Πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη στην απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να ενισχύσει τις δυνάμεις του στα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας με τη μερική επιστράτευση που ανακοίνωσε; Αυτό το ερώτημα έχουν επιχειρήσει να απαντήσουν διάφοροι αναλυτές μετά το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου με ορισμένους από αυτούς να σημειώνουν ότι στην πραγματικότητα οι ηγέτες της Ευρώπης θα… κάτσουν στα αυγά τους, αν και το εξηγούν με κομψότερο τρόπο.
Για παράδειγμα, ο Τζον Ντένι έχει γράψει στο Politico ότι: «Η γαλλογερμανική μηχανή τροφοδοτεί την Ευρωπαϊκή Ένωση για πάνω από 70 χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, ο κινητήρας αυτός έχει σταματήσει μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ασφάλεια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ισχυρότερη οικονομία της ηπείρου και ο ισχυρότερος στρατός της αδυνατούν να ανταποκριθούν στη στιγμή. Και, δυστυχώς, οι πιθανότητες να αλλάξουν και οι δύο την πορεία τους εντός του χρονικού πλαισίου που απαιτείται για να βοηθήσουν το Κίεβο να επιτύχει τους στόχους του είναι μικρές».
Διαβάστε επίσης: Τα πρώτα αποτελέσματα από τα δημοψηφίσματα – Για ποσοστά 97% με 98% κάνει λόγο η Ρωσία
Μόνο στα λόγια
Σε άλλο κείμενο του Politico που υπογράφουν οι Κλέα Κόλκατ, Χανς φον ντερ Μπουρσάρντ και Τζάκοπο Μπαριγκάτσι σημειώνεται ότι η Γαλλία και η Γερμανία συνεχίζουν να λένε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να σταματήσει να βασίζεται στην Ουάσινγκτον, αλλά στη συνέχεια κάνουν ακριβώς αυτό.
Στο ίδιο κείμενο οι συντάκτες του θυμίζουν ότι όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία το 1991, ο ΥΠΕΞ του Λουξεμβούργου, Ζακ Πόος είχε κάνει μια αποτυχημένη, αλλά αισιόδοξη επισήμανση: «Αυτή είναι η ώρα της Ευρώπης, όχι των Αμερικανών».
Έκτοτε, αναφέρει το άρθρο, υπήρξαν χρόνια αγωνιώδους ψυχανάλυσης σχετικά με το γιατί η Ευρώπη απέτυχε να σταθεί όρθια ως στρατιωτική δύναμη. Υπενθυμίζεται ότι μετά το δόγμα του Ντόναλντ Τραμπ «Η Αμερική πρώτα», ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ προειδοποίησαν και πάλι με έντονο τρόπο ότι η ΕΕ δεν μπορεί να στηρίζεται στις ΗΠΑ.
Ο Μακρόν μιλάει συνεχώς για ένα τεράστιο παιχνίδι σχετικά με την Ευρώπη που θα καθιερώσει τη δική της ατζέντα ασφάλειας, αλλά οι υποσχέσεις του – μαζί με εκείνες πολλών άλλων υψηλόβαθμων Ευρωπαίων πολιτικών – να ακολουθήσει μια πολιτική ευρωπαϊκής «στρατηγικής αυτονομίας», στο πλαίσιο της οποίας η ΕΕ θα μειώσει μαζικά τη στρατιωτική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ήταν μέχρι στιγμής σχεδόν αποκλειστικά ρητορικές.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία
Αντιμέτωπες με τη γενοκτονική, όπως τη χαρακτηρίζουν, επίθεση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν εναντίον της μεγαλύτερης χώρας εξ ολοκλήρου εντός της Ευρώπης, η Γαλλία και η Γερμανία πέρασαν επτά μήνες βασιζόμενες στρατιωτικά στην Ουάσινγκτον, και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, για να εγγυηθούν τη δημοκρατία και την ελευθερία σε έναν στενό σύμμαχο της ΕΕ.
Όλα τα βλέμματα στρέφονται τώρα στο κατά πόσον μια πιθανή αλλαγή στάσης είναι επικείμενη και κατά πόσον η Γερμανία και η Γαλλία, η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ, θα συμφωνήσουν να στείλουν άρματα μάχης Leopard 2 και Leclerc. Η ίδια η Ουκρανία απευθύνει έκκληση για περισσότερα όπλα τώρα που ο Πούτιν έχει επιστρατεύσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες για τη μάχη.
Οι διαφορές στις δαπάνες μεταξύ των ΗΠΑ και των Δυτικοευρωπαίων εγείρουν βασανιστικά ερωτήματα για τους ηγέτες της ΕΕ σχετικά με το τι θα συνέβαινε στο Κίεβο εάν ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν λιγότερο ανοιχτός σε μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις από τον Τζο Μπάιντεν.
Αφόρητη η κατάσταση
Σε κεντρική ομιλία της αυτό το μήνα, η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Κριστίν Λάμπρεχτ αναγνώρισε ότι η κατάσταση ήταν αφόρητη.
