Οι αρχές του Καζακστάν απέρριψαν σήμερα αίτημα της Ρωσίας να απελάσουν τον Ουκρανό πρεσβευτή για σχόλια που έκανε σχετικά με δολοφονία Ρώσων, επιπλήττοντας τη Μόσχα ότι χρησιμοποίησε έναν ανάρμοστο τόνο μεταξύ «ίσων στρατηγικών εταίρων».
Οι σχέσεις της Ρωσίας με το Καζακστάν και κάποιες άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες έχουν ενταθεί στη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, ιδίως εξαιτίας των προσπαθειών του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να αθετήσει τις συνοριακές συμφωνίες που επιτεύχθηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Αντικατάσταση του πρέσβη ζήτησε το Καζακστάν
Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν όταν ο πρεσβευτής της Ουκρανίας στην Αστάνα Πέτρο Βρουμπλέφσκιι δήλωσε τον Αύγουστο σε συνέντευξη με τοπικό μπλόγκερ, αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία, πως «όσους περισσότερους Ρώσους σκοτώσουμε τώρα, τόσο λιγότερους από αυτούς θα χρειαστεί να σκοτώσουν τα παιδιά μας».
Η Ρωσία απαίτησε από το Καζακστάν να απελάσει τον διπλωμάτη, αλλά η Αστάνα ζήτησε αντ΄αυτού από το Κίεβο να τον αντικαταστήσει, λέγοντάς του πως τα σχόλιά του ήταν απαράδεκτα για μία χώρα που έχει μια μεγάλη ρωσική μειονότητα.
Η οργή της Ζαχάροβα και η αντίδραση του καζακικού ΥΠΕΞ
Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε χθες, Τρίτη, πως η Μόσχα «εξοργίστηκε» από το γεγονός ότι ο Βρουμπλέφσκιι εξακολουθεί να βρίσκεται στην Αστάνα, και κάλεσε τον Καζάκο πρεσβευτή.
Ο εκπρόσωπος του καζακικού υπουργείου Εξωτερικών Αϊμπέκ Σμαντιγιάροφ χαρακτήρισε σήμερα τον τόνο της Ζαχάροβα «ασύμβατο με τη φύση των συμμαχικών σχέσεων ανάμεσα στο Καζακστάν και τη Ρωσία ως ίσων στρατηγικών εταίρων» και πρόσθεσε πως ο Ρώσος πρεσβευτής θα κληθεί με τη σειρά του στο καζακικό ΥΠΕΞ.
Ο Σμαντιγιάροφ δήλωσε πως ο Βρουμπλέφσκιι θα φύγει από το Καζακστάν μόλις τοποθετηθεί νέος Ουκρανός πρεσβευτής.
Το Καζακστάν διατηρεί παραδοσιακά στενές οικονομικές σχέσεις και σχέσεις ασφαλείας με τη Ρωσία, αλλά αποστασιοποιήθηκε από τη Μόσχα αφότου εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο.
Η Αστάνα έχει κάνει έκκληση για μια ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης –την οποία η Μόσχα χαρακτηρίζει «ειδική στρατιωτική επιχείρηση»– και αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα δημοψηφίσματα μέσω των οποίων η Ρωσία προσάρτησε τμήματα της Ουκρανίας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