Τους τελευταίους μήνες η Ακροδεξιά στην Ευρώπη μπορεί να επιχαίρει για τα εκλογικά αποτελέσματά της. Στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν όχι μόνο πέρασε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών αλλά και πήρε εκεί πάνω από 41%, ποσοστό υψηλότερο από την προηγούμενη φορά που βρέθηκε σε δεύτερο γύρο. Στη Σουηδία οι «Σουηδοί Δημοκράτες» είναι το δεύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο και η υποστήριξή του θα είναι καθοριστική για τη νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση. Στη Γερμανία καταγράφονται και πάλι τάσεις ενίσχυσης της ακροδεξιάς AfD. Στην Ισπανία δεν είναι χωρίς σημασία η εμφάνιση και κατοχύρωση του ακροδεξιού και «νεοφρανκικού» Vox. Και βέβαια στην Ιταλία η Τζόρτζια Μελόνι αναμένεται να είναι η πρώτη πρωθυπουργός γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία και η πρώτη πρωθυπουργός με πολιτική καταγωγή από νεοφασιστικό πολιτικό σχηματισμό.
Σε αυτά τα αποτελέσματα μπορεί κανείς να προσθέσει το γεγονός ότι στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Όρμπαν παρά την κριτική που δέχεται από τις Βρυξέλλες παραμένει στην εξουσία, έχοντας μάλιστα και την απαιτούμενη πλειοψηφία για την αναθεώρηση του συντάγματος αλλά και το γεγονός ότι και στην Πολωνία επί της ουσίας η κυβέρνηση ακολουθεί μια ακροδεξιά πολιτική.
Και όλα αυτά παρότι είτε κανείς μιλάει για τον κύριο όγκο των ΜΜΕ, είτε ακόμη και για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που πάντα «εκφράζουν την ανησυχία» τους έγινε προσπάθεια τέτοιες πολιτικές επιλογές να παρουσιαστούν ως επικίνδυνες και εκτός πλαισίου.
Ποιοι παράγοντες οδηγούν σε αυτή την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη;
Η ανεπάρκεια των ερμηνειών περί «λαϊκισμού»
Η κυρίαρχη ερμηνεία αυτού του φαινομένου επικεντρώνει στην έννοια του «λαϊκισμού». Σύμφωνα με αυτό το σχήμα τα κόμματα αυτά έχουν μια λαϊκιστική ρητορική και απεύθυνση που τα κάνει να παρουσιάζονται ως κόμματα «κατά του κατεστημένου» και έτσι να κερδίζουν ψήφους από δυσαρεστημένους ψηφοφόρους.
Όμως, η έννοια του λαϊκισμού τις περισσότερες φορές γεννά προβλήματα στη χρήση. Πρώτα από όλα γιατί δημιουργεί σύγχυση καθώς οι περισσότεροι που την επικαλούνται για να ερμηνεύσουν την άκρα δεξιά τη χρησιμοποιούν και για παραλλαγές της αριστεράς («αριστερός λαϊκισμός»).
Αυτή η σύγχυση δείχνει και το πρόβλημα με αυτή την έννοια: δεν είναι μια αναλυτική ή περιγραφική έννοια, αλλά μια «κανονιστική» έννοια: λαϊκιστής είναι όποιος δεν αναλογεί με αυτό που ορίζεται ως πολιτικό mainstream. Μόνο που όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι πολιτικό και αξιακό χάσμα χωρίζει την άκρα δεξιά από τη ριζοσπαστική αριστερά.
Επιπλέον, η έννοια του λαϊκισμού τείνει τελικά να προσδίδει στα ρεύματα της ακροδεξιάς και μια σχέση με τα λαϊκά στρώματα που δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Το φόντο της πολιτικής κρίσης
Πιο ενδιαφέρον έχουν οι αναλύσεις που συνδέουν την άνοδο της άκρας δεξιάς με την πολιτική κρίση που σήμερα εμφανίζεται στην Ευρώπη.
Είναι προφανές ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αποτυπώνεται έντονη απονομιμοποίηση των πολιτικών συστημάτων. Οι πολίτες έχουν μικρότερη εμπιστοσύνη σε κόμματα και θεσμούς.
Επιπλέον εδώ και αρκετά χρόνια δεν έχουμε στην Ευρώπη εκείνο το είδος των μεγάλων κομμάτων – παρατάξεων που είχαν εκτεταμένους κομματικούς μηχανισμούς και πλήθος τρόπος να έχουν πραγματική γείωση στην κοινωνία. Τα κόμματα κυρίως είναι σήμερα επικοινωνιακοί μηχανισμοί και στελεχώνονται από επαγγελματίες της πολιτικής και της επικοινωνίας, συχνά και με «περιστρεφόμενες θύρες» με τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Αυτό οδηγεί στη διάρρηξη «ιστορικών» δεσμών που μπορεί να είχαν ψηφοφόροι με τα μεγάλα μαζικά ευρωπαϊκά κόμματα: το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που είναι σκιά του εαυτού του, τη Γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και Σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα για να δώσουμε μερικά παραδείγματα. Και βέβαια στην Ιταλία δεν είναι χωρίς σημασία ότι εδώ και 30 χρόνια έχουν διαλυθεί οι δύο ιστορικές μεταπολεμικές ιδιαίτερα μαζικές παρατάξεις: η Χριστιανοδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η σύγκλιση των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων στον πυρήνα της ίδιας πολιτικής – νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομική πειθαρχία, ιδιωτικοποιήσεις, ευρωπαϊκή προοπτική – επίσης επιτείνει την κρίση νομιμοποίησης καθώς εντείνεται το αντανακλαστικό «όλοι ίδιοι είναι».
