O Κυριάκος Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο έριξε τη βόμβα του. Είπε, ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι Ερντογάν και ο Πούτιν «δεν κρύβουν ότι θα ήθελαν άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα». Ειδικά για τον Ρώσο πρόεδρο είπε ότι επιθυμεί αστάθεια στις χώρες που αντιτάχθηκαν στην εισβολή στην Ουκρανία, επομένως και στην Ελλάδα.
Μην ξεχνάμε, όμως, ότι αυτό που είπε για τη Ρωσία ο Κ. Μητσοτάκης, το είχε αναφέρει πριν από 15 ημέρες ο Αδωνις Γεωργιάδης: ««Αν ήμουν ο Πούτιν, θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν έπεφταν κυβερνήσεις που είναι τόσο αντίθετες στη Ρωσία», είχε πει ο υπουργός Ανάπτυξης ενώ έβαλε στο κάδρο και τον Ερντογάν, μαζί με τον Πούτιν, λέγοντας ότι θα μπορούσε να είναι πίσω από το σκάνδαλο των υποκλοπών, να το έχουν «στήσει» δηλαδή αυτοί.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όλη η υπόλοιπη εισήγηση του πρωθυπουργού, αλλά και οι παρουσιάσεις δράσεων των υπουργών πήγαν… περίπατο. Δεν είναι άλλωστε σύνηθες να λέει ένας πρωθυπουργός ότι θέλουν να τον ρίξουν από την κυβέρνηση ξένες ή εγχώριες δυνάμεις.
Δεν είναι σύνηθες ή εμείς έτσι νομίζουμε; Διότι η επίκληση στον «ξένο δάκτυλο», στον «ξένο παράγοντα» που απεργάζεται σχέδια και στήνει συνωμοσίες, είναι η αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων εδώ και πολλά χρόνια.
Κάθε φορά που μια κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση, υπάρχουν πάντα κάποιοι που επικαλούνται «εξωτερικό εχθρό» για να δικαιολογήσουν λάθη, παραλείψεις, σκάνδαλα και να αποπροσανατολίσουν έτσι την κοινή γνώμη.
Είναι πιθανώς κι έμφυτη ανάγκη των πολιτικών να ρίχνουν το «ανάθεμα» σε κάποιον άλλον άγνωστο, να στοχοποιούν έναν «κακό ξένο», μια «σκοτεινή δύναμη», «μυστικές υπηρεσίες» και… πράκτορες που το μόνο που θέλουν είναι να τους κάνουν κακό.
Για παράδειγμα, την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου δεν την έριξαν τα σκάνδαλα, τα «πάμπερς» και τα «κωλ….σπιτα», αλλά οι Αμερικανοί που δεν ήθελαν άλλο το ΠΑΣΟΚ.
Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη δεν τον καταψήφισε ο λαός, αλλά ήταν οργανωμένο σχέδιο αγνώστων εντός κι εκτός Ελλάδας που δωροδόκησαν πολιτικούς.
Τον Κώστα Σημίτη δεν τον έριξαν οι μίζες και τα γρηγορόσημα αλλά κάποιοι ξένες και εγχώριες δυνάμεις που δεν έβλεπαν με καλό μάτι το ευρωπαϊκό «δέσιμο» της χώρα μας.
Τον δε Κώστα Καραμανλή τον έριξαν (και ίσως ήθελαν και να τον σκοτώσουν) οι «νταβατζήδες» και κάποιοι αόρατοι εχθροί επειδή πήγε να υπογράψει με τους Ρώσους τον South Stream.
Και τον Αντώνη Σαμαρά οι κακοί μνημονιακοί τον ανέτρεψαν, κι όχι η κόπωση του ελληνικού λαού.
Οσο για τον Αλέξη Τσίπρα; Αυτόν τον ανέτρεψαν σίγουρα κάποια… μεγαλοσυμφέροντα, οι διαπλεκόμενοι, τα ΜΜΕ, κάποιες ξένες δυνάμεις κ.λπ.
Ποιος ξέρει; Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν συμβεί κάποια γεγονότα που ασκούν πίεση σε μια κυβέρνηση. Μπορεί κάποιοι ξένοι ηγέτες να θέλουν να ρίξουν μια κυβέρνηση ή να παρεμβαίνουν απροκάλυπτα στα εσωτερικά της χώρας.
Όμως, αυτό που παραγνωρίζουμε, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι ο λαός αποφασίζει για τις κυβερνήσεις του. Και δεν είναι ο λαός ηλίθιος να επηρεάζεται τόσο πολύ από κάποιους που θέλουν πολιτική αλλαγή. Τουλάχιστον δεν είναι και τα 10 εκατ. ψηφοφόροι ηλίθιοι και πρόβατα που θα σπεύσουν να ρίξουν μια κυβέρνηση επειδή… τους το είπε ο άλλος.
Η επίκληση του ξένου παράγοντα, του βολικού εχθρού μπορεί να είναι η πρόσκαιρη δικαιολογία για μια κυβέρνηση, όμως, το πρόβλημα είναι βαθύτερο.
Οι κυβερνήσεις πέφτουν από τις πολιτικές τους, από το πώς διαχειρίζονται τα δημόσια οικονομικά, από τις παρεμβάσεις τους για βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη.
Αλλά και από τη σοβαρότητα που επιδεικνύουν, το μεταρρυθμιστικό έργο που υλοποιούν, το όραμα που δίνουν στο λαό, την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Ο ψηφοφόρος πάει στην κάλπη έχοντας στο μυαλό του πώς λειτουργεί η Παιδεία, η Υγεία, οι δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά και πώς βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του.
Αν θέλουν, λοιπόν, στην κυβέρνηση να επιβεβαιώσουν τα γκάλοπ που τους δείχνουν φαβορί για την πρωτιά. Αν θέλουν να ξανακυβερνήσουν επειδή πιστεύουν ότι παρά τα λάθη, διαχειρίστηκαν με επιτυχία πρωτοφανείς κρίσεις.
Αν θεωρούν ότι δεν τέλειωσε το έργο που ξεκίνησε το 2019 κι ότι δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (που οι ίδιοι λένε ότι ήταν καταστροφική) δεν έχουν παρά να σηκώσουν τα μανίκια.
Να δουλέψουν για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της χώρας, για την μεταμόρφωση της Ελλάδας σε σύγχρονη ευρωπαϊκή, δημοκρατική χώρα. Αντί να καταναλώνουν χρόνο και πόρο για να παρακολουθούν πολίτες, όλες οι κυβερνήσεις πρέπει να δουλεύουν, να προσφέρουν, να υπηρετούν τον πολίτη.
Η πολιτική πρέπει να υπηρετεί το λαό. Όλα τα υπόλοιπα είναι αποπροσανατολισμοί από το πραγματικό πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη διάψευση των προσδοκιών.
Διαχρονικά, όχι μόνο τώρα.