Για τους οικονομολόγους της γενιάς του Μπεν Μπερνάνκι, η ερμηνεία της Μεγάλης Ύφεσης ήταν, όπως ο ίδιος έχει γράψει, το «ιερό Δισκοπότηρο» της μακροοικονομικής, δηλαδή το φαινόμενο όπου όλα πήγαν στραβά και άρα χρειάζεται να ερμηνεύσουμε το γιατί.
Αυτό δεν είναι παράλογο, εάν σκεφτούμε τη διάχυτη πεποίθηση ότι στη δεκαετία του 1930 οι Κεντρικές Τράπεζες άργησαν να πάρουν μέτρα, συχνά στη βάση μιας προηγούμενης οικονομικής ορθοδοξίας που κατέρρεε μαζί με την οικονομία, οι εμπορικές τράπεζες αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δεν είχαν μηχανισμούς άμυνας απέναντι σε μια βαθιά κρίση, αλλά και μπορούσαν να την κάνουν ακόμη χειρότερη, την ώρα που οι κυβερνήσεις δεν είχαν τους μηχανισμούς διόρθωσης και παρέμβασης που θα τις έκαναν να περιορίσουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Από μια παράξενη ίσως τροπή της ιστορίας, ο Μπερνάνκι δεν θα ασχοληθεί μόνο ερευνητικά με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, αλλά και θα βρεθεί ο ίδιος αντιμέτωπος με μια μεγάλη οικονομική κρίση, αυτή του 2008 και μάλιστα από την πιο υπεύθυνη θέση αυτή του επικεφαλής της FED από το 2006 έως το 2014.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπερνάνκι σχεδόν ταυτόχρονα να κατηγορηθεί ότι δεν προέβλεψε την κρίση του 2008 και άρα δεν μπόρεσε να πάρει μέτρα έγκαιρα, αλλά και να υμνηθεί για τα μέτρα που πήρε μετά και κυρίως την επιλογή να κάνει πράξη ένα τεράστιο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης», μέσα από τη μαζική αγορά τίτλων στη δευτερογενή αγορά, που εξασφάλισε τελικά ότι οι επιπτώσεις από την κρίση ήταν πολύ μικρότερες.
Ένα μοντέλο για τις τραπεζικές κρίσεις
Από την άλλη πλευρά, οι Ντάγκλας Ντάιμοντ και Φίλιπ Ντίμπβιγκ, που μοιράζονται το φετινό βραβείο Νόμπελ για την οικονομία με τον Μπερνάνκι, κυρίως έγιναν γνωστοί για το πώς διαμόρφωσαν ένα μοντέλο για τις τραπεζικές κρίσεις (τα bank runs όταν σε περιόδους κρίσης και αναζήτησης ρευστότητας όλοι τρέχουν να «τραβήξουν» τις καταθέσεις τους), που στο τέλος δικαιολογεί την ασφάλιση των καταθέσεων από τις Τράπεζες και τη λειτουργία του κράτους ως δανειστή τελευταίας καταφυγής.
Η βασική διαίσθησή τους ήταν ακριβώς ότι οι τραπεζικές κρίσεις δεν είναι απλώς τα συμπτώματα ενεργών οικονομικών προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπιστούν αλλά φαινόμενα που μπορούσαν από μόνα τους να προκαλέσουν οικονομική καταστροφή.
Και αυτοί, στο άρθρο τους του 1983, με τίτλο “Bank Runs, Deposit Insurance, and Liquidity”, που δημοσιεύτηκε στο Journal of Political Economy και θεωρείται η πρώτη διατύπωση του «μοντέλου Ντάιμοντ-Ντίμπβιγκ», επικαλούνται τη σημασία της Μεγάλης Ύφεσης και τον ρόλο που έπαιξε εκεί η τραπεζική κρίση.
Για τους Ντάιμοντ και Ντιμπβιγκ το να υπάρχουν αυτές οι εξασφαλίσεις προς τις τράπεζες και τις καταθέσεις τους είναι ένας τρόπος ώστε να αποφεύγεται εκείνον το είδος τραπεζικής κρίσης που στο τέλος καταλήγουν να γίνονται κρίσεις ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, με ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα.
Οι κρίσεις της νέας εποχής
Τόσο ο Μπερνάνκι όσο και οι Ντάιμοντ και Ντίμπβιγκ διατύπωσαν θεωρητικά σχήματα που στη βάση της εμπειρίας της Μεγάλης Ύφεσης επέτρεπαν να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο πολιτικής που υπερέβαινε τα όρια μιας ορισμένης «μονεταριστικής» ορθοδοξίας που φάνηκε να επανέρχεται στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ως απάντηση στο τότε έντονο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού.
