Παρατηρώ πολλές φορές το πώς χειριζόμαστε τις δημοσκοπήσεις.
Τις περισσότερες φορές τρέχουμε να σταθούμε στην προβολή που κάνουν ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μετράμε τις ενδεχόμενες επιδόσεις των κομμάτων, τις διαφορές ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα, το ποια κόμματα φαίνεται να μπαίνουν στη Βουλή, το εάν υπάρχει δυναμική αυτοδυναμίας.
Μόνο που παραβλέπουμε ότι τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα και κάποιες φορές το τωρινό αποτύπωμα δεν είναι και αυτό που θα γίνει πράξη την ώρα της κάλπης.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος γνωρίζει πια καλά και το πώς λειτουργούν οι δημοσκοπήσεις και ενίοτε μπορεί να θέλει (ή και να μην θέλει) να «στείλει ένα μήνυμα».
Άλλωστε, είναι σαφές ότι ζούμε σε μια εποχή όπου οι «σκληροί» πυρήνες κομματικής επιρροής είναι πιο περιορισμένοι σε σχέση με άλλες εποχές.
Ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων παραμένουν μετακινούμενοι και ταλαντευόμενοι. Είτε δηλώσουν μια επιλογή που σκέφτονται να ψηφίσουν είτε πάνε σε ψήφο «αναποφάσιστου».
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι όλα αυτά θα κριθούν αρκετά κοντά στις κάλπες.
Και όταν λέω θα κριθούν, αναφέρομαι στα ερωτήματα που αυτή τη στιγμή είναι ανοιχτά. Αυτά δεν είναι εάν για παράδειγμα μπορεί να αμφισβητηθεί η πρωτιά της ΝΔ, αλλά εάν θα έχει εκείνη τη φθορά που θα καθιστά ανέφικτη την αυτοδυναμία και αντίστοιχα θα αναδεικνύει με «μαθηματικό τρόπο» το ενδεχόμενο ενός «μετώπου της αντιπολίτευσης».
Όμως, εγώ θεωρώ ότι εάν κάτι έχει ενδιαφέρον στις δημοσκοπήσεις είναι ο τρόπος που αναδεικνύονται υπαρκτά ρεύματα δυσαρέσκειας στην κοινωνία.
Το βλέπουμε κυρίως στον τρόπο που ζητήματα όπως η ακρίβεια και η ενέργεια αναδεικνύονται σε βασικούς παράγοντες ανησυχίας για την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Και τα όρια ανάμεσα στη ανησυχία, τη δυσαρέσκεια, την οργή και την απόρριψη είναι μικρά.
Οι κοινωνίες κάποιες στιγμές δείχνουν «ήσυχες».
Οι άνθρωποι δείχνουν να θέλουν κυρίως να «τα βγάλουν πέρα» και να περάσουν «κάπως καλά».
Όμως, όσο περισσότερη δυσκολία συναντούν, όσο περισσότερα εμπόδια, όσο νιώθουν ότι τα πράγματα χειροτερεύουν χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, τόσο πιο πιθανό είναι να αρχίσουν να αναρωτιούνται «τις πταίει».
Μπορεί, όντως, να σκεφτούν ότι φταίει ο πόλεμος.
Μπορεί να σκεφτούν ότι φταίει η κυβέρνηση.
Μπορεί να σκεφτούν ότι φταίει το πολιτικό σύστημα.
Και μπορεί να εκραγούν, είτε ηχηρά, εάν υπάρξει κάποια «αφορμή», είτε πιο σιωπηρά την ώρα της κάλπης.
Και τότε τα αποτελέσματα είναι απρόβλεπτα.