Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έσπασε ένα νέο ρεκόρ τον Αύγουστο φτάνοντας το 9,1%, σύμφωνα με την εκτίμηση της Eurostat. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην ιστορία του ευρώ και είναι ελαφρά υψηλότερο από τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων. Το προηγούμενο υψηλότερο ποσοστό ήταν τον Ιούλιο που έφτασε το 8,9%. Βεβαίως, αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η ιστορία του ευρώ συμπίπτει λίγο πολύ με την 25ετία 1995-2020 όπου φάνηκε ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες άφηναν οριστικά πίσω τους το πρόβλημα του πληθωρισμού, καθώς ακόμη και τα τεράστια προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» που εφαρμόστηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2008 – και τα οποία είναι το κοντινότερο που μπορεί να υπάρξει στη σύγχρονη οικονομία στο «τύπωμα χρήματος» – δεν οδήγησαν στην αύξηση του πληθωρισμού, αντιθέτως ιδίως οι ευρωπαϊκές οικονομίες είδαν το φάσμα του αποπληθωρισμού.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε λίγο μετά την ανακοίνωση του πληθωρισμού στη Γερμανία που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 40 χρόνων, ύστερα από τις μεγάλες αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων.
Ο πληθωρισμός ήδη έχει αρχίσει να αναδεικνύεται ως μια παράμετρος μεγάλου κοινωνικού κόστους στην Ευρώπη, καθώς τα νοικοκυριά είναι αντιμέτωπα με μεγάλες αυξήσεις στο πραγματικό κόστος ζωής και υπάρχει ανησυχία ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμη χειρότερα όσο συνεχίζεται η πολεμική σύγκρουση στο έδαφος της Ουκρανίας και υπάρχει η προοπτική με μεγάλες ελλείψεις ενέργειας.
Η προοπτική μεγάλης αύξησης των επιτοκίων
Όλα αυτά θέτουν το ερώτημα πόσο μεγάλη θα είναι η αύξηση των επιτοκίων που θα αποφασίσει την Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου η ΕΚΤ. Η εκτίμηση είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,75%, καθώς ακόμη και τώρα τα επιτόκια αναφορά της είναι ιδιαίτερα χαμηλά.
Αυτό άλλωστε φαίνεται να προεξοφλούν και οι αγορές ομολόγων, όπου η ανακοίνωση του πληθωρισμού προκάλεσε μεγάλες πωλήσεις ομολόγων σε ευρώ, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη αύξηση των αποδόσεών τους. Η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού ομολόγου πήγε στο 1,58% ενώ το δεκαετές ιταλικό ομόλογο ανέβηκε δέκα μονάδες βάσεις στο 3,93%.
Και αυτό ύστερα από έναν Αύγουστο όπου σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες μηνιαίες αυξήσεις των αποδόσεων στα γερμανικά ομόλογα: η απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου ανέβηκε τον Αύγουστο πάνω 0,7% φτάνοντας, τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση από το 1990. Την περασμένη Τετάρτη το διετές γερμανικό ομόλογο είχε τη μεγαλύτερη ημερήσια αύξηση της ιστορίας του.
Τα ερωτήματα για την αύξηση των επιτοκίων
Παρότι η επιλογή αύξησης των επιτοκίων φαντάζει ως η ενδεδειγμένη κίνηση με βάση την αύξηση του πληθωρισμού, άλλωστε σε αυτή την κατεύθυνση θα κινείται ήδη αποφασιστικά και η FED, και σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν και οι δηλώσεις του επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής Τράπεζας Γιοακίμ Νάγκελ, εντούτοις το ζήτημα των επιτοκίων δεν είναι τόσο απλό στην Ευρώπη.
Και ο λόγος είναι ότι στην Ευρωζώνη οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι ιδιαίτερα ισχυροί και υπάρχει φόβος ότι μια πολιτική υψηλών επιτοκίων θα οδηγήσει σε μια απότομη επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Έπειτα, υπάρχει και το ζήτημα του χρέους: η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα έδινε το έναυσμα και για μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και άρα και για μια αύξηση του κόστους δανεισμού και μια διακινδύνευση των όρων αποπληρωμής του χρέους για τις χώρες που έχουν πολύ υψηλό εξωτερικό χρέος, όπως είναι π.χ. η Ιταλία. Και μια «κρίση χρέους» είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν αυτή τη στιγμή οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πίεση στο ευρώ
Στην εκτίμηση των κινήσεων μπαίνει και το θέμα του ευρώ. Το τελευταίο διάστημα το ευρώ έχει υποχωρήσει έναντι του δολαρίου, σε μια τάση που αντανακλά όχι μόνο το γεγονός ότι η FED ήδη κινείται πιο αποφασιστικά σε μια πολιτική υψηλότερων επιτοκίων, αλλά και τη συνολικότερη κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Το ευρώ έχει υποχωρήσει έτσι κάτω από την ισοτιμία 1:1 με το δολάριο και αυτό με τη σειρά του ενισχύει τις πληθωριστικές τάσεις γιατί αυξάνει το εκφραζόμενο σε ευρώ κόστος των εισαγωγών.
Η δύσκολη μάχη κατά του πληθωρισμού
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς και μόνο στα αποτελέσματα «αποθέρμανσης» της οικονομίας που μπορεί να έχει μια πολιτική υψηλότερων επιτοκίων. Άλλωστε, υπάρχει ανοιχτή συζήτηση διεθνώς για το πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό χωρίς να σημαίνει μια πολύ σημαντική αύξηση της ανεργίας και μια ύφεση με σημαντικό κοινωνικό κόστος.
Αυτό γίνεται πιο έντονο από τον τρόπο που στην Ευρώπη στην αύξηση του πληθωρισμού πρωταγωνιστούν οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας. Η έκρηξη των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία συμπαρασύρει και το συνολικό κόστος ενέργειας. Σε αυτό παίζει ρόλο και ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένες οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, σε μεγάλο βαθμό στη βάση ευρωπαϊκών οδηγιών, γύρω από «χρηματιστήρια ενέργειας», που σημαίνουν ότι την τιμή διαμορφώνει η ποσότητα που κάθε μέρα μπαίνει στο τέλος για να καλύψει τη ζήτηση, εν προκειμένω το πολύ ακριβό φυσικό αέριο. Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια να διαμορφωθεί νέος μηχανισμός τιμολόγησης της ενέργειας ώστε να μην έχουν τόσο καθοριστικό ρόλο οι τιμές του φυσικού αερίου, όσο και την επιτάχυνση της προσπάθειας για συνολικότερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, που όμως δύσκολα μπορεί να γίνει στον βραχύ χρόνο του επόμενου χειμώνα.