Μέχρι τώρα αντιμετωπίζαμε την τρέχουσα οικονομική συγκυρία με όρους που κυρίως έρχονταν από το παρελθόν, όπως για παράδειγμα ήταν προσπάθεια να δούμε την αύξηση του πληθωρισμού με βάση την εμπειρία του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970.
Μικρή προσπάθεια έγινε να δούμε το τοπίο που διαμορφώνεται ως ένα νέο τοπίο, τμήμα της εποχής που παραμένει ακόμη αχαρτογράφητη, με κρίσεις που αποτυπώνουν τις αντιφάσεις που αναδύθηκαν από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1980 και μετά: τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση και διεθνοποίηση των τραπεζικών συστημάτων, την εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους, την χωρίς προηγούμενο «χρηματιστικοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας, και την ανάπτυξη εξαιρετικά σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων και συναλλαγών.
Τα χαρακτηριστικά αυτά συνδυάστηκαν με την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, τη διαμόρφωση εξαιρετικά σύνθετων και αλληλεξαρτώμενων εφοδιαστικών αλυσίδων και νέες μορφές διεθνούς καταμερισμού εργασίας.
Στη συγκυρία πρώτα της πανδημίας και στη συνέχεια του πολέμου στην Ουκρανία και των νέων διαιρέσεων του σύγχρονου κόσμου – διαιρέσεις που έχουν να κάνουν και με την οικονομία, εάν αναλογιστούμε τον οικονομικό πόλεμο των ΗΠΑ κατά της Κίνας στην υψηλή τεχνολογία – όλα αυτά τα γνωρίσματα οδήγησαν στην εμφάνιση κρισιακών τάσεων: από την έκρηξη του πληθωρισμού (που δεν μπορεί να αποδοθεί στους «μισθούς και τα συνδικάτα» ή στην «ακαμψία» της οικονομίας), έως τις νέες υφεσιακές δυναμικές.
Την ίδια ώρα ο τρόπος σκέψης όσων χαράσσουν οικονομική πολιτική εξακολουθεί να σφραγίζεται από τα χαρακτηριστικά μιας προηγούμενης εποχής: την αντίληψη ότι οι φόροι είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη, την αντιμετώπιση του πληθωρισμού μέσω της πολιτικής επιτοκίων, τον περιορισμό της κρατικής παρέμβαση στον «τραπεζικό κεϋνσιανισμό» των προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης».
Όλα αυτά απλώς μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα.
Το βρετανικό πείραμα
Η νέα κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας αποφάσισε ταυτόχρονα να ξοδέψει έως 60 δισεκατομμύρια λίρες για να βοηθήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τα κόστη ενέργειας και ταυτόχρονα προχώρησε σε περικοπές στη φορολογία εισοδήματος και τη φορολογία των επιχειρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο πίστευε η Λιζ Τρας ότι θα μπορούσε να κάνει πράξη το ιδιαίτερο οικονομικό της πρόγραμμα.
Όμως, ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυξημένα έξοδα και μειωμένα έσοδα, σημαίνει αυξημένο δανεισμό και άρα μια αύξηση στο δημόσιο χρέος της Βρετανίας πάνω από 400 δισεκατομμύρια λίρες ή σχεδόν 20% του ΑΕΠ. Με δεδομένο ότι το χρέος της Μεγάλης Βρετανίας είναι ήδη στο 100% του ΑΕΠ, άρα η Βρετανία έμπαινε σε φάση μεγάλου χρέους, οι αγοράς απάντησαν χτυπώντας τις τιμές των βρετανικών ομολόγων. Μόνο που όταν πέφτουν οι τιμές των ομολόγων, ανεβαίνουν οι αποδόσεις τους, δηλαδή ανεβαίνουν τα επιτόκιά τους.