Όλα αυτά διαρρηγνύουν τους δεσμούς ανάμεσα σε ψηφοφόρους και πολιτικά ρεύματα και τους κάνουν πιο επιρρεπείς να ψηφίσουν κάποια παραλλαγή της ακροδεξιάς.
Η κανονικοποίηση των πολιτικών και του λόγου της ακροδεξιάς
Όμως, την ίδια στιγμή η Ακροδεξιά εκμεταλλεύεται και το γεγονός ότι ένα μέρος από τις πολιτικές που κατεξοχήν προτείνει από τη δεκαετία του 1980 κιόλας, πλέον έχουν ευρύτερη αποδοχή.
Για παράδειγμα στην Ευρώπη μπορεί να υπάρχει όλη αυτή η αντιρατσιστική και πολυπολιτισμική ρητορική, όμως στην πράξη τόσο η ΕΕ κεντρικά όσο και τα κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει τις πολιτικές που πρότεινε η Ακροδεξιά: το δικαίωμα στη μετανάστευση έχει περιοριστεί, υπάρχουν όλο και μεγαλύτερα εμπόδια στη λήψη ασύλου, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που επιδιώκουν να περάσουν τα σύνορα της Ευρώπης σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας αντιμετωπίζονται ως «υβριδική απειλή» και έχουν να αντιμετωπίσουν φράχτες και επαναπροωθήσεις.
Αλλά και σε άλλα ζητήματα όπως είναι η ενίσχυση της αστυνομίας και των αρμοδιοτήτων της, η περισσότερο «σκληρή» και κατασταλτική αντιμετώπιση της «παραβατικότητας» και η συνολική αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας, συχνά θέσεις της ακροδεξιάς είναι πια τμήμα των κυβερνητικών πολιτικών στην Ευρώπη.
Όμως, πέρα από τις πολιτικές πλευρές του λόγου της Ακροδεξιάς αποτελούν επίσης πλέον της επίσημης ρητορικής αρκετών κομμάτων. Αυτό είναι χαρακτηριστικό πρώτα από όλα για τον εθνικισμό που είναι ένα βασικό στοιχείο της απεύθυνσης των ακροδεξιών κομμάτων. Σε πείσμα αυτών που υποστήριξαν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα οδηγούσε σε μια υπέρβαση σταδιακά των εθνικών κρατών, κόμματα και κυβερνήσεις εξακολουθούν να απευθύνονται στον πατριωτισμό των πολιτών και αυτό επιτρέπει στην ακροδεξιά να «αυτοπαρουσιάζεται» ως εθνική και πατριωτική δύναμη.
Ακόμη και πλευρές του ρατσιστικού λόγου της ακροδεξιάς συχνά περνούν στο πολιτικό mainstream. Δείτε πόσο συχνό είναι το φαινόμενο πολιτικοί ή σχολιαστές στα ΜΜΕ να καταγγέλλουν την cancel culture ή την woke culture, τις «υπερβολές του φεμινισμού» (ας ξεχνάμε ότι μία βασική θέση της ακροδεξιάς είναι ότι «υπερασπίζεται την οικογένεια» και πατριαρχικές θέσεις), να υποστηρίζουν ότι «το παρακάναμε με την πολιτική ορθότητα», ή να αμφισβητούν τη δυνατότητα πραγματικά «πολυπολιτισμικών» κοινωνιών. Μόνο που όλα αυτά απλώς διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την Άκρα Δεξιά να «συντονίζεται» με ένα συνολικότερο ιδεολογικό κλίμα.
Το πρόβλημα «Βρυξέλλες»
Ένα στοιχείο στο οποίο έχει επενδύσει ιδιαίτερα η Ακροδεξιά τα τελευταία χρόνια είναι να επενδύσει συστηματικά στο να εκπροσωπεί τη δυσαρέσκεια απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρότι πλέον κανένα από τα μεγάλα ακροδεξιά ρεύματα στην Ευρώπη δεν μπορεί να περιγραφεί ως πραγματικά «ευρωσκεπτικιστικό», με την έννοια του να ζητάει απτές μορφές ρήξης με το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», εντούτοις βασικό στοιχείο της ρητορικής απήχησης τέτοιων ρευμάτων είναι ότι εκμεταλλεύονται τη διαδεδομένη δυσαρέσκεια για ευρωπαϊκούς θεσμούς που φαντάζουν ταυτόχρονα υπερβολικά απομακρυσμένοι από την πραγματικότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών και υπερβολικά παρεμβατικοί στο πώς τα κράτη θα χαράξουν την πολιτική τους.
