Στο βιβλίο «Ελληνικός Κινηματογράφος» του Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη υπάρχει μία άγνωστη ιστορία για έναν πολύ γνωστό έρωτα –αυτόν της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου.
Το φθινόπωρο του 1966, στα γυρίσματα της ταινίας «Κονσέρτο για Πολυβόλα» της Φίνος Φιλμ, η Τζένη Καρέζη ερωτεύτηκε παράφορα τον τότε ανερχόμενο ηθοποιό Κώστα Καζάκο, με τον οποίο παντρεύτηκε λίγους μήνες αργότερα. Μαζί απέκτησαν τον γιο τους, Κωνσταντίνο.
Η γνωστή ηθοποιός είχε γνωριστεί με τον Καζάκο, πολύ καιρό πριν συμπρωταγωνιστήσουν στην ταινία. Ωστόσο, δεν είχε υπάρξει ερωτική έλξη μεταξύ τους. Η Καρέζη ήταν ακόμη παντρεμένη με το Ζάχο Χατζηφωτίου. Ο Κώστας Καζάκος σε συνεντευξή του είχε πει στη «Μηχανή Του Χρόνου»:
«Είχαμε συναντηθεί τουλάχιστον δύο φορές μέσα από τη δουλειά (…) Την έπιανα το πρωί να μάθει τα λόγια της στο καμαρίνι όπου βαφόταν. Σαν να μην συνέβη. Σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Αλλού κοίταγε ο ένας, αλλού ο άλλος…»
Ο Ντίνος Δημόπουλος, ο οποίος ήταν σκηνοθέτης της ταινίας είχε βρει τη βασική πρωταγωνίστρια, αλλά δεν μπορούσε να καταλήξει στον άνδρα συμπρωταγωνιστή. Το σενάριο απαιτούσε ένα γοητευτικό λοχαγό του ελληνικού στρατού, τον οποίο η Καρέζη θα αγαπούσε βαθιά.
Ο Φιλοποίμην Φίνος, στην προσπάθεια του να τον βοηθήσει, πρότεινε κάποια ονόματα από τα γνωστά στο χώρο των ζεν πρεμιέ. Ο Δημόπουλος όμως δεν ικανοποιείτο με κανέναν. Αντιπρότεινε τον Κώστα Καζάκο. Ο Φίνος όμως αιφνιδιάστηκε και έφερε αντίρρηση. «Μα αυτός είναι καρατερίστας», έλεγε ο παραγωγός αποδοκιμάζοντας την επιλογή του σκηνοθέτη. Όταν όμως τον είδε ντυμένο με την στρατιωτική στολή, ψηλό και γοητευτικό, θαμπώθηκε, είπε το «ναι» και ξεκίνησαν τα γυρίσματα.
Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων στα γυρίσματα, Καζάκος και Καρέζη συνήθιζαν να παίζουν τάβλι για να περάσει η ώρα. Κάπως έτσι, σε μια παρτίδα, ήρθε ο έρωτας.
«Καθόμαστε κάτω από μια ελιά και παίζαμε τάβλι. Και τράβηξε αυτή η υπόθεση, ήταν ταβλαδόρισσα η Τζένη, ήτανε μανιακή με το τάβλι. Τράβηξε αυτό και μείναμε 26-27 χρόνια μαζί» είχε πει ο Κώστας Καζάκος στη «Μηχανή του Χρόνου».
Σε εξωτερικό γύρισμα στον Ισθμό της Κορίνθου, η Καρέζη ομολόγησε τον έρωτά της για τον Καζάκο στο Δημόπουλο, ενώ έπαιζαν τάβλι.
-Τι έχεις; τη ρώτησε ο σκηνοθέτης, βλέποντας την άκεφη και αφηρημένη
-Μου φαίνεται πως την πάτησα, αποκρίθηκε η Καρέζη.
-Δηλαδή;
-Να, έμπλεξα, με έναν από δαύτους.
-Ποιους;
-Αυτούς ντε, τους «χουντικούς», είπε αστειευόμενη αναφερόμενη στους ρόλους της ταινίας.
-Τι εννοείς «έμπλεξες»;
-Να, πως το λένε, παιδάκι μου, εγώ, δηλαδή… εγώ…
-Τον ερωτεύτηκες;
-Μμμ…
Το μούγκρισμα σήμαινε «ναι». Χωρίς να γυρίσει η ηθοποιός, του έδειξε με το ένα χέρι απλωμένο τον Καζάκο, που στεκόταν όρθιος λίγο παρακάτω και πετούσε πέτρες στο κανάλι για να κάνουν γκελ.
Γιατί η αστυνομία πίεζε τον ηθοποιό να υπογράψει δήλωση μετάνοιας πριν το γάμο
Η Καρέζη είχε γοητευτεί έντονα από το μαχητικό του χαρακτήρα. Έγιναν ζευγάρι και ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας τον Αύγουστο του 1968. Κανείς δεν είχε αντίρρηση για το γάμο, εκτός από την ελληνική αστυνομία. Ο Κώστας Καζάκος ήταν πολιτικοποιημένος στο χώρο της αριστεράς και διοικητής του τμήματος είχε άποψη για το θέμα.
