Η Ευρώπη σε πόλεμο συνιστά μια τομή που φαντάζει ως η αναίρεση όλων των διακηρύξεων, εδώ και πάνω από 75 χρόνια, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει ξανά το πεδίο των μεγάλων πολέμων που όρισαν την νεωτερικότητα, με αποκορύφωμα τον απόλυτο βαθμό βαναυσότητας που σηματοδότησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει βάλει εδώ και καιρό τέλος σε αυτή τη συνθήκη, αν και εάν θα θέλαμε να επιδείξουμε μεγαλύτερη ιστορική επίγνωση, ήδη ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, παρότι αντιμετωπίστηκε ως βαλκανική ιδιαιτερότητα, είχε παίξει ανάλογο ρόλο.
Αυτό που ίσως κάνει τα πράγματα διαφορετικά είναι ότι μια Ευρώπη που στο παρελθόν, σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά και επιλογών, από τη γερμανική Ostpolitik έως τη συγκρότηση του ΟΑΣΕ, υποτίθεται ότι κατεξοχήν επεδίωκε να αποφεύγει τις πολεμικές συγκρούσεις στο έδαφός της, πλέον έχει συστρατευτεί σε έναν πόλεμο, έχει επιλέξει μορφές εμπλοκής σε αυτόν όπως είναι η αποστολή πολεμικού υλικού, και συζητά τον πόλεμο με όρους όχι κατάπαυσης του πυρός και ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων αλλά νίκης.
Η επιχειρηματολογία είναι γνωστή και αφορά δύο διαστάσεις. Η μία είναι ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και πράξη βαναυσότητας και ως τέτοια δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Η δεύτερη είναι ότι η Ρωσία αποτελεί μια άμεση απειλή συνολικά για την Ευρώπη. Ως προς το πρώτη θα μπορούσε κανείς να πει ότι σχεδόν πάντα στις πολεμικές συγκρούσεις η μία πλευρά εκπροσωπεί περισσότερο τη βαναυσότητα και την παραβατικότητα, αλλά αυτό δεν αναιρούσε μέχρι τώρα την πρόκριση της κατάπαυσης του πυρός έναντι της κλιμάκωσης των επιχειρήσεων, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι πάντα μια σύγκρουση είναι πιο σύνθετη. Ως προς το δεύτερο, η ίδια η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων δείχνει ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο για τη Ρωσία να δοκιμάσει να καταλάβει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά διατυπώνονται ως μια ιδιαίτερη ευρωπαϊκή τακτική, ως μια ανάκτηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής, την ώρα που στην πράξη αποτυπώνουν μια συστράτευση της Ευρώπης σε έναν γεωπολιτικό ανταγωνισμό που κατεξοχήν έχει το χνάρι της αμερικανικής προσπάθειας, ήδη από την επαύριον της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, να διατηρηθεί μία απόλυτη πρωτοκαθεδρία και να αποφευχθεί η διαμόρφωση ενός κόσμου με ισχυρούς άλλους πόλους.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή η ευρωατλαντική οπτική που ήταν κυρίως τοποθέτηση της Μεγάλης Βρετανίας και των «χωρών της διεύρυνσης», όπως π.χ. η Πολωνία, πλέον είναι ηγεμονική στην ΕΕ, κάτι που ίσως εξηγεί γιατί η Πολωνία πλέον δεν αντιμετωπίζεται ως «παραβατική» χώρα ως προς ζητήματα κράτους δικαίου (σε αντίθεση με την Ουγγαρία). Ούτε είναι τυχαίο ότι ακόμη και προτάσεις που επανέρχονται στο προσκήνιο όπως η ανάγκη να αποκτήσει η Ευρώπη τη δική της αυτοτελή αμυντική ομπρέλα, πλέον διατυπώνονται περισσότερο ως παραλλαγή της κεντρικής «ατλαντικής» στόχευσης, παρά ως προσπάθεια διαμόρφωσης διακριτού από τις ΗΠΑ πόλου. Είναι χαρακτηριστική έτσι η επανεξέταση προηγούμενων πολιτικών επιλογών. Η γερμανική πολιτική αυξημένων οικονομικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ αρχικά, τη Ρωσία αργότερα, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών ροών, αντιμετωπίζεται πλέον ως μια εσφαλμένη πρακτική, μια ιστορική απρονοησία που οδήγησε στην εξάρτηση και όχι ως μια προσπάθεια να ξεπεραστούν προηγούμενες διαχωριστικές γραμμές, παρότι έτσι την έκαναν πράξη πολιτικοί από τον Βίλι Μπραντ έως την Άνγκελα Μέρκελ.
Είναι έτοιμη η Ευρώπη για πόλεμο;
Όμως, είναι έτοιμη η Ευρώπη να λειτουργήσει ως ένα θέατρο πολέμου, συμπεριλαμβανομένου των άμεσων επιπτώσεων και του οικονομικού κόστους που αυτό συνεπάγεται, και το οποίο είναι ήδη εμφανές; Πόσο προετοιμασμένη είναι ώστε να αποφύγει αυτό το κόστος να μετατραπεί σε μια κοινωνική κρίση; Πόσο εύκολο θα είναι για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να ζήσουν με τον πόλεμο ως στοιχείο για την καθημερινότητά τους; Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια Ευρώπη που αντί να απαντήσει στην οικονομική κρίση και την παράλληλη κρίση χρέους τη μετέτρεψε σε χώρες όπως η Ελλάδα σε κοινωνική καταστροφή, που καθυστέρησε να συντονιστεί απέναντι στην πανδημία και που επιδεικνύει απρονοησία ως προς την πράσινη μετάβαση.
Και αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα: όσο περισσότερο οι εκπρόσωποι της ΕΕ συναγωνίζονται ως προς το βαθμό στράτευσης σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο πιο πολύ αναδεικνύεται μια βαθύτερη αμηχανία που δεν περιορίζεται μόνο στον τρόπο που η Ευρώπη αναδιπλώνεται εντός μιας Δύσης που σκέφτεται μόνο με όρους διαχωριστικών γραμμών και κλιμακούμενων αντιπαραθέσεων. Αποτυπώνεται στην κρίση του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» και τη διαρκή υπονόμευσή του από νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Συγκεφαλαιώνεται στην όχι και τόσο σιωπηρή αποδοχή της ατζέντας της ακροδεξιάς σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και το προσφυγικό. Υποδεικνύεται από την διάχυτη αίσθηση πολιτικής κρίσης, απουσίας ισχυρών ηγεσιών και δυσκολίας να διαμορφωθούν ισχυρά κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ.
Και η ειρήνη;
Η διαπίστωση ότι η Ευρώπη ψηλαφεί μια νέα σελίδα στην ιστορία της δεν αναιρεί την ανάγκη και σε αυτή τη σελίδα η ειρήνη να διατηρήσει την αξία της ως κεντρική επιδίωξη. Θα μπορούσε κανείς να υπενθυμίσει ότι σε τέτοιες συγκρούσεις, που συνδυάζουν τοπικές ανοιχτές πληγές και συνολικούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς, το ζήτημα δεν είναι να κερδηθούν οι πόλεμοι (γιατί στην πραγματικότητα έχουν μια «διηνεκή» δυναμική), αλλά να σταματήσουν να παράγουν θάνατο και καταστροφή.