«Η Γερμανία και οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται από μια τάξη πραγμάτων που εξασφαλίζει την ειρήνη, την οποία δεν μπορούν να εγγυηθούν μόνοι τους», δήλωσε η Λάμπρεχτ, προσθέτοντας ότι αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό καθώς η Αμερική στρέφει όλο και περισσότερο «την κύρια προσοχή της» στον Ειρηνικό.
Η Ουάσινγκτον «μπορεί να μην είναι πλέον σε θέση να εγγυηθεί την άμυνα της Ευρώπης στον ίδιο βαθμό που το έκανε στο παρελθόν», δήλωσε η υπουργός. «Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: Εμείς οι Ευρωπαίοι, και επομένως κυρίως εμείς οι Γερμανοί, πρέπει επομένως να κάνουμε περισσότερα για να είμαστε σε θέση να επιδείξουμε αξιόπιστα τόσο μεγάλη στρατιωτική ισχύ εμείς οι ίδιοι, ώστε άλλες δυνάμεις να μη διανοηθούν καν να μας επιτεθούν».
Ωστόσο, το αν τα λόγια αυτά θα ακολουθηθούν από πράξεις παραμένει ασαφές, σημειώνουν οι τρεις συγγραφείς του άρθρου.
Δεν μπορούν να συνεργαστούν
Στη συνέχεια επισημαίνεται ότι παρόλο που είναι από καιρό αποδεκτό ότι η ΕΕ δεν θα καταφέρει να ενισχύσει αξιόπιστα τις αμυντικές της ικανότητες όσο διατηρεί 27 στρατούς που συχνά προσπαθούν να εκτελέσουν μεμονωμένα τα ίδια καθήκοντα και να αναπτύξουν τον δικό τους εξοπλισμό, οι προσπάθειες για τη συγκέντρωση πόρων συνεχίζουν να προσκρούουν σε θανάσιμα εμπόδια.
«Πρέπει να εναρμονίσουμε τις ενέργειές μας, καθώς (σ.σ. η Γερμανία) αναδεικνύεται σε δεύτερη στρατιωτική δύναμη», δήλωσε η πρώην υπουργός Ευρώπης της Γαλλίας και ευρωβουλευτής Ναταλί Λοϊσό, αναφερόμενη στο τεράστιο ταμείο στρατιωτικού εκσυγχρονισμού του Βερολίνου ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Οι προσπάθειές μας είναι κατακερματισμένες, υπάρχει μεγάλη σπατάλη, επειδή έχουμε τόσα πολλά διαφορετικά μοντέλα αρμάτων μάχης, σκαφών και μαχητικών αεροσκαφών», σημειώνει η ίδια.
Η περίπτωση του μαχητικού FCAS
Έπειτα, περιγράφεται η αποτυχία για το γαλλο-γερμανο-ισπανικό μαχητικό FCAS. Τα πρώτα μοντέλα του μαχητικού αεροσκάφους δεν αναμένονται πριν από το 2040 εξαιτίας των διαφωνιών μεταξύ Γάλλων και Γερμανών σχετικά με την ηγεσία του κοινού σχεδίου.
«Η προτεραιότητα της Γερμανίας δεν είναι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά η ανασυγκρότηση του στρατού της, ο οποίος κατέρρεε. Θέλει να ανακτήσει την ιδιότητά της ως καλός μαθητής του ΝΑΤΟ», προσθέτει, ανάμεσα σε άλλα η Λοϊσό.
Γερμανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η απόφαση για το F-35 δεν αλλάζει τη δέσμευση του Βερολίνου για το FCAS. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι αυτή η απόφαση ελήφθη απλώς επειδή έπρεπε να αγοραστούν άμεσα νέα αεροσκάφη, ενώ το FCAS απέχει ακόμη πολύ από το να είναι επιχειρησιακό.
Επιπλέον, οι αξιωματούχοι στο Βερολίνο υποστηρίζουν ότι η ΟυάσιNγκτον δεν θα συμφωνούσε να μεταφέρονται αμερικανικές πυρηνικές βόμβες από ένα αεροπλάνο του οποίου τα σχέδια κατασκευής δεν είχαν προηγουμένως τεθεί στη διάθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Από την πλευρά της, η Γερμανία έχει κατηγορήσει την αμυντική βιομηχανία της Γαλλίας ότι δεν «παίζει μπάλα» όταν πρόκειται για στρατιωτική συνεργασία.
Καμία λύση από τις Βρυξέλλες
Στο ίδιο άρθρο τονίζεται ότι οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ενώσουν τις ευρωπαϊκές χώρες σε ένα κοινό αμυντικό σχέδιο, αλλά η πρόοδος είναι πολύ αργή.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον Μάιο ένα νέο σχέδιο για τον συντονισμό των στρατιωτικών δαπανών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Το αν οι χώρες θα αγοράσουν αμερικανικούς ή ευρωπαϊκούς έχει γίνει βασικό σημείο της συζήτησης. Ο Ζοζέπ Μπορέλ, ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ, τόνισε ότι η Ευρώπη αγοράζει περίπου το 60 τοις εκατό του εξοπλισμού της από χώρες εκτός της Ένωσης και προέτρεψε να στραφεί σε περισσότερες εγχώριες πηγές.
