«Η τουρκική στάση απέναντι στην Ελλάδα θα πρέπει να καταδικαστεί από ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα και το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Εάν αυτό δε γίνει έγκαιρα ή ένα υποτιμηθεί η σοβαρότητα του ζητήματος, ρισκάρουμε να γίνουν ξανά μάρτυρες μιας παρόμοιας κατάστασης με αυτή που διαδραματίζεται σε κάποιο άλλο σημείο της ηπείρου μας. Αυτό είναι κάτι που κανείς από εμάς δεν θα επιθυμούσε στα αλήθεια να δει».
Η εν λόγω αναφορά στις επιστολές του Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια προς τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, το ΓΓ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ και της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδος στον ΟΗΕ, Μαρίας Θεοφίλη στο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες μπορεί να χαρακτηριστεί ενδεικτική των ανησυχιών της Αθήνας από την κλιμάκωση της ρητορικής της Άγκυρας. Μία προειδοποιήσεις για ένα νέο πολεμικό σκηνικό στην Ευρώπη.
Πολύ περισσότερο δε αφού τον τόνο των απειλών δίνει ο ίδιος ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως άλλωστε έχουν επανειλημμένα υπογραμμίσει τουρκικές διπλωματικές πηγές, όταν αξιωματούχοι και άλλοι πολιτικοί παράγοντες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Τουρκία καταφέρονται εναντίον της Ελλάδας με «προειδοποιήσεις» και απειλές και ο Ερντογάν παραμένει σιωπηλός, αυτή η σιωπή έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία.
Όταν ωστόσο αποφασίζει να κατευθύνει στα άκρα ο ίδιος τις απειλές σε ένα κρεσέντο ρητορικής, η κατάσταση είναι σοβαρή.
Η Τουρκία χτίζει στον αναθεωρητισμό
Διπλωμάτες εκτιμούν ότι η Τουρκία παγιώνει πλέον την πολιτική της ως αναθεωρητική δύναμη, η οποία μπαίνει στην επίσημη ατζέντα και η υποτίμηση της είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Ακόμα και αν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που βρίσκεται σε εξέλιξη θεωρείται ότι – προς το παρόν – «θωρακίζει» την Ελλάδα, αφού ένα ρήγμα στο ΝΑΤΟ υπό αυτές τις συνθήκες είναι ανεπίτρεπτο. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί επ’ αόριστο.
Το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας και της αναζήτησης ενός «θερμού επεισοδίου» που θα εκτονώσει την ένταση, και δη όσο η Τουρκία θα πλησιάζει προς τις εκλογές του 2023 σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε αυτό συνηγορεί και το ανθελληνικό κλίμα που επιχειρείται να χτιστεί και να παγιωθεί. Ένα κλίμα που δεν βασίζεται πλέον μόνο σε ζητήματα διπλωματίας και άμυνας, που θα μπορούσαν να αφήνουν αδιάφορους τους τούρκους πολίτες, αλλά συνδέεται άμεσα και με το αφήγημα της τρομοκρατίας.
Το παιχνίδι με την τρομοκρατία
Η Ελλάδα παρουσιάζεται στην Τουρκία ως μία χώρα που έχει ανοίξει διάπλατα τις πύλες της στις «τρομοκρατικές οργανώσεις» που «υπονομεύουν τη σταθερότητα» και προκαλούν απώλειες στην Τουρκία, όπως είναι για την Άγκυρα το ΡΚΚ ή οι φερόμενοι αντικαθεστωτικοί «οπαδοί του Γκιουλέν».
Όπως παραδέχονται δε τούρκοι δημοσιογράφοι, το ζήτημα της τρομοκρατίας και των νεκρών που έχει ως συνέπεια είναι από αυτά που απασχολούν περισσότερο τους πολίτες, καθώς οι οικογένειες θρηνούν θύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο η προσπάθεια της σύνδεσης της ανθελληνικής προπαγάνδας με το ΡΚΚ και τους «γκιουλενιστές» χαρακτηρίζεται εξαιρετικά επικίνδυνη, ενώ παρατηρείται ότι γίνεται με μεθοδικότητα.
Και μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι «ειδήσεις» περί «στρατοπέδου εκπαίδευσης τρομοκρατών στο Λαύριο», αλλά και περί συλλήψεων «τρομοκρατών» ενώ προσπαθούσαν να περάσουν στην Ελλάδα, εμφανίζονται διαρκώς στα τουρκικά ΜΜΕ.
