– Σαν σήμερα πριν 18 χρόνια.
– Τροφή για σκέψη
– Για πρώτη και (τελευταία) φορά.
Ντοκουμέντο (1)
Πολλές φορές περνώντας τα χρόνια θυμάσαι και πιθανώς να αναπολείς τα πράγματα με ένα διαφορετικό τρόπο. Η φύση και η θέση της δουλειάς μου τότε, μου επέτρεπαν να μάθω “ευκολότερα” και πιο “γρήγορα” κάποια πράγματα.
Είμαστε στα δύσκολα της δεκαετίας του 198Ο. Το ΠΑΣΟΚ ταλανίζεται, το σκάνδαλο Κοσκωτά βγάζει τα ”απόνερα” του και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου είναι κατά κάποιο τρόπο έτοιμος για το μεγάλο βήμα.
Ο ελληνικός “ιστορικός συμβιβασμός” με καθυστέρηση καμιά εικοσαριά χρόνια είναι προ των πυλών. Όλα ήταν “σαν από καιρό έτοιμα”. Τα κριτήρια κατά τη γνώμη μου ήταν περισσότερο “οικονομικά” παρά πολιτικά και με οσμή κάθαρσης… Ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Την πολιτική σκηνή της χώρας την απασχολούσαν δύο υποθέσεις. Η αστική τάξη της χώρας ήταν δε θα μπορούσα να πω θορυβημένη, αλλά μάλλον προβληματισμένη. Κάτι το οποίο, “εμείς”, το βλέπαμε και το ακούγαμε καθημερινά.
Οι “παλαβοί” στο ΚΚΕ,(έτσι αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο), βρίσκονταν σε θέση μάχης. Με τρεις απ΄ αυτούς “συνεργαζόμασταν” σε μια σειρά από θέματα. Σοβαρά και λιγότερο σοβαρά.
Το κατάλαβα από ένα τηλέφωνο που μου έκανε ένας εξ΄ αυτών και μου ζήτησε να συναντηθούμε ένα βράδυ στο κέντρο της Αθήνας. Δώσαμε ραντεβού σε μια ταβέρνα κάπου στα Εξάρχεια. Βραδυνή ώρα, κάπου μετά τις 21.00. Ο ίδιος ήταν αναγνωρίσιμος στον κόσμο του ΚΚΕ και σε πολλά θύμιζε τον Μπελογιάννη. Μιλάω, για το ντύσιμο και σουλούπι. Μόνο που ο “σύνδεσμος” μου, ήταν ένα αστόπαιδο που προσχώρησε στην αριστερή ιδεολογία. Έμαθα, πως πέθανε πριν από κάποια χρόνια. Λυπήθηκα πολύ. Ήταν ο μόνος από εκείνη την ¨τριάδα” που κρατούσαμε επαφή. Με τους άλλους δύο δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Απλά συναντιόμασταν για την επιβεβαίωση.
Ήλθε με καθυστέρηση μιας ώρας και μου εξήγησε πως πέρασε από δύο-τρία σημεία για να βεβαιωθεί πως δεν τον ακολουθεί κανείς και για να είναι σίγουρος για τη συνάντηση μας.
Μου μίλησε για μια “δυσκολία” που υπήρχε στο εσωτερικό του κόμματος και μάλιστα σε επίπεδο Πολιτικού Γραφείου. Διαφωνούσαν κάποιοι με μια ανεπίσημη πρόταση που είχε κατατεθεί και αφορούσε ένα μείζον πολιτικό ζήτημα της εποχής.
Ο “Καπετάνιος” και η ηγετική ομάδα του Κόμματος έφεραν αντίρρηση στην προσπάθεια να αναδειχτούν και να δημοσιοποιηθούν τα αίτια μιας εθνικής τραγωδίας. Οι αιτιάσεις και τα πιθανά “γιατί” πολλά. Η ευθύνη βαρύνει και εκείνα τα στελέχη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν την εποχή εκείνη ως “αριστερά”.
