Εχθές στην Δήλο, στην αγορά των Κομπεταλιαστών, είδα την ωραία παράσταση της ‘Εφης Θεοδώρου, με μια Μαρία Σκουλά, ιέρεια, με το φεγγάρι να προβάλει αιφνίδια πίσω από τον Κύνθο, με τους παλιούς Μυκονιάτες μαζεμένους σαν τα πουλιά, θαρρείς ικέτες προς εξαγνισμόν από την ύβριν του τουρισμού, έτοιμους να ζητήσουν μαρμαρωμένοι άσυλο στο Μουσείο μαζί με τους Ναξιώτες Κούρους και τους πήλινους φαλλούς.
Στην επιστροφή, μόλις το καραβάκι καβατζάρισε τον κάβο του Ρεματιάρη, φάνηκε απαστράπτουσα η διάσημη Μύκονος.
Η τέλεια αντιστροφή, μονολόγισα: η Μύκονος τότε, ένας μικρός οικισμός, και η Δήλος, ιερό και μπορντέλο μαζί, με 30.000 κολασμένες ψυχές στην ακμή της. Και τώρα, να που η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν προσοδοφόρα φάρσα, με την ίδια όμως δημογραφική σύνθεση: εφοπλιστές, χρηματιστές, επαίτες και πουτάνες.
Ίσως ο μύθος του Φαέθοντα που άκουσα και είδα, στην παράσταση («Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και σωζόμενα αποσπάσματα της τραγωδίας του Ευριπίδη) για το φρικτό τέλος του γιου του Ήλιου από την υπερβολή και την έπαρση, διδάξει όσους κουμαντάρουν φανερά ή κρυφά το κοσμοπολίτικο νησί, για το τι σημαίνει να οδηγείς ένα πύρινο άρμα στον ουρανό της φθηνής δημοσιότητας και των καθημερινών, ιλουστρέ «ρεπορτάζ» του κώλου – κυριολεκτικά.
Ο ταπεινός ξυλουργός και φίλος μου από τα «παιδικάτα» μου -όπως έλεγε η Μέλπω Αξιώτη- ο Ηλίας Ντελόπουλος, που κάθονταν σιωπηλός δίπλα μου στην επιστροφή, μου θύμισε πως και ο φλογοβόλος αρματηλάτης Προφήτης Ηλίας που ακούει στο όνομά του, θα εμφανιστεί για να «καταδείξει» τον Αντίχριστο -λες και δεν τον ξέρουμε.
Με την επιστροφή στη Μύκονο η Άννα Καμμή, πρόεδρος του Art Festival του Δήμου (αλλά όχι δυστυχώςτης δημοτικής «Επιτροπής Ποιότητας Ζωής», όπως καταχρηστικά ονομάζεται), μου ζήτησε να στηρίξω την προσπάθεια.
Προφανώς, αν δεν έχω μετακομίσει του χρόνου απέναντι, στο νησί του Μπάου με τα γλαρόνια και τα αγριοκούνελα.
Έτσι, μεταξύ των δύο τόπων θα είμαι πιο κοντά σ’ αυτό που θα ήθελα να ήμουν: άτοπος.
«Βάρος της πέτρας,
βάρος της σκέψης.
Βουνά και ρεμβασμοί
δεν έχουν το ίδιο αντιστάθμισμα.
Κατοικούμε ακόμη σ’ έναν άλλο κόσμο.
Ίσως στον ενδιάμεσο», γράφει ο Φιλίπ Ζακοτέ.