Η εκ των πραγμάτων αύξηση των επιτοκίων με βάση τους όρους διαπραγμάτευσης των ομολόγων στις αγορές ήρθε να συναντηθεί με τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα ως μέσο για να αντιμετωπιστεί η εκτίναξη του πληθωρισμού.
Επομένως, όλα αυτά σήμαιναν ότι σχετικά ξαφνικά το κόστος δανεισμού αλλά και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ανέβηκε πάρα πολύ.
Ορισμένοι επενδυτές όπως τα Ταμεία Συνταξιοδότησης που έχουν μεγάλο όγκο ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό τους είχαν ένα διπλό χτύπημα. Και αυτό γιατί τέτοια Ταμεία τείνουν να επενδύουν σε μακροπρόθεσμα ομόλογα αντλώντας κεφάλαια από την αγορά με βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Τώρα είδαν να ανεβαίνουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια και να καταρρέουν οι τιμές των ομολόγων στα χαρτοφυλάκιά τους, κοντολογίς ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός.
Αυτό έγινε ακόμη χειρότερα από τη διαρκή προσπάθεια τέτοιων ταμείων να αγοράζουν ομόλογα που τα χρησιμοποιούν ως εγγύηση για να δανειστούν ώστε να αγοράσουν ακόμη περισσότερα ομόλογα. Όμως, εάν η αξία των ομολόγων που χρησιμοποιούν ως εγγύηση υποχωρήσει σημαντικά, τότε δεν μπορούν να δανειστούν.
Στην κορύφωση της κρίσης όταν οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων έφτασαν το 7-8% από 4,5%, αυτό σήμαινε ότι το 90% των Συνταξιοδοτικών Ταμείων θα ξέμεναν από εγγυήσεις. Και αυτό θα ήταν καταστροφή αφού θα κατέρρεε ο μηχανισμός με τον οποίο διαρκώς δανείζονται.
Η απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας να αγοράσει 65 δισεκατομμύρια αυτών των ομολόγων ήταν αναγκαστικά για να μην καταρρεύσει το σύστημα που είχε φτάσει ουσιαστικά σε μια κρίση ρευστότητας.
Ένας αέρας κρίσης στις αγορές
Δεν είναι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία που παρατηρούμε τέτοιες τάσεις. Η απόδοση του δεκαετούς US treasury, που είναι ένας δείκτης αναφοράς για το παγκόσμιο κόστος δανεισμού, έχει περάσει το 4%, ενώ στο τέλος Αυγούστους ήταν 3,2%. Αλλά και το παραδοσιακά πιο ευμετάβλητο διετές επίσης έχει δει την απόδοσή του να αυξάνει κατά 3,55% φέτος.
Σε άλλε αγορές αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού και ο περιορισμός της ρευστότητας έχει ακόμη πιο έντονες μορφές όπως είναι για παράδειγμα η κατάρρευση των τιμών του bitcoin.
Όμως, όλα αυτά έχουν μια ευρύτερη επίπτωση στην οικονομία. Σε μεγάλο βαθμό οι υψηλές κερδοφορίες σε όλη την περίοδο μετά την κρίση του 2008, με την εξαίρεση της ύφεσης εξαιτίας της πανδημίας φυσικά, συνδυάστηκαν και ως ένα βαθμό στηρίχτηκαν σε μια διαρκή υποχώρηση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού. Αυτό δημιουργούσε ρευστότητα αλλά και ευκαιρίες για κέρδη από επενδύσεις στη χρηματοπιστωτική σφαίρα που έγιναν τμήμα της στρατηγικής όλων των μεγάλων ομίλων.
Εάν ισχύουν οι εκτιμήσεις για υποχώρησης τη κερδοφορίας σε συνδυασμό με τη αυτή την άνοδο των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού, τότε είναι πιθανό να έχουμε τα σημάδια μιας συνολικότερης οικονομικής κρίσης, που αυτή τη φορά θα συμπέσει και με την κλιμάκωση της γεωπολιτικής έντασης.