Η Ευρώπη βρίσκεται στη μέση μιας ενεργειακής κρίσης. Η αβεβαιότητα σχετικά με τη ροή του φυσικού αερίου, λόγω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει προκαλέσει εκτίναξη των τιμών.
Η τιμή του φυσικού αερίου έχει εκτοξευθεί έως και 500 δολάρια, ισοδυναμώντας με την τιμή πετρελαίου ανά βαρέλι, και βρίσκεται 10 φορές πάνω από τον κανονικό μέσο όρο, τροφοδοτώντας φόβους για ελλείψεις το χειμώνα και παγωμένα σπίτια, σημειώνει σε άρθρο του το Foreign Policy.
Βασικά εμπορεύματα έχουν ήδη επηρεαστεί. Η παραγωγή λιπασμάτων, η οποία απαιτεί μεγάλες εισροές φυσικού αερίου, διακόπτεται λόγω των υψηλών τιμών.
Οι κατασκευαστές συσσωρεύουν γυαλί εν αναμονή μελλοντικών ελλείψεων.
Η κλιματική αλλαγή έχει επιδεινώσει την κατάσταση, καθώς μια ιστορική ξηρασία στεγνώνει τα ποτάμια της Ευρώπης και μειώνει την υδροηλεκτρική ικανότητα.
Η αύξηση του κόστους της ενέργειας έχει οδηγήσει σε έξαρση του πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Γερμανία έχει υποστεί τον χειρότερο πληθωρισμό από την ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970.
Γιατί η σημερινή μοιάζει με την ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του ’70
Οι διαταραχές του εφοδιασμού, που έπληξαν την Ευρώπη τον χειμώνα του 1973-1974, αποτελούν έναν χρήσιμο παραλληλισμό με την τρέχουσα κρίση.
Η Ευρώπη αντιμετώπισε ένα μερικό εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου, μια μαζική αύξηση της παγκόσμιας τιμής του πετρελαίου και την απειλή ενεργειακών ελλείψεων.
Ακριβώς όπως το σοκ της δεκαετίας του 1970 αποδείχθηκε λιγότερο καταστροφικό από ό,τι είχε προβλεφθεί, έτσι και ο φετινός χειμώνας μπορεί να μην προκαλέσει μπλακ άουτ, δελτία ή κατάρρευση, στην κλίμακα που κάποιοι φοβούνται, επισημαίνεται στο άρθρο του Foreign Policy.
Αλλά ακόμη και αν αποφευχθεί η καταστροφή, η σημερινή δυσχερής κατάσταση αναδεικνύει την πραγματικότητα της εύθραυστης ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης και την ανάγκη να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της, τόσο έναντι μελλοντικών σοκ, όσο και έναντι της διαφαινόμενης απειλής της κλιματικής αλλαγής.
Κατά τον 20ό αιώνα, η ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, η οποία προηγουμένως βασιζόταν με άνεση στις πλούσιες φλέβες άνθρακα της ηπείρου, περιπλέχθηκε από την αυξανόμενη σημασία του πετρελαίου.
Ενώ η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ολλανδία χρησιμοποιούσαν τις αυτοκρατορικές τους κτήσεις για να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες σε πετρέλαιο, η Ιταλία και η Γερμανία εξαπέλυσαν δαπανηρούς κατακτητικούς πολέμους, εν μέρει σχεδιασμένους για να καταλάβουν ξένα κοιτάσματα πετρελαίου.
Μετά το 1945, η Ευρώπη εξαρτήθηκε πλήρως από την εισαγόμενη ενέργεια
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εξάρτηση της Ευρώπης από την εισαγόμενη ενέργεια έγινε πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.
Το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής τροφοδότησε την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης μέσω του σχεδίου Μάρσαλ.
Μέχρι το 1972, η Δυτική Ευρώπη εξαρτιόταν από το πετρέλαιο για το 59,6% της ενεργειακής της κατανάλωσης, με το σύνολο σχεδόν να εισάγεται από πετρελαιοπηγές στον Περσικό Κόλπο και την Βόρεια Αφρική.
Τον Οκτώβριο του 1973, η Συρία και η Αίγυπτος εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Ισραήλ.
Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν βοήθεια στο Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη επέβαλαν εμπάργκο στις αποστολές πετρελαίου προς την Αμερική.
