Καθώς ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού μολύνεται με τον SARS-CoV-2, το ζήτημα σχετικά με τις πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες της λοίμωξης με τον πανδημικό κορωνοϊό συνεχώς γιγαντώνεται. Ενα βασικό ερώτημα είναι αν η μακρά COVID μπορεί να «χτυπά» και σε ποιον βαθμό υγιή νεαρά άτομα.
Παρότι η συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού είναι τεράστιας σημασίας για την κοινωνία, η επίδραση της COVID λοίμωξης σε εκείνη έχει ελάχιστα μελετηθεί. Οι περισσότερες μελέτες μέχρι σήμερα επικεντρώνονταν σε άτομα που είχαν νοσηλευθεί, σε ηλικιωμένους ή σε ασθενείς με πολλές συννοσηρότητες.
Η νέα μελέτη
Τώρα μια νέα μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από τις Ελβετικές Ενοπλες Δυνάμεις και η οποία διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (UZH) με επικεφαλής την καθηγήτρια του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας, Βιοστατιστικής και Πρόληψης του UZH Πατρίσια Σλάγκενχοφ, εκτίμησε τα πιθανά συμπτώματα της long Covid σε νεαρούς στρατιωτικούς στην Ελβετία.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Lancet Infectious Diseases» διεξήχθη μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου 2021 και περιέλαβε 29 γυναίκες και 464 άνδρες εθελοντές με μέση ηλικία τα 21 έτη. Από το σύνολο των συμμετεχόντων 177 είχαν επιβεβαιωμένη COVID-19 περισσότερες από 180 ημέρες πριν από την ημέρα εξέτασης από τους ερευνητές. Στη μελέτη συμμετείχε και ομάδα ελέγχου που αποτελείτο από 251 άτομα που ήταν αποδεδειγμένα αρνητικά στον SARS-CoV-2 μέσω ορολογικής εξέτασης. Στη μελέτη τους οι ερευνητές εξέτασαν πλήθος συστημάτων του οργανισμού των συμμετεχόντων – το καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό, το νευρολογικό, το οπτικό σύστημα αλλά και την ψυχολογική κατάσταση καθώς και τη γονιμότητα των ανδρών εθελοντών.
Οι επιπτώσεις έως και 6 μήνες μετά τη λοίμωξη
Με βάση τα ευρήματα, νεαρά, υγιή μέχρι πρότινος άτομα που δεν χρειάστηκε να νοσηλευθούν όταν μολύνθηκαν με SARS-CoV-2, ανάρρωναν σε γενικό πλαίσιο καλά από ήπια λοίμωξη και η επίδραση του ιού στα διαφορετικά συστήματα του οργανισμού τους ήταν μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη που παρατηρείτο σε πιο ηλικιωμένα άτομα, σε νοσηλευόμενους ασθενείς καθώς και σε ασθενείς με συννοσηρότητες. Ωστόσο από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι η πρόσφατη λοίμωξη σε νεαρά, υγιή άτομα – ακόμη και αν ήταν ήπια – μπορούσε να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως η κόπωση, οι διαταραχές της όσφρησης καθώς και σε ψυχολογικά προβλήματα έως και για 6 μήνες. Μπορούσε επίσης να έχει βραχυπρόθεσμη αρνητική επίδραση στην ανδρική γονιμότητα. Σε ό,τι αφορούσε τις παλαιότερες λοιμώξεις – όταν είχαν παρέλθει περισσότερες από 180 ημέρες από τη λοίμωξη – οι αρνητικές επιδράσεις δεν ήταν πλέον σημαντικές.
Οι επιπλοκές μετά τους 6 μήνες από τη λοίμωξη
Για εκείνους όμως που είχαν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 πριν από περισσότερο από έξι μήνες «καιροφυλακτούσαν» εν δυνάμει επικίνδυνες επιπτώσεις. «Καταγράφονταν αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος, υψηλή χοληστερόλη και μειωμένη φυσική αντοχή τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικών διαταραχών και πιθανών καρδιαγγειακών επιπλοκών» σημείωσε η δρ Σλάγκενχοφ και προσέθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτά έχουν κοινωνικές προεκτάσεις και προεκτάσεις σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οδηγός για νέες στρατηγικές αξιολόγησης των επιπλοκών της COVID-19, της διαχείρισής τους, των θεραπειών τους και της ενίσχυσης των νεαρών ενηλίκων».