Ο Ντεγκ Σιάο Πιννγκ συνδύαζε διάφορες ιδιότητες. Βετεράνος όχι μόνο της κινεζικής επανάστασης αλλά και των μεγάλων συγκρούσεων στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ ευθύνεται σε μεγάλο για τη στροφή που έκανε η Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Σε αντίθεση με τον Μάο που πίστευε ότι δουλειά του Κόμματος είναι να προωθεί «επαναστάσεις μέσα στην επανάσταση» και να «τολμά να αγωνίζεται, τολμά να νικά» ενάντια στον καπιταλισμό, ο Ντεγκ επέστρεψε σε μια άλλη παράδοση του μαρξισμού, ιστορικά συνδεδεμένη με τη Β΄ Διεθνή περισσότερο, που έλεγε ότι για τη σοσιαλιστική μετάβαση χρειαζόταν πρώτα να υπάρξει επαρκής καπιταλιστική ανάπτυξη.
Τότε διαμορφώθηκε και η ιδιαίτερη διπλότητα που χαρακτηρίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, δηλαδή η συνύπαρξη ανάμεσα σε μια ιδιωτική οικονομία της αγοράς και τον κυρίαρχο ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος, που δεν πρέπει να χάσει την εξουσία. Μάλιστα, στα χρόνια της «περεστρόικα» οι Κινέζοι έκαναν κριτικοί στους Σοβιετικούς συντρόφους τους, λέγοντάς τους ότι ήταν λάθος να προσπαθούν να προωθήσουν ταυτόχρονα την οικονομία της αγοράς και το τέλος του μονοπωλίου της εξουσίας του κόμματος. Άλλωστε, ο Ντεγκ ήταν αυτός που πήρε ουσιαστικά την απόφαση να καθαιρεθεί ο ηγέτης του κόμματος Ζάο Ζιγιάνγκ το 1989, επειδή διαφώνησε με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου σε βάρος των διαδηλωτών στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν.
Όμως, για τον Ντεγκ, που συχνά χρησιμοποιούσε τη φράση «άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, το θέμα είναι να πιάνει ποντίκια» και χαρακτηριζόταν από έναν πραγματισμό (που βεβαίως στην εποχή του Μάο ήταν αντικείμενο πολεμικής ως «ρεβιζιονισμός»), η εξουσία του κόμματος σήμαινε και ένα κόμμα που να μπορεί να «ενσωματώνει» τα αιτήματα από την κοινωνία αλλά και το ίδιο να έχει εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχους ώστε να μην επαναληφθεί το είδος εξουσίας (και προσωπολατρίας) που απολάμβανε ο Μάο Τσε Τουνγκ, ο οποίος στη δεκαετία του 1960 χρησιμοποίησε το τεράστιο κύρος που είχε για να ανατρέψει τον εσωκομματικό συσχετισμό και να εξαπολύσει την Πολιτιστική Επανάσταση σε μεγάλο βαθμό εναντίον της κομματικής γραφειοκρατίας.
Μία από τις αρχές που εισήχθησαν στην εποχή Ντεγκ ήταν αυτός του ορίου των θητειών, σύμφωνα με τον οποίο ο πρόεδρος της χώρας μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Αυτό συνδυαζόταν με μια έμφαση στη συλλογική ηγεσία, που εκφραζόταν μέσα από την Διαρκή Επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου.
Όμως, ήδη από το 2018 η σχετική πρόβλεψη του καταστατικού άλλαξε, παραπέμποντας στη δυνατότητα του Σι Τζινπίνγκ να επανεκλεγεί. Και αυτό αναμένεται να επικυρωθεί στο επερχόμενο 20ο Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ξεκινά την Κυριακή 16 Οκτωβρίου.
Η εποχή Σι
Η άνοδος του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία έλαβε χώρα σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Ο ίδιος προσπάθησε να της δώσει και μία διεθνή διάσταση μέσα από τη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος», που περιλαμβάνει μεγάλους διαδρόμους μεταφορών και επενδύσεων.
Ταυτόχρονα, έδωσε μεγάλη έμφαση στην αμυντική θωράκιση της Κίνας και την προσπάθεια να αρχίσει να αποκτά ένοπλες δυνάμεις με χαρακτηριστικά υπερδύναμης.