Τα αραβικά πετρελαϊκά κράτη μείωσαν επίσης σταδιακά την παραγωγή κατά 25%, μεταξύ Οκτωβρίου 1973 και Ιανουαρίου 1974. Επέκτειναν το εμπάργκο, για να συμπεριλάβουν την Πορτογαλία και την Ολλανδία.
Στος τέλος Οκτωβρίου, ο ΟΠΕΚ χρησιμοποίησε τον πόλεμο ως δικαιολογία, για να διπλασιάσει την τιμή του πετρελαίου, υπερδιπλασιάζοντάς την ξανά στις αρχές Ιανουαρίου.
Το πετρελαϊκό σοκ και το αραβικό εμπάργκο
Το «πετρελαϊκό σοκ» και το αραβικό εμπάργκο συνδέονται στις Ηνωμένες Πολιτείες με τις μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα, τον πληθωρισμό και μια οικονομική κακοδαιμονία, που διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970.
Όμως το σοκ είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την Ευρώπη, η οποία εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το εισαγόμενο πετρέλαιο.
Το χειμώνα του 1973, το αραβικό πετρέλαιο αντιπροσώπευε το 72% της συνολικής κατανάλωσης πετρελαίου στη Δυτική Ευρώπη.
Αν και δεν ήταν άμεσος στόχος του αραβικού εμπάργκο, κράτη όπως η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισαν ελλείψεις εφοδιασμού λόγω των περικοπών της αραβικής παραγωγής, ενώ η εκτίναξη των τιμών απειλούσε να εξαντλήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα και να ρίξει την ήπειρο σε ύφεση.
Το αραβικό εμπάργκο στην Ολλανδία είχε εκτεταμένες επιπτώσεις. Το πετρέλαιο εισερχόταν στο λιμάνι του Ρότερνταμ και περνούσε στα ολλανδικά διυλιστήρια, για να μετατραπεί σε βενζίνη και άλλα προϊόντα.
Η περιοχή αντιπροσώπευε το 10% της διυλιστικής ικανότητας της Δυτικής Ευρώπης, ενώ το 75% των προϊόντων εξάγονταν. Το εμπάργκο περιόρισε την προσφορά στο Ρότερνταμ, αποκόπτοντας τις αγορές και δημιουργώντας ενδεχομένως ελλείψεις σε όλη την Ευρώπη.
Όλα αυτά έμοιαζαν καταστροφικά. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις του εμπάργκο, των περικοπών της παραγωγής και του σοκ των τιμών, οι εκτιμήσεις για τον άμεσο αντίκτυπο της κρίσης ήταν ζοφερές.
Οι προβλέψεις έδειχναν ότι η Ευρώπη θα έχανε περίπου το 15 έως 20% του εφοδιασμού της σε πετρέλαιο. Το σοκ των τιμών θα ανέβαζε τον πληθωρισμό και θα προκαλούσε βαθιά ύφεση μέχρι τα μέσα του 1974. «Οι Δυτικοευρωπαίοι μπορούν να κάνουν πολύ λίγα πράγματα», κατέληξε μια έκθεση της CIA.
Τα χειρότερα… δεν ήρθαν
Αλλά οι χειρότεροι φόβοι δεν επαληθεύτηκαν ποτέ. Ενώ τα δυτικογερμανικά μέσα ενημέρωσης έκαναν ζοφερές προβλέψεις για χειμερινές διακοπές ρεύματος, στα μέσα Δεκεμβρίου οι περικοπές ανήλθαν σε λίγο πάνω από το 6% της συνολικής προσφοράς πετρελαίου, σύμφωνα με τον ιστορικό Rüdiger Graf.
Η Ολλανδία εισήγαγε τα ενεργειακά δελτία, αλλά οι διακοπές στη ροή του πετρελαίου μετριάστηκαν από τις δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Royal Dutch Shell, οι οποίες «επαναπρογραμμάτισαν» τις αποστολές από αραβικές πηγές, προκειμένου να παρακάμψουν το εμπάργκο.
Η Ευρώπη διέθετε τους πόρους για να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της ανάγκες.
Η Γαλλία επιτάχυνε την επέκταση του πυρηνικού της στόλου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο «έριξε» περισσότερα κεφάλαια στην ανάπτυξη πετρελαϊκών κοιτασμάτων στη Βόρεια Θάλασσα – ένα δαπανηρό εγχείρημα, που ωστόσο μετέτρεψε την Βρετανία σε καθαρό εξαγωγέα πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Το μεγαλύτερο μέρος του νέου πετρελαϊκού πλούτου του ΟΠΕΚ «ανακυκλώθηκε» από τις δυτικές τράπεζες.
