Το Ζαγόρι είναι περιοχή μεγάλης φυσικής ομορφιάς, με εντυπωσιακή γεωλογία και δύο εθνικούς δρυμούς, που ο ένας περιλαμβάνει τον ποταμό Αώο και το Φαράγγι του Βίκου και ο άλλος την περιοχή γύρω από τη Βάλια Κάλντα, ανατολικά της επιβλητικής, πάντα χιονοσκέπαστης το χειμώνα, Τύμφης.
Τα περίπου 45 χωριά του Ζαγορίου μέχρι το 1950 οπότε και έγινε διάνοιξη σύγχρονων δρόμων, διασυνδέονταν με ορεινούς δρόμους και παραδοσιακά τοξωτά πέτρινα γεφύρια.
Η λέξη Ζαγόρι προέρχεται από τη σλαβική πρόθεση Za που σημαίνει «πίσω» και το ουσιαστικό gora που σημαίνει «βουνό». Στην αρχαιότητα η περιοχή ονομάζονταν «Παροραία», και οι κάτοικοί της «Παροραίοι», δηλαδή αυτοί που ζουν πίσω από τα όρη.
Το μοναδικό φυσικό κάλος του Ζαγορίου σε συνδυασμό με το πολυδαίδαλο σύστημα μονοπατιών και καλντεριμιών που ενώνει μεταξύ τους τα ιδιαίτερης αρχιετεκτονικής χωριά και γιοφύρια του, το καθιστούν, έναν από τους πιο δημοφιλείς πεζοπορικούς και ορειβατικούς προορισμούς στην Ελλάδα.
Μία από τις πολλές ενδιαφέρουσες πεζοπορικές διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει κανείς είναι η πεζοπορία που ξεκινά από τα Άνω Πεδινά του κεντρικού Ζαγορίου και μετά από 21 χιλιόμετρα καταλήγει στη γέφυρα της Κλειδωνιάς. Αυτήν την πανέμορφη διαδρομή πρότεινε και πραγματοποίησε ο Εθνικός Ορειβατικός Σύλλογος Άρτας.
Η πορεία λοιπόν ξεκινά από το κλασικής ομορφιάς και ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής χωριό, Άνω Πεδινά. Μπαίνουμε σε ένα αγροτικό δρόμο στον οποίο δε μπορεί να διέλθει αυτοκίνητο παρά μόνο αν είναι τετρακίνητο. Από τα ίχνη στη στράτα μας καταλαβαίνουμε ότι πριν από εμάς έχει προπορευθεί κοπάδι με αγελάδες. Δεξιά αριστερά, είτε κοιτώντας προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω το μάτι χάνεται και αναπαύεται στο απέραντο… και γεμάτο αποχρώσεις πράσινο του τοπίου. Επιτέλους μπαίνουμε σε μονοπάτι.
Η βλάστηση εδώ είναι πιο πυκνή, η σκίαση έντονη, μπορούμε να βγάλουμε γυαλιά και καπέλα. θα μπορούσαμε να χάσουμε και το μονοπάτι αλλά η έμπειρη αρχηγός Ινα είναι μπροστά και μας οδηγεί με ασφάλεια.
Μετά από περπάτημα περίπου μίας ώρας φτάνουμε στο χωριό Ελαφότοπος. Το βλέπουμε στο πλάι μας να στέκει αμφιθεατρικά, μόνο και επιβλητικό στα 1.100 μέτρα. Βρισκόμαστε στις πλαγιές της Τύμφης.
Ο Ελαφότοπος ή Τσερβάρι ( σύμφωνα με την παλιά του ονομασία) είναι ένα χωριό με μεγάλη ιστορία που ξεκινάει από πολύ παλιά. Είναι άγνωστο πότε δημιουργήθηκε ο αρχικός οικισμός. Πάντως τα κτερίσματα (χειροποίητα πήλινα αγγεία, κ.α.) των κιβωτιόσχημων τάφων που βρέθηκαν στην κοιλάδα ανάμεσα στον Ελαφότοπο και τα Κάτω Πεδινά, μαρτυρούν την κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή από τα τέλη του 13ου αιώνα π.χ. (Προϊστορική Εποχή του Χαλκού) και χρονολογούνται περίπυ στο 1200 π.χ. Επίσης σε ένα λόφο στα ΒΔ (θέση Κάστρο) σώζονται ερείπια τειχισμένου μολοσσικού οικισμού που χρονολογούνται στον 4ο – 3ο αι. π.χ. (Κλασσική Εποχή).
Προσπερνάμε τον οικισμό και συνεχίζουμε. Ο δρόμος είναι μακρύς, δεν χωρούν ιδιαίτερες στάσεις και παρακάμψεις. Κινούμαστε και πάλι για λίγο σε ανηφορικό χωματόδρομο, τον οποίο, ευτυχώς, αφήνουμε σύντομα και μπαίνουμε στο μονοπάτι.
Το κατηφορίζουμε με προορισμό το χωριό Βίκος. Προχωρούμε προσεκτικά γιατί τα μικρά πετραδάκια που είναι σπαρμένα στο μονοπάτι στριφογυρνούν κάτω από τα άρβυλά μας. Κάποιοι από εμάς έχουμε μικρές και ανώδυνες πτώσεις.
Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε για τα καλά και απέναντί μας εμφανίζεται η διπλή, μοναδική θέα. Αντίκρυ μας οι γνωστοί ως Πύργοι του Πάπιγκου, τα επιβλητικά βραχώδη όρη της Αστράκας στις παρυφές της οποίας εκτείνεται το Μικρό και το Μεγάλο Πάπιγκο. Ενώ στο βάθος της διαδρομής των ματιών μας το φαράγγι του Βίκου, εκεί που γεννιέται και κυλά ο Βοϊδομάτης. Ο ποταμός θεωρείται από τους καθαρότερους αν όχι ο καθαρότερος ποταμός της Ευρώπης.
Το φαράγγι δημιουργήθηκε μετά από έντονες γεωλογικές ανακατατάξεις κατά τη διάρκεια των γεωλογικών εποχών. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή που έχουν εντοπισθεί, χρονολογήθηκαν στο 40.000 π.Χ. Η χλωρίδα που συναντάται στην περιοχή του φαραγγιού είναι ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλίας. Χαρακτηριστικά, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα τα βότανα του φαραγγιού χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς από τους λεγόμενους Βικογιατρούς, τους πρακτικούς γιατρούς του Ζαγορίου.
Φτάνουμε στο χωριό Βίκος. Καθόμαστε για λίγη ξεκούραση, καφέ και κολατσιό.
Απέναντί μας στέκει το Μικρό και το Μεγάλο Πάπιγγο. Δεν θα τραβήξουμε κατά εκεί. Δε θα διασχίσουμε το φαράγγι. Θα μείνουμε στο πλάι του και μέσα από το κατάφυτο μονοπάτι που κινείται παράλληλα με το ρου του θα κατευθυνθούμε προς το γεφύρι της Αρίστης.
Το φαράγγι του Βίκου όπου διατρέχει ο Βοϊδομάτης είναι ένα από τα πιο ξακουστά φαράγγια στην Ελλάδα. Βρίσκεται 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και είναι το βαθύτερο φαράγγι, σε αναλογία μήκους-πλάτους-ύψους παγκοσμίως, σύμφωνα με το Βιβλίο Guinness
Το όνομά του Βοϊδομάτη μας παραπέμπει στο μάτι του βοδιού, ωστόσο είναι σλαβικής προέλευσης, προέρχεται από τη σύνθεση των λέξων Voda (νερό) Μα (μάνα) άρα όχι το μάτι του βοδιού αλλά η Μάνα του νερού!!!
Η μαγική πορεία συνεχίζει δίπλα στην όχθη του ποταμού και χαρίζει μαγικές στιγμές και εικόνες με γαλαζοπράσινα νερά, αλλού ήρεμα αλλού κινητικά, να ελίσσονται ανάμεσα στα πλατάνια και στις πέτρες. Ο επόμενος υδάτινος σταθμός μας είναι γεγονός. Είμαστε στη γέφυρα της Αρίστης.
Κάποιοι από εμάς, λίγοι και τολμηροί βουτούν στα πιο παγωμένα νερά της χώρας μας, όπως τουλάχιστον λέγεται. Κάποια άλλοι κάνουν αποθεραπεία, βγάζοντας τα ορειβατικά τους και βουτώντας τα κουρασμένα πόδια τους στο παγωμένο ποτάμι.
Αρκετή ώρα μετά τη γέφυρα της Αρίστης και κατευθυνόμενοι προς το τέρμα της διαδρομής, στη γέφυρα Κλειδωνιάς, γεμίζουμε με τα χρώματα και τους ήχους του ποταμού αλλά και της γύρω δεσπόζουσας φύσης.
Βρισκόμαστε σε πορεία άνω των έξι ωρών. Η ερώτηση που απευθύνουμε πολλοί στο Χρήστο έναν εκ των αρχηγών της πεζοπορίας είναι: «πότε φτάνουμε» και εκείνος απαντά με τη φράση που έμελλε να γίνει το ανέκδοτο της παρέας μας καθώς επαναλήφθηκε δεκάδες φορές κατά την διάρκεια της πορείας μας: «Σε δέκα λεπτά φτάνουμε!!!».
Σε… πολλά δέκα λεπτά λοιπόν, φτάσαμε στην εξαιρετικό μονότοξο γεφύρι της Κλειδωνιάς που βρίσκεται στη νοτιοδυτικό έξοδο του φαραγγιού Βοϊδομάτη. Χτίστηκε το 1853.
Όλοι μας διασκεδάσαμε τη διαδρομή και θριαμβολογήσαμε την πολυπόθητη άφιξη. Εντάξει, τώρα πια δεν έχουμε πολύ χρόνο για φωτογραφίες. Σπεύδουμε πεινασμένοι στην ταβέρνα που είναι το πρώτο κτίσμα που ευτυχώς συναντάς αφού αφήσεις πίσω σου το γιοφύρι.
Χορτασμένοι πλέον όχι μόνο από αυτά που παραγγείλαμε και φάγαμε αλλά κυρίως από όσα συναντήσαμε και απολαύσαμε στην αξέχαστη διαδρομή μας μπορούμε να πούμε: «Σε ευχαριστούμε πολύ ΕΟΣ Άρτας για τη μοναδική εμπειρία. Καλή συνέχεια, καλές πεζοπορείες, καλές διαδρομές. Ευχαριστούμε!»