Όμως, την ίδια στιγμή ο Σι φάνηκε ότι προσπάθησε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση και στις έντονες εσωτερικές ανισότητες και αντιθέσεις της Κίνας. Πρωτοστάτησε σε κινήσεις κατά της ενδημικής διαφθοράς παραπέμποντας και υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη. Προσπάθησε να συγκρουστεί με τις μεγάλες κινεζικές εταιρείες της ψηφιακής οικονομίας, θεωρώντας ότι αποκτούσαν υπερβολική εξουσία. Επέμεινε στην προσπάθεια η Κίνα να αποκτήσει μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.
Παράλληλα, έδωσε μεγάλη έμφαση στην προσπάθεια η Κίνα να αποκτήσει περισσότερο «αυτοδύναμα» χαρακτηριστικά στο οικονομικό της μοντέλο, μέσα από τη στρατηγική Made in China. Αυτό έγινα ακόμη πιο έντονο από τη στιγμή που οι ΗΠΑ φάνηκε ότι επέλεγαν μια περισσότερο «συγκρουσιακή» οικονομική πολιτική, πρώτα με τον «εμπορικό πόλεμο» του Τραμπ, έπειτα με τις κυρώσεις σε βάρος κολοσσών όπως η Huawei και τώρα με την προσπάθεια να αποκοπεί η Κίνα από την πρόσβαση σε υψηλής τεχνολογίας τσιπ και στην τεχνολογία για την κατασκευή των τσιπ.
Η δοκιμασία της πανδημίας
Η πανδημία είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία της εποχής Σι. Η κινεζική κυβέρνηση φάνηκε αρχικά να έχει μεγάλες επιτυχίες περιορίζοντας το αρχικό ξέσπασμα στη Χουν, αποφεύγοντας, αυτά που έζησαν άλλες χώρες.
Όμως, από ένα σημείο και μετά η στρατηγική Zero Covid που έχει επιλέγει έχει αρχίσει να γεννά μεγάλη δυσαρέσκεια. Ο λόγος είναι ότι αυτή η στρατηγική δημιουργεί αλλεπάλληλα λοκντάουν σε περιοχές που έχουν κρούσματα, που προκαλούν συχνά αγανάκτηση στους κατοίκους και προκαλώντας αναταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες, καθώς σε αυτές τις περιοχές αναγκάζονται μεγάλες μονάδες να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Η προσπάθεια αντιμετώπισης της «φούσκας ακινήτων»
Στο ίδιο πλαίσιο της προσπάθεια να περιοριστούν ορισμένες μορφές ανεξέλεγκτης επιχειρηματικής δράσης, είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που η κινεζική κυβέρνηση ουσιαστικά αφήνει να σκάσει η «φούσκα των ακινήτων» στην Κίνα, κυρίως μέσα από τον τρόπο που μεγάλα οικιστικά πρότζεκτ ξεμένουν από χρηματοδότηση ή δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους με αποτέλεσμα κτίρια να μένουν ημιτελή, διαμερίσματα να μην μπορούν να παραδοθούν στους αγοραστές τους, υποχώρηση των τιμών των ακινήτων και μεγάλο κίνδυνο αυτό να συμβάλει σε ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας.
Η αυταρχική στροφή
Η περίοδος Σι Τζινπίνγκ χαρακτηρίστηκε από εντονότερη στροφή προς μεγαλύτερο έλεγχο απέναντι στην κινεζική κοινωνία. Αυτό είχε τόσο το χαρακτήρα μιας μεγαλύτερης προσπάθειας να δοθεί η εικόνα ότι το κόμμα νοιάζεται για τις ανάγκες των πολιτών (εξ ου και η σημασία των εκστρατειών κατά της διαφθοράς), αλλά και ενός αυστηρότερου πολιτικού ελέγχου.
Αυτό φάνηκε καταρχάς στην εντατικοποίηση της επιτήρησης στην επαρχία Σιντσιάνγκ, όπου βρίσκεται ο κύριος όγκος της μειονότητας των Ουιγούρων, με τη Δύση να καταγγέλλει την Κίνα ότι παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αντίστοιχα εντάθηκε και η προσπάθεια για πιο αυταρχικό πλαίσιο στο Χονγκ Κονγκ, όπου υπήρξαν και μεγάλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, σε μια πολιτική που ουσιαστικά αποτελεί μια μετατόπιση από την αρχή «μία χώρα – δύο συστήματα».