Το 1974, το 14% του χρηματοοικονομικού πλεονάσματος του ΟΠΕΚ κατέληξε σε βρετανικές τράπεζες, το 40% στις αγορές συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και το 20% στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα του πετρελαϊκού σοκ ήταν η επέκταση και ο πλουτισμός του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ο παγκόσμιος Νότος δέχτηκε το μεγάλο πλήγμα
Αντίθετα, ελλείψει πόρων των δυτικών κρατών, τα μη πετρελαϊκά κράτη του παγκόσμιου Νότου αντιμετώπισαν τεράστιο κόστος εισαγωγών, λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου.
Τα κράτη έλαβαν δάνεια ή βοήθεια από τον ΟΠΕΚ, την Παγκόσμια Τράπεζα ή ιδιωτικές δυτικές τράπεζες, για να καλύψουν το κόστος των υψηλότερων εισαγωγών ενέργειας. Τα δάνεια αυτά έθεσαν τα θεμέλια για μια σειρά από κρίσεις χρέους, που συγκλόνισαν τον αναπτυσσόμενο κόσμο στις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Η κλίμακα της ενεργειακής κρίσης της Ευρώπης σήμερα αντιστοιχεί σε εκείνη της δεκαετίας του 1970. Αλλά όπως και με την προηγούμενη, είναι σημαντικό να μην ενδώσουμε σε αποκαλυπτικές προβλέψεις, σημειώνει το Foreign Office.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τιμές είναι απίστευτα υψηλές. Ωστόσο, οι διακοπές ρεύματος και οι σοβαρές ελλείψεις θέρμανσης ή ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να αποφευχθούν με προσεκτικές περικοπές στην κατανάλωση, αν και η κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία φαίνεται πιο σοβαρή από ό,τι στην ηπειρωτική χώρα.
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου, έχει γεμίσει τα αποθέματά της σε φυσικό αέριο στο 80% της χωρητικότητάς της. Σε σύγκριση με το 2021, η θέση των αποθεμάτων της Γερμανίας εμφανίζεται ισχυρή.
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα επιβάλουν πιθανώς ανώτατα όρια τιμών (πλαφόν) για να περιορίσουν τις επιπτώσεις στους καταναλωτές, ενώ οι υψηλές περιφερειακές τιμές θα καταστήσουν την Ευρώπη μια εξαιρετικά ελκυστική αγορά για τους εξαγωγείς υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης
Όπως και στο παρελθόν, η Ευρώπη διατηρεί πλεονεκτήματα έναντι άλλων περιοχών, λόγω του πλούτου, του επιπέδου ανάπτυξης και της ενσωμάτωσής της στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η Σρι Λάνκα υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση αυτό το καλοκαίρι, όταν τα συναλλαγματικά της αποθέματα εξαντλήθηκαν, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εισάγει περισσότερη ενέργεια.
Το Πακιστάν συγκλονίστηκε από διαμαρτυρίες για τις καθημερινές διακοπές ρεύματος. Μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου υπέφερε ήδη από ενεργειακή ανασφάλεια.
Το παγκόσμιο ενεργειακό σοκ έκανε τα προβλήματα αυτά ακόμη χειρότερα. Οι πιο σοβαρές επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές σε μερικούς από τους φτωχότερους ανθρώπους του κόσμου.
Αλλά η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια τρομερή πρόκληση. Όπως και στον 20ό αιώνα, οι ανεπτυγμένες, βιομηχανικές καταναλωτικές οικονομίες τής ηπείρου εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγόμενη ενέργεια. Αυτό αφήνει την ήπειρο ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, μειώνοντας την ενεργειακή της ασφάλεια.
Τα ευρωπαϊκά κράτη, ιδίως η Γερμανία, αποδείχθηκαν υπερβολικά σίγουρα για την αξιοπιστία της ρωσικής ενέργειας. Παρά τους σημαντικούς πόρους και τα πλεονεκτήματά της, η Ευρώπη αντιμετωπίζει έναν σκοτεινό χειμώνα, αλλά μπορεί να τον αντέξει.