Η πρόταση μελετάται τώρα από τους εμπειρογνώμονες άμυνας του Συμβουλίου και υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί να φτάσει στο γραφείο των υπουργών Άμυνας τον Νοέμβριο, πριν πάει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, οι διπλωμάτες που εργάζονται πάνω στον φάκελο δεν είναι πεπεισμένοι ότι ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα είναι εφικτό, επειδή η συζήτηση βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο.
Τα σχετικά ποσά είναι επίσης μικρά. Η Επιτροπή προτείνει 500 εκατ. ευρώ για δύο χρόνια για τη στήριξη της κοινής προμήθειας όπλων, ποσό που, σύμφωνα με διπλωμάτες, είναι πολύ μικρό για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών ικανοτήτων.
«Σίγουρα, δεν έχουμε ακόμα κάτι που θα αλλάξει το παιχνίδι», δήλωσε ένας από τους διπλωμάτες. Μια άλλη πιο φιλόδοξη πρόταση αναμένεται από την Επιτροπή, αλλά δεν είναι σαφές πότε ακριβώς θα κατατεθεί.
Χάσμα αξιοπιστίας
Κατά καιρούς, φάνηκε ότι η σοβαρότητα του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε τελικά να αναγκάσει τη Γαλλία και τη Γερμανία να συγκλίνουν. Τον περασμένο μήνα, ο Σολτς περιέγραψε το όραμά του για μια «ισχυρότερη, πιο κυρίαρχη, γεωπολιτική Ευρωπαϊκή Ένωση».
Στο Παρίσι, η δήλωση του Σολτς διαβάστηκε ως καθυστερημένη απάντηση στην έκκληση του Μακρόν το 2017 για «στρατηγική αυτονομία». Ο Μακρόν ήλπιζε να αναζωογονήσει την αμυντική πολιτική της Ευρώπης και μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας «μιας κοινής δύναμης επέμβασης, ενός κοινού αμυντικού προϋπολογισμού και ενός κοινού δόγματος δράσης».
Αλλά πέρα από τις διπλωματικές αβρότητες, ούτε ο Σολτς ούτε ο Μακρόν ήταν σε θέση να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στον πόλεμο. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν αφεθεί στα χέρια της Πολωνίας και των σκανδιναβικών και βαλτικών χωρών στην προσπάθειά τους να κατευθύνουν την ευρωπαϊκή ατζέντα.
Δεν αντανακλούν τα δεδομένα
Αρκετοί Γάλλοι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι δημοσίως διαθέσιμοι αριθμοί για τις στρατιωτικές δωρεές δεν αντανακλούν τα δεδομένα, καθώς η Γαλλία δεν έχει αποκαλύψει όλες τις δωρεές της. Αν είναι έτσι, πρόκειται για μια απόφαση που γύρισε μπούμερανγκ σύμφωνα με τον Φιλίπ Μαζέ- Σενσιέ, εμπειρογνώμονα δημοσίων υποθέσεων στο Institut Montaigne και παγκόσμιο πρόεδρο δημοσίων υποθέσεων στη Hill&Knowlton Strategies.
«Αποφασίσαμε να μην παίξουμε το επικοινωνιακό παιχνίδι, αλλά αυτό σημαίνει ότι η Γαλλία βρίσκεται στην έβδομη θέση της διεθνούς κατάταξης, στο ίδιο επίπεδο με τη Νορβηγία. Αλλά δεν παίζουμε στην ίδια κατηγορία με τη Νορβηγία. Δεν είναι περίεργο που δεν είμαστε νόμιμοι όταν πρόκειται να πρωτοστατήσουμε στην Ευρώπη της άμυνας», δήλωσε ο ίδιος.
Οι προηγούμενες προσπάθειες του Μακρόν να παρουσιάσει τον εαυτό του ως μεσολαβητή στη σύγκρουση, προωθώντας τη Γαλλία ως «εξισορροπητική δύναμη» στην Ουκρανία, έχουν επίσης προκαλέσει υποψίες σχετικά με τους μακροπρόθεσμους στόχους του. Η απόφασή του να διατηρήσει ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας με το Κρεμλίνο και οι προηγούμενες εκκλήσεις του «να μην ταπεινώσει τη Ρωσία» χλευάστηκαν σε πολλά μέρη της ΕΕ, σύμφωνα με τον Μαζέ- Σενσιέ.
«(σ.σ. Η Γαλλία) έχει χάσει την αξιοπιστία της εξαιτίας της θέσης μας για την Ουκρανία. Για να το πούμε χονδροειδώς, οι φίλοι μας στις σκανδιναβικές χώρες, στις χώρες της Βαλτικής και στην Ανατολική Ευρώπη αισθάνονται απογοητευμένοι και μάλιστα το συγκρίνουν με (σ.σ. την έλλειψη αλληλεγγύης) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», δήλωσε ο Μαζέ-Σενσιέ.
«Λένε δώστε μας την προστασία των ΗΠΑ κάθε μέρα», πρόσθεσε.