Ιδεολογικά ο Σι προσπάθησε να ενισχύσει τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος, με μια μεγαλύτερη έμφαση στην κομματική παρουσία στη μελέτη του μαρξισμού (αλλά και της σκέψης «Σι Τζινπίνγκ» και του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά»), κάτι που συχνά παρουσιάζεται ως «μαοϊκή» στροφή αλλά στην πραγματικότητα έχει πολύ περισσότερο να κάνει με μια προσπάθεια να αποφευχθεί μια κατάσταση όπου η «σοσιαλιστική» ιδεολογική αναφορά γίνεται απλώς ένα κενό κέλυφος, υπονομεύοντας τελικά το κύρος του κόμματος.
Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Δύση
Παρότι ο Σι ξεκίνησε τη θητεία του σε μια περίοδο που οι σινοαμερικανικές σχέσεις έδειχναν σχετικά ομαλές, στα χρόνια που πέρασαν κλιμακώθηκε η ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Μπορεί οι ΗΠΑ να μην αντιμετωπίζουν την Κίνα κατά τρόπο ανάλογο της Ρωσίας, όμως, ιδίως ύστερα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι εμφανές ότι ολοένα και περισσότερο η Κίνα αντιμετωπίζεται ως η απειλή σε όλα τα επίπεδα. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο (σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης είναι πρώτη) ότι αναπτύσσει τις ένοπλες δυνάμεις της και αποκτά χαρακτηριστικά τεχνολογικής αυτοδυναμίας. Ακόμη και σε τομείς όπου είναι αδύναμη, δείχνει σχετικά γρήγορα να βρίσκει λύσεις, όπως φαίνεται από τον τρόπο που προσπαθεί να απαντήσει στο εμπάργκο στα τσιπ υψηλής τεχνολογίας και την τεχνολογία για να την παραγωγή τους.
Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ένα μέρος της έντασης της σύγκρουσης στην Ουκρανία έχει να κάνει και με το πώς η Δύση θέλει να απαντήσει σε μια διαφαινόμενη «ευρασιατική σύγκλιση» ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα.
Από την άλλη, ο τρόπος που η Δύση προωθεί μια εικόνα ενός κόσμου πιο διαιρεμένου, μπορεί τακτικά να πιέζει την Κίνα, όμως διευκολύνει μια γραμμή όπως του Σι που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην κινεζική ισχύ.
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Σε πείσμα των διαφόρων φημών που επανέρχονται κατά καιρούς για πραξικοπήματα σε βάρος του Σι, η πραγματικότητα είναι ότι απολαμβάνει της μεγαλύτερος ισχύος στο εσωτερικό του κόμματος που είχε δει ηγέτης εδώ και πολλά χρόνια.
Την ίδια στιγμή οι προκλήσεις μπροστά του είναι μεγάλες.
Καταρχάς υπάρχουν οι προκλήσεις στην οικονομία. Η κινεζική ηγεσία σαφώς προκρίνει την αναδιάρθρωση της οικονομίας και κάποιου είδους κοινωνική συνοχή απέναντι στους «τρελούς» ρυθμούς ανάπτυξης, θέλει να εκμεταλλευτεί το «βάθος» της κινεζικής οικονομίας και να μπορέσει να εξασφαλίσει μεσοπρόθεσμη αυτάρκεια. Όμως, πέραν της ισχύος των κολοσσών της ψηφιακής οικονομίας έχει να αντιμετωπίσει το τι θα κάνει με τα σωρευμένα προβλήματα ενός μοντέλου που στηρίχτηκε και στην ανεξέλεγκτη υποδομών και κατοικιών και μια μεγάλη βαρύτητα των επενδύσεων που δεν αντιστοιχούν σε ανάπτυξη. Αντίστοιχα, έχει να αντιμετωπίσει όλη την μεγάλη πρόκληση της κινεζικής «Πράσινης Μετάβασης» σε μια χώρα που ακόμη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ορυκτά καύσιμα. Και βέβαια ως προς την κοινωνική συνοχή χρειάζεται όντως να δει τι σημαίνει διαμόρφωσε ενός «κοινωνικού κράτους», μια που μέχρι τώρα η άτυπη «συναίνεση» ότι το κόμμα βελτιώνει την ευημερία και άρα δεν χρειάζονται κινήματα και διαμαρτυρίες δεν είναι αυτονόητη, όσο εκτεταμένος και εάν είναι ο κατασταλτικός μηχανισμός (και οι δυνατότητες ψηφιακής επιτήρησης).