Μιλάνο, 11 Σεπτεμβρίου: Η Τζόρτζια Μελόνι είναι στη σκηνή της Πιάτσα Ντουόμο και διακηρύττει, προς πάσα κατεύθυνση, πώς: «Στην Ευρώπη, ανησυχούν για την Μελόνι και το τι θα γίνει. Τι θα γίνει; Η διασκέδαση τελείωσε».
Δηλώσεις όπως αυτή είναι χαρακτηριστικές της Μελόνι και δημιουργούν προβληματισμούς στις Βρυξέλλες, όσον αφορά το μέλλον της Ε.Ε..
Το κόμμα Αδερφοί της Ιταλίας (Fratelli d’ Italia, FdI) , φαίνεται να συγκεντρώνει περί του 25% των ψήφων, το οποίο σε συνδυασμό με το 13% της Λέγκας του Σαλβίνι και το 7% του Μπερλουσκόνι, δίνει μία άνετη πλειοψηφία στο συντηρητικό συνασπισμό.
Έτσι, στις πρόωρες εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, η Τζόρτζια Μελόνι θα είναι (όπως όλα δείχνουν) η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας και θα ηγηθεί της πιο ακροδεξιάς κυβέρνησης της χώρας μετά από αυτή του Μπενίτο Μουσολίνι.
Ποια είναι η Τζόρτζια Μελόνι – Το βαρύ παρελθόν
Το γεγονός αυτό, συνδυαστικά με το βαρύ παρελθόν της, την έχει καταστήσει το πρόσωπο των ημερών στην Ευρώπη. Ποια είναι όμως η Μελόνι, πώς έχει φτάσει μία ανάσα από την πρωθυπουργική καρέκλα και γιατί προκαλεί ανησυχία στον ευρωπαϊκό κόσμο;
Γεννημένη το 1977 σε μία εργατική περιοχή της Ρώμης, μεγάλωσε με τη μητέρα της και την αδερφή της. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς βίωσε την εγκατάλειψη από τον πατέρα της αλλά και σχολικό εκφοβισμό για τα κιλά της, γεγονότα τα οποία στην αυτοβιογραφία της σημειώνει πως «την δυνάμωσαν».
Στα 15 της, εντάχθηκε στη νεολαία του νεοφασιστικού MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), ιδρυθέν από μουσολινικούς, στο οποίο συμμετείχε ενεργά και αναφερόταν σε αυτό ως «δεύτερη οικογένειά» της. Στην αυτοβιογραφία της Io Sono Giorgia (Είμαι η Τζόρτζια) αναφέρει πώς εκεί «βρήκε αλληλεγγύη από μία κοινότητα ατόμων που παρουσιάζονταν ως κακοί και που αφιέρωναν το χρόνο τους στην πολιτική αντί να πηγαίνουν στις ντίσκο όπως οι συνομήλικοι τους». Στο ίδιο βιβλίο γράφει πως το έναυσμα για τη συμμετοχή της στο κίνημα ήταν το σκάνδαλο Tangentopoli (Επιχείρηση Καθαρά Χέρια), που είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του τότε πολιτικού συστήματος της Ιταλίας, την αποκαλούμενη Πρώτη Δημοκρατία. Καθώς το MSI βγήκε αλώβητο από την υπόθεση αυτή, άρχισε να αποστασιοποιείται σχετικά από τις φασιστικές του ρίζες, μετονομάστηκε σε Εθνική Συμμαχία και συμμετείχε στην κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι το 1994. Υπό αυτό το πλαίσιο και καθώς η Μελόνι συνέχιζε την πολιτική της καριέρα στην παράταξη αυτή, εκλέχθηκε βουλευτής στα 29 της και κατόρθωσε να γίνει η νεότερη υπουργός της Ιταλίας, όταν το 2008 υπουργοποιήθηκε υπό τον Μπερλουσκόνι.
Το 2012, αφού πια είχε διαλυθεί η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, ίδρυσε τους Αδερφούς της Ιταλίας, ένα κόμμα που η ίδια χαρακτηρίζει συντηρητικό, παρομοιάζοντάς το με τους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ και τους Tories της Μ. Βρετανίας. Παρά την αρχική του μικρή απήχηση, και τα πενιχρά ποσοστά που συγκέντρωνε επί χρόνια, ξαφνικά άρχισε να σημειώνει άνοδο. Ενδεικτικό είναι το ότι, έναν χρόνο μετά το -σχεδόν- 4% που συγκέντρωσε στις ιταλικές εκλογές το 2018, τα πήγε ανέλπιστα καλά στις Ευρωεκλογές και πλέον, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτή τη στιγμή στην Ιταλία.
Οι υποχωρήσεις, οι συμβιβασμοί, οι πολιτικές επιλογές
Τη δεκαετία αυτή η Μελόνι έδειξε πως πρόκειται για μία, αν μη τι άλλο, χαρισματική πολιτικό, ωστόσο, για να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα χρειάστηκε να κάνει υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και κάποιες σημαντικές πολιτικές επιλογές.
