«Καμπανάκι κινδύνου» κρούει ο ΟΗΕ για το ενδεχόμενο να επιδεινωθούν οι ελλείψεις σε βασικά τρόφιμα, ιδιαίτερα στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με τις τελευταίες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο να θέτουν εκατομμύρια πολίτες στα πρόθυρα οικονομικής εξαθλίωσης.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς και η κλιματική αλλαγή, έχουν καταστήσει περισσότερο πιθανή την εκδήλωση μιας άνευ προηγουμένου επισιτιστικής κρίσης. Παράλληλα, η τελευταία έκθεση που κυκλοφόρησε ανθρωπιστική οργάνωση Care έδειξε ότι ανθρωπιστικές οργανώσεις προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν μια κρίση λιμού, έχοντας, όμως, να καλύψουν ένα ετήσιο κενό ύψους 14 δισεκατομμυρίων ευρώ στις δαπάνες για την επισιτιστική ασφάλεια.

Διαβάστε επίσης: Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο κίνδυνος της επισιτιστικής κρίσης

Ανισότητα

Και δεν είναι μόνο αυτό: όσο η επισιτιστική κρίση επιδεινώνεται τόσο αυξάνεται η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων στην πρόσβαση σε τρόφιμα. Η έκθεση αποκαλύπτει ότι τα 828 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως που επλήγησαν από την πείνα το 2021, περίπου τρεις στους πέντε (59%) ήταν γυναίκες. Αυτό ισοδυναμεί με 150 εκατομμύρια περισσότερες γυναίκες που αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια από τους άνδρες.

Και το χάσμα μεγαλώνει.

Από το 2018, η διαφορά μεταξύ της επισιτιστικής ασφάλειας ανδρών και γυναικών έχει αυξηθεί 8,4 φορές, επιταχυνόμενη εν μέρει από την πανδημία του κορωνοϊού. Τώρα, με την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις ελλείψεις τροφίμων, παράλληλα με τους ευρύτερους πληθωριστικούς παράγοντες, η κατάσταση φαίνεται ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω.

«Δεν είναι μόνο ένα έντονο χάσμα, αλλά και ένα χάσμα που σε σύγκριση με το 2018 που αυξάνεται ραγδαία», δήλωσε στο CNBC η Emily Janoch, ανώτερη διευθύντρια σκέψης του Care και εκ των συντακτών της έκθεσης.

Τα ευρήματα, τα οποία βασίζονται σε δεδομένα από τα Ηνωμένα Έθνη και την Παγκόσμια Τράπεζα, περιγράφουν την εικόνα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021. Αν και οι επιπτώσεις από τις κρίσεις του 2022 δεν θα γίνουν γνωστές μέχρι το επόμενο έτος, οι προβλέψεις είναι ζοφερές.

«Όλα αυτά που βλέπουμε , μάς λένε ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει», υπογράμμισε η Janoch.

«Αν κοιτάξετε τον αντίκτυπο στη γεωργία μετά την κρίση των ρωσικών λιπασμάτων, οι επιπτώσεις είναι τεράστιες. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θα μοιάζουν, αλλά ξέρουμε ότι θα πέσουν βαριά σε γυναίκες και κορίτσια», πρόσθεσε.

Οι προειδοποιήσεις του ΟΗΕ

Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ για το 2022 «Η κατάσταση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφής στον κόσμο», οι γυναίκες έχουν χειρότερη επισιτιστική ασφάλεια από τους άνδρες σε κάθε περιοχή του κόσμου. Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα έντονη στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η έκθεση της Care διαπίστωσε επίσης ότι καθώς η ανισότητα των φύλων αυξανόταν σε 109 χώρες, το ίδιο αυξήθηκε και η επισιτιστική ανασφάλεια.

Πράγματι, ακόμη και όταν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν τεχνικά επισιτιστική ανασφάλεια, οι γυναίκες εξακολουθούν να τείνουν να φέρουν το μεγαλύτερο βάρος.

Στη Σομαλία, για παράδειγμα, οι άνδρες ανέφεραν ότι έτρωγαν μικρότερα γεύματα ενώ οι γυναίκες ανέφεραν ότι παραλείπουν τελείως γεύματα.