«Με φώναξε στο τμήμα, “ξέρεις τι πας να κάνεις;”, μου λέει. Τι πάω να κάνω; “Θα παντρευτείς την Καρέζη, το κορίτσι μας”. Με πίεζε, με είχε φωνάξει δύο-τρεις φορές τότε, με πίεζε να υπογράψω δήλωση μετάνοια. Το 1968. Λες και ήμαστε στη δεκαετία του ’50», θυμάται ο ηθοποιός.
Τον Απρίλιο του 1969, γεννήθηκε ο μοναχογιός τους, Κωνσταντίνος, που ολοκλήρωσε την ευτυχία τους. Ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη παρέμειναν αχώριστοι, μέχρι τη στιγμή που η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή το 1992 από καρκίνο.
Η ιστορία με το «Μεγάλο μας Τσίρκο» στα χρόνια της Χούντας
Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ζήτησαν από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη να γράψει ένα θεατρικό έργο, μετά από μία πρωτοποριακή παράσταση που παρακολούθησαν στο Παρίσι. Έτσι, γεννήθηκε το «Το μεγάλο μας τσίρκο» μέσα στα χρόνια της δικτατορίας. Αντιστασιακό και αντιχουντικό. Ο Ξυλούρης ερμηνεύει με ξεχωριστό τρόπο τα τραγούδια του Ξαρχάκου.
Σατυρικό και δραματικό, αποτελεί ένα πανόραμα της ελληνικής νεότερης ιστορίας από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή.
«Να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα’πρεπε να ειπωθούν ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα’πρεπε δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», αφηγείται η Τζένη Καρέζη.
Η πρεμιέρα δόθηκε στο θέατρο «Αθήναιον» στις 22 Ιουλίου 1973 με τα λογοκριμένα κείμενα. Το έργο αγαπήθηκε. Ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο, εκεί όπου βρισκόταν το θέατρο, το κοινό διέγειρε κάθε βράδυ τους ηθοποιούς. Από στόμα σε στόμα η παράσταση γίνεται σύμβολα κατά της χούντας. Ο κόσμος πλέον ερχόταν να συμβάλλει στον ξεσηκωμό, όχι να δει μόνο την παράσταση. Ένα κλίμα θερμότητας και αντίστασης ανάμεσα σε θεατές – ηθοποιούς και έξω στους δρόμους.
Η κουλτούρα των αστυνομικών βελτιώνεται παρακολουθώντας το έργο καθημερινά, σημειώνοντας και ενημερώνοντας τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών…
Σύντομα η χούντα κατάλαβε ότι ενέκρινε ένα αντιστασιακό έργο. Η σύλληψη της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου ήταν το αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης παράστασης με πολλαπλά πολιτικά μηνύματα. Οι δύο ηθοποιοί αφήνονται ελεύθεροι στις 15 Δεκεμβρίου. Ψυχολογικά είναι καταπονημένοι.
Οι παραστάσεις ωστόσο, ξεκινούν ξανά στις 22 του ίδιου μήνα. Η παράσταση τελειώνει και παρά τους όρθιους καθεστωτικούς σε όλους τους χώρους του θεάτρου να εποπτεύουν το χώρο, τη σκηνή κατακλύζουν κόκκινα γαρύφαλλα που ήταν κρυμμένα στις τσέπες και τις τσάντες των θεατών.Η αυλαία πέφτει και η Καρέζη ψιθυρίζει «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή, εάν χρειαστεί μπορώ να ξαναπάω».
Το ταξίδι στη Ρωσία
Μια άγνωστη φωτογραφία της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου ανέβασε κάποια στιγμή η Έλενα Μακρή Λυμπέρη στο λογαριασμό της στο Instagram εστιάζοντας σε ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε το ζευγάρι το 1982 με αυτοκίνητο, μαζί με τον γιο τους, Κωνσταντίνο, μέχρι τη Ρωσία. Κινητήριος δύναμή τους, η αγάπη τους για το ρωσικό θέατρο.
Όπως εξηγεί στη λεζάντα: «Ρωσική περιπέτεια: Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ταξίδεψαν για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1982. Μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο τους από την Αθήνα και έφτασαν στη Μόσχα έχοντας περάσει από το Κιέβο, την Αγία Πετρούπολη αλλά και τη ρωσική στέπα. Το ζευγάρι ήθελε να έρθει σε επαφή με το ρωσικό θέατρο και πράγματι εκεί γνώρισαν τους σκηνοθέτες μελλοντικών τους παραστάσεων όπως το “Πρόσωπο με Πρόσωπο” και ο “Βυσσινόκηπος” που σκηνοθέτησε ο Όλεγκ Εφρέμοφ».
«Μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο τους από την Αθήνα και έφτασαν στη Μόσχα έχοντας περάσει από το Κιέβο, την Αγία Πετρούπολη αλλά και τη ρωσική στέπα»
Η ζωή του, η ιδεολογία του, η τέχνη του
Ο Κώστας Καζάκος ενεργός πολίτης με δημόσιο λόγο, στρατεύτηκε στις τάξεις του ΚΚΕ από την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 και μετά. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας.
Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος. Όνειρό του ήταν να γίνει φιλόλογος, αλλά δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.
Ο Κάρολος Κουν εκτίμησε το ταλέντο και τον πήρε μαζί του στο Θέατρο Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ).
Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.
Ο Κώστας Καζάκος πολιτικά είναι ενταγμένος στο ΚΚΕ. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ.
Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά.
*To βιογραφικό του είναι με στοιχεία από το sansimera.gr