«Μπορεί να έρθουμε»
Την ίδια στιγμή οι επαναλαμβανόμενες απειλές Ερντογάν ότι οι τουρκικές δυνάμεις μπορεί «να έρθουν νύχτα» στην Ελλάδα, συστήνοντας στην Αθήνα να «μην ξεχνά» την Σμύρνη ακολουθούνται από μπαράζ δημοσιευμάτων στον τουρκικό Τύπου, που θέτουν το ερώτημα αν θα μπορούσαν Ελλάδα και Τουρκία να οδηγηθούν σε πόλεμο. Με το ενδεχόμενο ενός «ατυχήματος» επίσης να καλλιεργείται συστηματικά.
Οι απειλές του τούρκου προέδρου πλέον εμφανίζονται και στα διεθνή ΜΜΕ, με το γερμανικό Τύπο να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις «προειδοποιήσεις» προς την Αθήνα.
Οι αντιδράσεις
Η ξεκάθαρη παρέμβαση της ΥΠΕΞ της Γαλλίας, Κατρίν Κολονά, η οποία τη Δευτέρα βρέθηκε στην Τουρκία και την Τρίτη στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη αποκλιμάκωσης της έντασης και εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία του Παρισιού για το γεγονός ότι η Άγκυρα επιλέγει να ανεβάζει την ένταση με ορισμένους γείτονες της, χαρακτηρίστηκε ενδεικτική.
Πολύ περισσότερο δε η σύσταση της στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να αποφεύγονται οι δηλώσεις που μπορεί να εκληφθούν ως πρόκληση, αλλά και η αναφορά της κατά τις δηλώσεις της στην Αθήνα στη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής στην ελληνογαλλική συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης.
Ξεκάθαρη ήταν και η παρέμβαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με τις ΗΠΑ να εγκαταλείπουν έστω και με μικρά βήματα την πολιτική των ίσων αποστάσεων και να προειδοποιούν για μία ακόμα φορά την Τρίτη ότι σε συνθήκες εισβολής της Ρωσίας σε ευρωπαϊκό κράτος δηλώσεις που αυξάνουν τις εντάσεις μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ «είναι ιδιαιτέρως αντιπαραγωγικές». Η Ουάσιγκτον επανέλαβε δε ότι «η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών πρέπει να γίνονται σεβαστές και να προστατεύονται. Η κυριαρχία της Ελλάδας σε αυτά τα νησιά δεν αμφισβητείται».
Σαφής και η στροφή της Γερμανίας, με την πρόσφατη επίσκεψη της Αναλένα Μπέρμποκ σε Αθήνα και Άγκυρα να δίνει τέλος στην πολιτική των ίσων αποστάσεων της Άγκελα Μέρκελ.
Η ελληνική διπλωματία επί του παρόντος δηλώνει ικανοποιημένη από τη ρητορική και την στάση εταίρων και συμμάχων της. Και ζητά την καταδίκη της Άγκυρας. Με το «καρφί» να κατευθύνεται κυρίως προς την πλευρά του ΓΓ του ΝΑΤΟ, καθώς ο Γενς Στόλτενμπεργκ είναι ο μόνος που έχει μείνει επιμελώς «σιωπηλός».
Ακόμα και η στάση των «συμμάχων και εταίρων» ωστόσο δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Ειδικά λόγω του ρόλου της Τουρκίας στο ουκρανικό, που παρά την ενόχληση που προκαλεί η σχέση Ερντογάν – Πούτιν, η Άγκυρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «απομονωμένη».
Επιμένουν σε ψυχραιμία στην Αθήνα
Για την Αθήνα ο πανικός παραμένει «κακός σύμβουλος» και όπως επαναλαμβάνουν Μέγαρο Μαξίμου και ΥΠΕΞ η κυβέρνηση δεν έχει πρόθεση να παρασυρθεί στην ρητορική της Άγκυρας. Αντίθετα η ελληνική πλευρά σκοπεύει να επιμείνει θεσμικά και να μετράει τα βήματα της με το διεθνές δίκαιο και το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Απαντώντας στις ακραίες προκλήσεις και την πολεμική ρητορική με διεθνοποίηση της τουρκικής παραβατικότητας.
Χωρίς να υποτιμά δηλώσεις τούρκων διπλωματών και αξιωματούχων, που σε ανύποπτο χρόνο έχουν προειδοποιήσει ότι η Τουρκία πάντα προειδοποιεί. Δεν είναι απρόβλεπτη. Προαναγγέλλει.
Με την Τουρκία να επιχειρεί έναν αντιπερισπασμό θέλοντας να εμφανίσει την Ελλάδα ως το κράτος παραβάτη, με επιστολές σε διεθνείς οργανισμούς που θέλουν να συντηρήσουν το blame game.
Με τις ισορροπίες να γίνονται κάθε μέρα και πιο λεπτές καθώς Ελλάδα – Κύπρος και Τουρκία βαδίζουν προς εκλογές δημιουργώντας ένα εκρηκτικό τοπίο.