Αυτή η μετατόπιση προς την αποδοχή μεγάλης κλίμακας οικονομικών παρεμβάσεων ώστε να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, που στηριζόταν ακριβώς στην επίγνωση ότι μια τέτοια κρίση ρευστότητας διαμορφώνει όρους μιας κρίσης ρευστότητας που λειτουργεί ως καταστροφική «αλυσιδωτή αντίδραση» στην οικονομία, μπορεί να εξηγήσει γιατί μπόρεσε να υπάρξει μια απάντηση στην οικονομική κρίση του 2008, πιο γρήγορη στις ΗΠΑ, με μεγαλύτερη καθυστέρηση στην Ευρώπη που είχε (και εξακολουθεί να έχει…) όλες τις ακαμψίες της αρχιτεκτονικής ενός ενιαίου νομίσματος με «υπερεθνική» Κεντρική Τράπεζα, αλλά χωρίς μια αντίστοιχη κρατική ή υπερ-κρατική δομή και τον ανάλογο προϋπολογισμό.
Όμως, ταυτόχρονα χρειάζεται να έχουμε μια επίγνωση των ορίων έχει αυτός ο τρόπος σκέψης. Γιατί στην πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος σκέψης που κυρίως στηρίζεται στην ύπαρξη μηχανισμών που θα περιορίσουν τις επιπτώσεις μιας τραπεζικής κρίσης όταν αυτή ξεσπάσει. Είναι μια άποψη λιγότερη αισιόδοξη ίσως από αυτή της δεκαετίας του 1990 και μέρους της δεκαετίας του 2000 όταν θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να υπάρχει απλώς μια ακολουθία από «φούσκες» (δηλαδή υπερτιμολογήσεων διαφόρων αγοραίων assets) που η δημιουργία της επόμενης θα αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις από την προηγούμενη, αλλά παρ’ όλα αυτά χωρίς σαφή στρατηγική για την αντιμετώπιση ενός κόσμου όλο και πιο περίπλοκο.
Γιατί σε σχέση με τα μοντέλα που χρησιμοποίησαν στο αμιγώς θεωρητικό τους έργο οι οικονομολόγοι που πήραν φέτος το Νόμπελ, εντούτοις αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις αγορές είναι ολοένα και πιο περίπλοκο. Το είδαμε με τους κινδύνους από την υπερδιόγκωση των αγορών παραγώγων. Ζήσαμε τις επιπτώσεις από τη διαρκή τιτλοποίηση απαιτήσεων στο πώς μια κρίση σε μια κατηγορία στεγαστικών δανείων μετατράπηκε σε παγκόσμια ύφεση (προφανώς με την επικουρία και άλλων λόγων). Βλέπουμε σήμερα το πώς ο συνδυασμός ανάμεσα στον πληθωρισμό, τα υψηλότερα επιτόκια και τα ερωτήματα για το μέλλον των προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης» παράγει «σημειακές» αλλά παρ’ όλα αυτά εντυπωσιακές κρίσεις στις αγορές κεφαλαίων με απρόβλεπτες αφετηρίες και απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ποιος θα περίμενε ότι μια άσχημα επεξεργασμένη πρόταση οικονομικής πολιτικής, όπως αυτή της κυβέρνησης της Λιζ Τρας, θα συναντούσε τον τρόπο που μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές όπως τα Ταμεία Συνταξιοδότησης χρησιμοποιούσαν τα μακροπρόθεσμα ομόλογα και θα διαμόρφωνε έναν κίνδυνο κατάρρευσης ενός σημαντικού τμήματος της αγορας;.
Και βέβαια όλα αυτά επιτείνονται από τον ίδιο τον τρόπο που εφαρμόστηκαν οι προτροπές οικονομολόγων όπως ο Μπερνάνκι και οι Ντάιμοντ και Ντίμπβιγκ. Γιατί μπορεί να μειώθηκε ο κίνδυνος στον τραπεζικό τομέα, όμως έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο οι κίνδυνοι στο μη τραπεζικό χρηματοοικονομικό τομέα, την ώρα εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις η διαρκής εγγύηση της κρατικής «διάσωσης» οδηγεί συχνά τις τράπεζες στο αναλαμβάνουν περισσότερους κινδύνους από αυτούς που θα έπρεπε.
Η οικονομική επιστήμη σε αχαρτογράφητες εποχές
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και τα ίδια τα όρια της οικονομικής επιστήμης σε αχαρτογράφητες εποχές, όπως η σημερινή. Είτε μιλάμε για την τρέχουσα «ορθοδοξία» που θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένας συνδυασμός ανάμεσα στην νεοκλασική σύνθεση και πλευρές ενός μακροοικονομικού κεϋνσιανισμού (ιδίως ως προς την αποδοχή μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεων σε περιόδους κρίσης ή απότομης ύφεσης – π.χ. στην πανδημία), είτε για «ετεροδοξίες» όπως η Νέα Νομισματική Θεωρία, παραμένει το ίδιο πρόβλημα μιας αδυναμίας διαμόρφωσης ενός συνεκτικού θεωρητικού πλαισίου που να μπορεί να ενσωματώνει τη νέα περιπλοκότητα του χρηματοικονομικού τομέα και ταυτόχρονα να διατηρεί την διασύνδεση ανάμεσα σε αυτόν και την ίδια την παραγωγή, για να μπορεί να εξηγήσει τον τρόπο που διαμορφώνονται δυναμικές αλλά και εξαπλώνονται με εντυπωσιακή ταχύτητα επιπτώσεις.