Διαβάζοντας εχθές τις αμήχανα μηχανευμένες δηλώσεις Ρουμπάτη – Πιτσιόρλα, κατάλαβα γιατί η γλώσσα είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να την χρησιμοποιεί όπως θέλει κάνοντάς την να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που λέει.
Αλλά επειδή αυτό που θέλει η γλώσσα να πει, εγγράφεται τόσο στα συμφραζόμενα όσο και στα ουδέποτε λεχθέντα, ο ένας κάνει μήνυση στον άλλο που δεν κάνει, λες και οι λέξεις τους (και οι μηνύσεις) ανταποκρίνονται στην αλήθεια, ή ότι η αλήθεια αποδεικνύεται με λέξεις, όταν οι λέξεις δεν οφείλουν την ύπαρξή τους σε οποιουδήποτε είδους σημασία – πράγμα που δεν συμβαίνει στα ζώα που δεν μιλάνε.
Γι’ αυτό και όλη η ιστορία με τις παρακολουθήσεις είναι άνευ σημασίας για τη γλώσσα.
Έχει παρά ταύτα νόημα η ανοησία των ανθρώπων όχι μόνο γιατί το σκέπτεσθαι μέσω εννοιών (π.χ. της αλήθειας) δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν την κουτοπονηριά που επιδεικνύουν αλλά και επιπλέον γιατί η όλη ιστορία ανήκει σ’ έναν γελωτοποιό, όταν προσποιείται πως η ιστορία των υποκλοπών ισχύει γι’ αυτό ακριβώς που θα μπορούσε να έχει συμβεί -και συνέβη ως εάν δεν είχε συμβεί.
Αλλά η ιστορία αυτή δεν αφορά μόνο στο τι ειπώθηκε και εκλάπη, αλλά και τι αποσιωπήθηκε και είναι αδύνατον να κλαπεί: το «μυστικό», ως το κατ’ εξοχήν στοιχείο της εξουσίας -χωρίς την οποία, σημειωτέον, τα ζώα θα ήσαν ζώα και οι άνθρωποι δεν θα ήσαν άνθρωποι.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο, δεν θα ξαφνιαστώ από το κατασκευασμένο «μπέρδεμα» που προέκυψε.
Όλο το πολιτικό παιχνίδι, είναι σαν το ποδόσφαιρο: πώς θα γίνει Μητσοτάκης και Τσιπρας να ισοφαρίσουν; Και τι θα κάνει ο Ανδρουλάκης στα πέναλτι; Θα είναι διαιτητής ο Χιώτης ή η Κοσιώνη;
Ποιός θα πατήσει στο γήπεδο;
Διότι την τηλεόραση δεν πρόκειται να την κλείσει κανείς.