Αρχικά, η απόφαση της να απέχει από την κυβέρνηση συνεργασίας του Μάριο Ντράγκι το 2018 αποδείχθηκε καίριας σημασίας. Στην ουσία μονοπώλησε την αντιπολίτευση και «έδωσε στους ψηφοφόρους την αίσθηση πώς είναι η μόνη ηγέτης που δεν έχουν δοκιμάσει», όπως τονίζει ο Λορέντζο Πρελιάσκο, ιδρυτής της εταιρίας δημοσκοπήσεων YouTrend, στους Financial Times.
Επιπλέον, από το 2012 μέχρι σήμερα, έχει καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να αποτάξει τη ρετσινιά του νέο-φασιστικού της παρελθόντος και της κληρονομιάς που κουβαλάει το κόμμα της, αφού δεν είναι λίγες οι δηλώσεις τις όπου πραγματεύεται το συγκεκριμένο ζήτημα. Παρόλο που πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βίντεο από τα εφηβικά της χρόνια, στο οποίο φαίνεται να εγκωμιάζει τον Μουσολίνι, η ίδια στο βιβλίο της επιμένει πως δεν ανήκει «στην αίρεση του φασισμού» και δηλώνει στην Corriere della Sera πως «δεν υπάρχουν νοσταλγοί του φασισμού, ρατσιστές ή αντισημίτες στους Αδερφούς της Ιταλίας. Παραδόξως όμως, αρνείται να αλλάξει το σήμα της τρίχρωμης φλόγας, η οποία αποτελούσε και σήμα του MSI, χρησιμοποιεί ακόμα ως σύνθημα το «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια», ενώ στο κόμμα συμμετέχει κανονικά και μάλιστα, είναι και εκλεγμένη στο δημοτικό συμβούλιο της Ρώμης, η εγγονή του Μουσολίνι, Ρακέλε.
Το κλειδί της -μέχρι τώρα- επιτυχίας της
Το παράδοξο συνεχίζεται καθώς τον Ιούνιο, επισκέφτηκε την Μαρβέγια της Ισπανίας για να στηρίξει το ακροδεξιό VOX. Εκεί η ομιλία της, άκρως αμφιλεγόμενη, δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας όσον αφορά την ακραία δεξιά ιδεολογία της ενώ τον Αύγουστο ανήρτησε ένα βίντεο οπού απευθυνόμενη στον ξένο τύπο εξηγούσε, μεταξύ άλλων, πως ο φασισμός ανήκει στην ιστορία και ότι καταδικάζει την καταπίεση της δημοκρατίας.
Σχετικά με αυτό, ο Λουτσιάνο Κέλες, καθηγητής ιταλικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ αναφέρει στη Guardian: “Είναι πονηρή. Προφανώς προσαρμόζει την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της ανάλογα με το που απευθύνεται.»
Η τάση της αυτή να προσαρμόζεται είναι ίσως το κλειδί της -μέχρι τώρα- επιτυχίας της. Σαφέστατα ηγείται ενός βαθιά ακροδεξιού κόμματος και πρεσβεύει ανελευθεριακές απόψεις. Όμως όσο προχωρούσε η προεκλογική περίοδος, υιοθετούσε μία πιο μετριοπαθή στάση και παρά τις ευρωσκεπτικιστικές της απόψεις, δεν δείχνει να θέλει να έρθει σε ευθεία ρήξη με την Ε.Ε.
Στηρίζει δε, τα καθεστώτα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, με τα οποία οι Βρυξέλλες πολλές φορές έχουν έρθει σε ρήξη για ζητήματα διαφθοράς και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η συντηρητική παράταξη (με την οποία όπως όλα δείχνουν θα σχηματίσει κυβέρνηση) περιλαμβάνει τον φιλορώσο Σαλβίνι, ο οποίος έχει ταχθεί ανοιχτά κατά των κυρώσεων της Ρωσίας.
Όλες αυτές οι αντιφάσεις που έχει δημιουργήσει η Μελόνι εγείρουν ερωτήματα για την έκβαση της επικείμενης αυτής συγκυβέρνησης. Η ίδια, αν και δεινή ομιλήτρια, υπολείπεται εμπειρίας, ενώ δεν έχει καταστήσει ξεκάθαρη την πολιτική της ατζέντα, ούτε καν το πραγματικό της πρόσωπο. Ο Σαλβίνι, με τις αντιευρωπαϊκές και τις φιλικά προσκείμενες στον Πούτιν απόψεις του μπορεί να γίνει απρόβλεπτος, ενώ η επιστροφή του Μπερλουσκόνι στην πολιτική σκηνή δεν έχει γεννήσει ιδιαίτερες προσδοκίες.