του Simon Johnson* (Project Syndicate)
Η παράνομη προσάρτηση τεσσάρων περιοχών της Ουκρανίας από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που ισχυρίζεται ότι τώρα θεωρούνται μέρος της Ρωσίας, αντιπροσωπεύει μείζονα κλιμάκωση του πολέμου που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο. Οι παραλληλισμοί με τη στρατηγική επέκτασης του Χίτλερ γίνονται όλο και πιο βάσιμοι, μέρα με τη μέρα. Αντιμέτωπος με τις προελαύνουσες ουκρανικές δυνάμεις, ο πρόεδρος της Ρωσίας διατάζει τις δυνάμεις του να βάλλουν με πυραύλους και πυροβολικό αδιακρίτως εναντίον αμάχων. Απ’ οπου απωθούνται τα στρατεύματά του, εντοπίζονται και άλλα στοιχεία για εγκλήματα πολέμου και μαζικές δολοφονίες.
Και όμως, σε κάποιες περιοχές της Ευρώπης, συνεχίζει να υπάρχει η επιθυμία να δοθεί στον Πούτιν τουλάχιστον ένα μέρος από αυτά που θέλει, θεωρώντας ότι τότε θα σταματήσει και οι οικονομικές σχέσεις θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε κάτι που μοιάζει με την πρότερη κατάσταση. Τουλάχιστον κατ’ ιδία, κορυφαίοι Γερμανοί βιομήχανοι επιχειρηματολογούν υπέρ κατευνασμού τύπου Μονάχου. Αλλά η συνεννόηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν δεν σταμάτησε τον Χίτλερ και μια παρόμοια προσέγγιση δεν θα σταματήσει τον Πούτιν, ο οποίος έχει σχέδια για τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και πιθανώς άλλα κράτη.
Διαβάστε επίσης – Μισέλ: Το σαμποτάζ στο Nord Stream 2 είναι απειλή για την ΕΕ
Ευτυχώς, υπάρχει καλύτερος τρόπος: μια μεγάλη προσπάθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση για εξοικονόμηση ενέργειας και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε συνδυασμό με ένα αυστηρό πλαφόν τιμών στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και άνθρακα και προθυμία να μειώνεται αυτό το πλαφόν κάθε φορά που ο Πούτιν κλιμακώνει περαιτέρω.
Η μεγαλύτερη ευπάθεια της Ευρώπης
Η ρωσική επιθετικότητα έχει αποκαλύψει πλήρως τη μεγαλύτερη ευπάθεια της Ευρώπης: Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι ηγέτες της Δυτικής Ευρώπης –ιδιαίτερα της Γερμανίας– ασπάστηκαν την ιδέα ότι η Ρωσία ήταν και πάντα θα ήταν ένας αξιόπιστος προμηθευτής φθηνής ενέργειας. Ολόκληροι βιομηχανικοί τομείς, καθώς και κάποιες προσωπικές περιουσίες, οικοδομήθηκαν πάνω σε αυτή την υπόθεση.
Τώρα ξέρουμε ότι ήταν παγίδα. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία κοστίζει περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ (980 εκατομμύρια δολάρια) ημερησίως, ποσό που είναι περίπου ίσο με αυτό που αποκομίζει η Ρωσία από την πώληση ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη.
Σε προσωπικό επίπεδο, οι Ευρωπαίοι έχουν ανοίξει τις καρδιές και τα σπίτια τους στους Ουκρανούς πρόσφυγες. Ως καταναλωτές και παραγωγοί, ωστόσο, συνεχίζουν να στέλνουν στον Πούτιν το σκληρό νόμισμα που χρειάζεται για να κρατήσει αυτούς τους πρόσφυγες μακριά από τα σπίτια τους και να επιτεθεί με ιρανικά drones αυτοκτονίας στα σπίτια όσων παραμένουν στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν χρειάζεται σκληρό νόμισμα για την αγορά στρατιωτικών προμηθειών από την Κίνα (συμπεριλαμβανομένων πυραύλων) και οπλικά συστήματα από τη Βόρεια Κορέα. Χρειάζονται επίσης ευρώ για να αποφευχθεί η κατάρρευση του ρουβλίου.
Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας που φεύγουν τώρα από τη Ρωσία παίρνουν αναμφίβολα τις οικονομίες τους μαζί τους – μετατρέποντας τις από ρούβλια σε κάποιο ξένο νόμισμα. Με τα συναλλαγματικά της αποθέματα παγωμένα, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας χρειάζεται την καθημερινή ροή ευρώ από τις πωλήσεις ενέργειας προς την Ευρώπη.
