση της έντασης, αλλά δεν είναι. Άλλωστε ο κόσμος έζησε υπό το καθεστώς αυτό πολλές δεκαετίες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και η χρήση πυρηνικών όπλων έγινε ταμπού, αφού όλες οι πλευρές γνώριζαν τί θα σήμαινε μια κλιμάκωση της έντασης.
Το δεύτερο βήμα θα είναι να καταστεί σαφές στην ουκρανική πλευρά ότι η Δύση θα υποστηρίξει την αποκατάσταση του εδαφικού στάτους της Ουκρανίας που ίσχυε μέχρι την έναρξη της ρωσικής εισβολής την 24 Φεβρουαρίου 2002, αλλά τίποτε πέραν αυτού. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα τον δεχόταν ευχαρίστως και ο ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι, έστω και αν οι πρόσφατες επιτυχίες της ουκρανικής αντεπίθεσης έχουν αυξήσει τις φιλοδοξίες του ίδιου και των συμβούλων του. Αυτό μπορεί να είναι λογικό και θεμιτό από την πλευρά του, αλλά μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να αποβεί μοιραίο για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ένα τρίτο βήμα θα ήταν μία διεθνής διευθέτηση του θέματος της Κριμαίας. Μία πιθανή άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας θα ήταν εφικτή εάν η Ρωσία αποχωρούσε από τα εδάφη που κατέλαβε μετά την εισβολή της και μέχρι τον καθορισμό του πάγιου στάτους των εδαφών που προσάρτησε.
Ο τερματισμός αυτής της διαμάχης θα πρέπει να απασχολήσει πλέον σοβαρά τη διεθνή κοινότητα. Βέβαια, το τέλος της σύγκρουσης με αυτή τη μορφή ίσως να φαίνεται δύσκολο να το αποδεχτεί ο Πούτιν και να το θεωρήσει ως νίκη του. Μπορεί όμως με τη βοήθεια και τη δύναμη της προπαγάνδας του να πείσει την κοινή του γνώμη ότι αυτός σταμάτησε τις επιθετικές και εχθρικές βλέψεις των χωρών της Δύσης κατά της Ρωσίας και «αποναζιστικοποίησε» την Ουκρανία. Αυτό μπορεί να είναι παράλογο, αλλά ήταν και το αφήγημά του για την έναρξη των επιχειρήσεων.
Το αντίτιμο που θα πρέπει να πληρώσει η Δύση με αυτή τη στρατηγική λύση θα είναι να αποδεχτεί για αρκετό καιρό ακόμη τον Πούτιν στην εξουσία. Όμως, ποια είναι η εναλλακτική; Ένα πραξικόπημα που θα φέρει στην εξουσία πιθανόν άλλες εθνικιστικές δυνάμεις με μεγαλύτερη ισχύ; Χάος και κατάρρευση του κράτους της Ρωσίας;
Ηλίας Παπαδήμας, Σχης ε.α ΜΑ, Σπουδές Νοτιοανατολικής Ευρώπης