Η απόφαση της Ρωσίας να προσαρτήσει τις περιοχές της Ουκρανίας που σήμερα βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ρωσικών δυνάμεων και των δυνάμεων των «λαϊκών δημοκρατιών» δεν αποτελεί μια «συμβολική κίνηση», ούτε έχει να κάνει απλώς με κάποια τόνωση του «πατριωτισμού» στη Ρωσία, παρότι προφανώς και αυτό το στοιχείο είναι υπαρκτό.
Στην πραγματικότητα σηματοδοτεί την οριστική απόφαση της Ρωσίας να αντιμετωπίσει την στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία ως μια σύγκρουση ανάμεσα στη «Συλλογική Δύση» και τη Ρωσία.
Η απόφαση για την προσάρτηση σημαίνει ότι η γραμμή του μετώπου στην Ουκρανία γίνεται πλέον το σύνορο της Ρωσίας και οποιαδήποτε επίθεση σε αυτή τη γραμμή του μετώπου θα αντιμετωπίζεται ως επίθεση ενάντια στην ίδια τη Ρωσία. Και αυτό θα αφορά όλο και περισσότερο και τη χρήση των δυτικών οπλικών συστημάτων ή την τυχόν παρουσία δυτικών «συμβούλων» στην ουκρανική πλευρά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ουσιαστικά η απόφαση για την ενσωμάτωση σημαίνει και το τέλος οποιασδήποτε συζήτησης για μια διευθέτηση των θεμάτων με διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Προφανώς και η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη ήταν η βασική ρήξη, καθώς τότε οριστικά εγκαταλείφθηκε κάθε σκέψη που θα κινείτο στα όρια των «Συμφωνιών του Μινσκ» ή έστω μια παραλλαγής του. Όμως, τώρα είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται να συζητήσει με την Ουκρανία παρά μόνο στη βάση των τετελεσμένων.
Σημαίνει αυτό και το τέλος κάθε διαπραγμάτευσης; Όχι η Ρωσία ορίζοντας ως αντίπαλο τη «Συλλογική Δύση» ορίζει και τον δυνητικό συνομιλητή. Όμως, η απόφαση για την τυπική προσάρτηση – αντί για παράδειγμα για την απλή «σταθεροποίηση» της γραμμής του μετώπου, σημαίνει ότι οποιαδήποτε συζήτηση θα ξεκινά από την παραδοχή του συσχετισμού που έχει διαμορφωθεί.
Το τέλος της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» και η αρχή του πολέμου
Ο συνδυασμός ανάμεσα στην απόφαση για προσάρτηση των περιοχών αυτών στη Ρωσική Ομοσπονδία και την απόφαση για μερική επιστράτευσης τη Ρωσία με σκοπό την αύξηση κατά περίπου 300.000 των Ρώσων ένστολων στην Ουκρανία, σηματοδοτεί και την αλλαγή του ίδιου του χαρακτήρα του πολέμου.
Μέχρι τώρα η Ρωσία αντιμετώπισε τον πόλεμο ως όντως μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Το άθροισμα ανάμεσα στις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, τις τσετσενικές δυνάμεις και τους μισθοφόρους της Wagner ουδέποτε έφτασε στην κλίμακα του να μπορεί να διαχειριστεί την υπεράσπιση όλης αυτής της περιοχής, ακόμη και με την υπέρτερη ισχύ βομβαρδισμού που διαθέτει η Ρωσία.
Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» προϋπέθετε ότι ορισμένες εξελίξεις θα αποτελούσαν τελικά αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούσαν μοχλό πίεσης. Προφανώς και υπήρχε και μια επένδυση στο ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη αποδιάρθρωση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, κάτι που δεν υπήρξε και εξαιτίας της πολύ μεγάλης υποστήριξης από τη Δύση και σε εξοπλισμό και σε εκπαίδευση και σε σχεδιασμό επιχειρήσεων. Όμως, υπήρχε και μια «πολιτική» αντιμετώπιση της κατάστασης, με την έννοια μιας ενδεχόμενης στροφής και της Δύσης προς τη διαπραγμάτευση.
Πλέον, όμως, είναι σαφές ότι η Ρωσία εκτιμά ότι μπορεί να επιβάλλει όρους μόνο ένοπλα και άρα θα κλιμακώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην κλίμακα που αυτό απαιτείται. Κάτι που φάνηκε και με την πυραυλική επίθεση στη Ζαπορίζια.
Αυτό εντάσσεται και σε μια προσπάθεια να έχει η Ρωσία την πρωτοβουλία της κλιμάκωσης – αυτό εξηγεί και τη διαρκή υπενθύμιση της πρόβλεψης για χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο ρωσικό αμυντικό δόγμα – με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση. Το «μήνυμα» είναι ότι πλέον η Ρωσία όσα χτυπήματα και εάν δεχτεί θα απαντά ακόμη πιο σκληρά, είτε αυτό αφορά την Ουκρανία, είτε τη Δύση.
Άλλωστε, η εξέλιξη με του αγωγούς στη Βαλτική, δείχνει να ερμηνεύεται από τη Ρωσία ως ένα ακόμη βήμα προς τη μη αντιστρέψιμη ρήξη της «Συλλογικής Δύση» με τη Ρωσία.
Τα ρίσκα και οι υπολογισμοί
Η ενσωμάτωση των περιοχών, που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα της Ουκρανίας, έχουν ένα πληθυσμό εκατομμυρίων και σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, αποτελεί κάτι που η ρωσική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να το αξιοποιήσει για να δείξει ότι απέναντι στην επιθετικότητα της Δύσης διεύρυνε τον «ρωσικό χώρο».
Από την άλλη, το ίδιο το γεγονός ότι οι περιοχές αυτές αποτελούν πλέον ρωσική επικράτεια σημαίνει και ότι οποιοδήποτε πλήγμα σε αυτές ή ακόμη χειρότερα απώλεια εδάφους από αυτές (π.χ. από μια αντεπίθεση ανάλογη με αυτή στα βορειοανατολικά) θα αποτελεί απώλεια εθνικού εδάφους.
Αντίστοιχα σημαντικό είναι το ίδιο το ρίσκο ενός παρατεταμένου πολέμου μεγαλύτερης κλίμακας και άρα ενδεχομένως μεγαλύτερων απωλειών, κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει τη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της Ρωσίας για την παράταση του πολέμου και τη μερική επιστράτευση.
Η ρωσική κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει ότι σε αυτή τη φάση και με δεδομένο το γεγονός ότι μπορεί ακόμη να έχει σημαντικές οικονομικές συναλλαγές με χώρες που δεν έχουν ακολουθήσει τον δρόμο των κυρώσεων, μπορεί κυρίως να επενδύσει στο να παγιώσει, έστω και με κόστος, ένα στρατιωτικό συσχετισμό στο ίδιο το έδαφος της Ουκρανίας με την εκτίμηση ότι στο τέλος του δρόμου θα φέρει τη Δύση σε μια συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον συσχετισμό και άρα σε μια συνθήκη «Ψυχρού Πολέμου» ή ακόμη και κάποιας πολιτικής διαπραγμάτευσης. Για να το πούμε διαφορετικά: η ρωσική στρατηγική για την κλιμάκωση είναι να κάνει τη Δύση να καταλάβει ότι η προσπάθεια φθοράς της Ρωσίας μέσω του πολέμου δεν μπορεί να προχωρήσει.
Όμως, αυτό αυξάνει διαρκώς και τον κίνδυνο στο μεταξύ η σύγκρουση να έχει γίνει ακόμη πιο θερμή και με απρόβλεπτες συνέπειες.