Ο Πούτιν δοκιμάζει τα όρια του
Και τώρα υπάρχουν υποψίες ότι οι Ρώσοι επιτέθηκαν θρασύτατα στους αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream. Σκοπός δεν ήταν να διαταραχθούν οι ροές φυσικού αερίου – δεν χρειάζονται δολιοφθορές για να επιτευχθεί αυτό, και οι αγωγοί δεν μετέφεραν πολύ αέριο προς πώληση. Αντίθετα, ο Πούτιν δοκιμάζει τα όρια του τι μπορεί να κάνει το καθεστώς του χωρίς επιπτώσεις.
Τι θα γίνει αν κάποιο διυλιστήριο πετρελαίου πιάσει φωτιά; Τι θα γίνει αν συμβεί «ατύχημα» σε πυρηνικό εργοστάσιο; Ο Πούτιν θέλει να μάθει πώς θα αντιδράσουν οι ευρωπαίοι ηγέτες – υπολογίζοντας ότι πιθανότατα δεν θα κάνουν τίποτα από το φόβο πιο άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία. Μόλις ο Πούτιν βρει τα σωστά σημεία πίεσης, θα κλιμακώσει περαιτέρω – με στόχο να διακόψει την προμήθεια όπλων και την οικονομική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Τριπλή απάντηση
Η σωστή απάντηση από την Ευρώπη σε αυτήν την κατάσταση θα ήταν τριπλή. Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει πανευρωπαϊκή στρατηγική που θα εφαρμόζει αμέσως όλα τα πιθανά μέτρα ενεργειακής απόδοσης, μαζί με ένα συντονισμένο πρόγραμμα επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Θα ήταν απλό για την ΕΕ να πείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι πρέπει να υπάρξει σημαντική αλλαγή στις πηγές ενέργειας τα επόμενα 5-10 χρόνια και τα οφέλη θα επεκταθούν πολύ πέρα από την Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αναλογιστούν τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν και την τεχνολογία που θα μπορούσε να βελτιωθεί από κάποια από τα πιο καινοτόμα άτομα παγκοσμίως, εάν δεσμευόταν το κατάλληλο επίπεδο και είδος πόρων με ολοκληρωμένο τρόπο.
Το δεύτερο σκέλος είναι να υιοθετηθεί σωστά και να εφαρμοστεί πλήρως το προτεινόμενο ανώτατο πλαφόν της G7 για το πετρέλαιο – και να επεκταθεί η ίδια αρχή στον άνθρακα. Και στις δύο περιπτώσεις, τα πλοία της ΕΕ και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι απαραίτητα για τις ρωσικές εξαγωγές. Σύμφωνα με το προτεινόμενο καθεστώς, αυτές οι εξαγωγές μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν δυτικές υπηρεσίες, αλλά μόνο εάν το τίμημα που καταβάλλεται στη Ρωσία είναι χαμηλότερο από την παγκόσμια τιμή.
Το τελευταίο στοιχείο αφορά το πόσο «χαμηλότερο από την παγκόσμια τιμή» θα πρέπει να είναι το πλαφόν. Κάθε φορά που ο Πούτιν κλιμακώνει, το πλαφόν πρέπει να κατεβαίνει. Για παράδειγμα, εάν η G7 εξέταζε προηγουμένως ένα ανώτατο όριο $50, οι επιθέσεις κατά του Nord Stream θα πρέπει να το μειώσουν στα $45 και η τετραπλή «προσάρτηση» θα πρέπει να το μειώσει περαιτέρω, ίσως στα $35. Δεδομένου ότι το οριακό κόστος παραγωγής για το ρωσικό πετρέλαιο είναι μικρότερο από $10, το Κρεμλίνο θα εξακολουθούσε να έχει κίνητρο για εξαγωγές.
Εάν ο Πούτιν αποσυρθεί από την Ουκρανία και σταματήσει να σκοτώνει ανθρώπους, το ανώτατο όριο τιμών θα μπορούσε να αυξηθεί ξανά. Αλλά πόσες ελεύθερες ταμειακές ροές θα πρέπει πραγματικά να θέλει η Ευρώπη να κερδίσει ο Πούτιν – ή οποιοδήποτε ρωσικό καθεστώς στο προβλεπόμενο μέλλον.
*Ο Simon Johnson, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι καθηγητής στο Sloan School of Management του MIT και συμπρόεδρος της Συμμαχίας Πολιτικής COVID-19.