Μου μετέφερε εκείνο το βράδυ τις αγωνιώδεις προσπάθειες για να οριστεί μια συνάντηση με ένα από τα στελέχη του Πολιτικού Γραφείου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στα λεγόμενα αριστερά εκείνης της εποχής για το θέμα, με εμμονή στην κομματική γραμμή και τις αρνήσεις του στο όνομα της κομματικής νομιμότητας. Μου έκανε μάλιστα εντύπωση η στεναχώρια του συνομιλητή μου και επειδή εις εκ των ανθρώπων στον οποίο αναφερόμαστε είναι εν ζωή, δε θα ήθελα να επεκταθώ παραπάνω.
Ζήτησε την βοήθεια μου, και τη βοήθεια ενός ανθρώπου που σήμερα δεν είναι στη ζωή και “συνεργαστήκαμε” όλοι ξέχωρα, αλλά και μαζί σε σοβαρά ζητήματα και θέματα. Εκείνο τον άνθρωπο θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε για οικονομία χώρου και χρόνου ακόμη και “Α-Β”.
Η βοήθεια αφορούσε την επεξεργασία και την τεκμηρίωση ενός μοναδικού υλικού που είχε συγκεντρωθεί με κόπο και απόλυτη μυστικότητα. Το υλικό ήταν σε γνώση του “Καπετάνιου” και μικρής μερίδας της ηγετικής ομάδας. Εμείς, το είχαμε καταλάβει και από άλλες δικές μας πηγές.
Αποφασίσαμε η δουλειά να γίνει με ένα τρόπο που δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα σε κανένα και θα ολοκληρώνονταν χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα.
Το υλικό μέσω ενός ανθρώπου που ήταν γνωστός σε μας και άγνωστος στο ευρύ κοινό, θα έφτανε τμηματικά για να μπορούμε να το επεξεργαστούμε.
Ο άνθρωπος που μας τα έφερε ήταν ένας από κείνους τους“ παλαβούς”(έτσι αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο) που για την εποχή του και για τον τόπο του ήταν αυτό που λέμε θρύλος. Καμία φορά μας έλεγε ο “σύνδεσμος” ιστορίες που κοντεύαμε να τρελαθούμε.
Άφηνε το φάκελο σε μια παλιά καραβάνα στην Χαριλάου Τρικούπη. Με έπαιρνε τηλέφωνο εκείνη η ”αιώνια έφηβη” για να περάσω να πάρω τα φιλέματα. Πήγαινα με περίμενε εκείνος ο μπελαλίδικος ελληνικός στο μπρίκι, λέγαμε δύο κουβέντες, έπαιρνα τα “φιλέματα” και έφευγα. Επέστρεφα ακριβώς μετά από μια εβδομάδα, έχοντας πάντα τηλεφωνήσει πριν για να αφήσω και να πάρω.
Μια διαδικασία που κράτησε τέσσερεις και περισσότερο μήνες και δεν “άνοιξε ρουθούνι”. Εκείνη η “αιώνια έφηβη”, δεν ήξερε τι ήταν το “υλικό”. Όταν θα εκδοθεί το βιβλίο του Θανάση, κανείς από εκείνους που ξέραμε δε θα είναι ζωντανός. Η “περιπέτεια” και η κατάληξη της όμως είχαν κάμποσα χρόνια αργότερα αίσιο τέλος.
Ο ελληνικός “ιστορικός συμβιβασμός” ήταν ante portas. Τα γεγονότα παρέσυραν τους πάντες και τα πάντα. Όμως είχαμε κάνει αυτό που έπρεπε. Μαζί με εκείνους.
Υ.Γ. Το κείμενο διορθώθηκε από τον “α.α.”΄ τον Αύγουστο του 2019, σε ένα καφέ κάπου στην Ευρώπη.