Δηλαδή, η υπαρκτή κρίση νομιμοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένας παράγοντας που έχει διευκολύνει την ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Νέα μορφή φασισμού;
Πάνω σε αυτό το ζήτημα έχει υπάρξει μεγάλη συζήτηση. Αρκετοί είναι αυτοί που βλέπουν σε αυτά τα ρεύματα την επιστροφή μια εκδοχής φασισμού. Και όντως ορισμένα από τα κόμματα αυτά έχουν ως αφετηρία, ενίοτε και ως πυρήνα ανθρώπους που ήταν θαυμαστές του ναζισμού και του φασισμού. Ακόμη και η Μελόνι επιμένει να διατηρεί στο κομματικό σήμα των Αδελφιών της Ιταλίας την τρίχρωμη φλόγα που ήταν ιστορικά το σύμβολο του νεοφασιστικού και νεομουσολινικού MSI, από το οποίο άλλωστε προέρχεται και η ίδια.
Σίγουρα αρκετές από τις θέσεις αυτών των κομμάτων, όπως είναι οι ρατσιστικές θέσεις για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ο έντονος εθνικισμός, η έμφαση στην «τάξη», η προσπάθεια για ισχυρές ηγετικές φιγούρες, η αντίληψη ότι πρέπει να «παταχθούν» τα ενοχλητικά κοινωνικά κινήματα, παραπέμπουν σε κλασικούς τόπους του φασισμού και αποδεικνύουν σε τελική ανάλυση και τον κίνδυνο που εκπροσωπούν τέτοια ρεύματα.
Όμως, την ίδια στιγμή αυτά τα ρεύματα δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται να φέρουν κάποιο βαθύ πολιτικό μετασχηματισμό ανάλογο με αυτό που προσπάθησαν τα ιστορικά φασιστικά ρεύματα. Δεν διεκδικούν μορφές «ολοκληρωτικής» πολιτικής κινητοποίησης, δεν προτείνουν κορπορατιστικές μορφές υποχρεωτικής πολιτικής συμμετοχής και προφανώς δεν έχουν ως στόχο ένα μονοκομματικό κράτος που να προσπαθεί να κρατικοποιήσει την πολιτική συμμετοχή. Αντιθέτως, δείχνουν να αποδέχονται την τρέχουσα εκδοχή κοινοβουλευτισμού και τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα παραπέμπουν ακριβώς στο είδος των κομματικών μηχανισμών που παρατηρούμε γενικά στην Ευρώπη σήμερα, με αρκετή παρουσία επαγγελματιών της πολιτικής και της επικοινωνίας.
Σημαίνει αυτό ότι λιγότερο επικίνδυνα αυτά τα κόμματα; Όχι απαραίτητα: ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ακριβώς η συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση να επιτείνει ακόμη περισσότερο τα προβλήματα των σύγχρονων δημοκρατιών και τον ήδη σε εξέλιξη μετασχηματισμό τους σε αυταρχικές μεταδημοκρατίες.
Και ίσως η πιο ανησυχητική υποσημείωση της περιόδου να είναι ακριβώς ότι οι νεοφασίστες θεωρούν ότι μπορούν να περάσουν το πρόγραμμά τους μέσα από το πλαίσιο των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Ποια απάντηση;
Όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Ιταλία η απλή προσπάθεια προκαταβολικής δαιμονοποίησής τους δύσκολα μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική μορφή απάντησης, ιδίως όταν και το πολιτικό mainstream που επιδιώκει αυτή τη δαιμονοποίηση σε μεγάλο βαθμό συντονίζεται με πλευρές της πολιτικής της ακροδεξιάς.
Στην πραγματικότητα την απάντηση θα μπορούσε να δώσει μόνο μια πραγματική επιστροφή της πολιτικής στην Ευρώπη. Επιστροφή της πολιτικής με την έννοια ότι εγκαταλείπεται μια συνθήκη όπου μεγάλο μέρος της πολιτικής, ιδίως της οικονομικής, θεωρείται ότι υπάγεται όχι στη δημοκρατική απόφαση αλλά στον αυτοματισμό των αγορών και όπου ενεργοποιούνται μηχανισμοί συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε και την επιστροφή των «μεγάλων αφηγήσεων» στην πολιτική, δηλαδή μεγάλων συνεκτικών προγραμμάτων και οραμάτων για την κοινωνική πρόοδο που θα έδινε ξανά βάθος στην «πολιτική συζήτηση» και θα επέτρεπε τη διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών που να αντιστοιχούν σε προγράμματα και κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Στο βαθμό που αυτό θα αφορούσε και τα λαϊκά στρώματα, που έχουν δει εδώ και δεκαετίες το πραγματικό πολιτικό βάρος τους να υποχωρεί (και τα αιτήματά τους να στιγματίζονται ως «λαϊκιστικά), τότε θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό η όποια απήχηση του φασισμού και της ακροδεξιάς, ιδίως εάν αντιστρεφόταν και η συνθήκη πολιτικής απομόρφωσης στην οποία κατατείνει μεγάλο μέρος της «δημόσιας σφαίρας».