Στον Λίβανο, κατά την έναρξη της πανδημίας Covid-19, το 85% των ανθρώπων ανέφεραν ότι μείωσαν τον αριθμό των γευμάτων που έτρωγαν, αλλά περισσότερες γυναίκες (85%) από άντρες (57%) ανέφεραν ότι τρώνε επίσης μικρότερες μερίδες.

Στο μεταξύ, στο Μπαγκλαντές, μία στις πέντε (21%) γυναίκες ανέφερε ότι βίωσε αυξημένη βία στο σπίτι ως αποτέλεσμα των υψηλότερων τιμών των τροφίμων.

Υπερδιπλάσιος αριθμός

Υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μόλις τρία χρόνια ο αριθμός των ανθρώπων παγκοσμίως που υποφέρουν από οξεία πείνα λόγω της πανδημίας, των πολεμικών συγκρούσεων και της κλιματικής αλλαγής.

Από 135 εκατομμύρια το 2019, ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια έφτασε φέτος τα 245 εκατομμύρια, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ.

Πριν από την κρίση του κορωνοϊού, 135 εκατομμύρια υπέφεραν από οξεία πείνα παγκοσμίως, δήλωσε στο Reuters η Κορίν Φλάισερ, περιφερειακή διευθύντρια του WFP. Οι αριθμοί έχουν αυξηθεί έκτοτε και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συγκρούσεων.

«Ο κόσμος δεν μπορεί να το αντέξει αυτό»

Ο αντίκτυπος των περιβαλλοντικών προκλήσεων είναι ένας άλλος αποσταθεροποιητικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη τροφίμων και να πυροδοτήσει συγκρούσεις και μαζική μετανάστευση, κάτι που ήδη συμβαίνει.

«Ο κόσμος απλώς δεν μπορεί να το αντέξει αυτό», δήλωσε η Φλάισερ. «Βλέπουμε τώρα 10 φορές περισσότερους εκτοπισμούς παγκοσμίως λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συγκρούσεων, παραγόντων που φυσικά είναι αλληλένδετοι. Ανησυχούμε πραγματικά για το επιπτώσεις που έχουν συνδυαστικά ο κορωνοϊός, η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος στην Ουκρανία», δήλωσε.

Προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα

Σε νέα μελέτη, διεθνής ομάδα 69 ειδικών σε θέματα βιωσιμότητας των συστημάτων τροφίμων επιχείρησαν να τις κωδικοποιήσουν και να ταξινομήσουν τις απειλές.

Ζητούμενο ήταν να εντοπίσουν τις κορυφαίες για την επισιτιστική ασφάλεια για την επόμενη 20ετία.

Αν και κλιματική αλλαγή και οι περιβαλλοντικές προκλήσεις βρίσκονται στην κορυφή της λίστας, η μελέτη επισημαίνει και άλλους παράγοντες -από τις ένοπλες συγκρούσεις, έως την εισοδηματική ανισότητα, την πολιτική αστάθεια και τη μετανάστευση- που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

«Η επισιτιστική ασφάλεια δεν είναι ζήτημα παραγωγής, είναι πρόβλημα διανομής, πρόσβασης και φτώχειας, και αυτό επιδεινώνεται από τις συγκρούσεις», εξηγεί ο Ζία Μεχράμπι, επίκουρος καθηγητής Περιβαλλοντικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο Μπόλντερ και επικεφαλής της μελέτης.

Με αυτήν «στηρίζουμε την ιδέα οικοδόμησης πιο ανθεκτικών συστημάτων τροφίμων γενικότερα, αντί να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε μεμονωμένα προβλήματα εδώ και εκεί», επισημαίνει.

«Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για κλιματικό, περιβαλλοντικό ή πολιτικό σοκ στο σύστημα», τονίζει. «Εάν υπάρχουν ανθεκτικά συστήματα, θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν όλα τα διαφορετικά είδη κραδασμών».

Όχι τυχαία άλλωστε οι 69 ειδικοί κινούνται σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, κατονομάζοντας τις -κατ’ αυτούς- κορυφαίες δέκα απειλές για την επισιτιστική ασφάλεια τα επόμενα 20 χρόνια.