Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολλοί θεωρούσαν αδιανόητο να συμβεί κάτι ανάλογο στα ευρωπαϊκά εδάφη στον 21ο αιώνα.
Όταν ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν τελικά διέταξε την εισβολή, στις 24 Φεβρουαρίου, επίσης πολλοί αναλυτές υπέθεσαν ότι ο πόλεμος δεν θα διαρκούσε για πολύ. Η έως τώρα δυτική στήριξη στο Κίεβο και η αντίσταση των Ουκρανών από τη μια, τα κενά στον σχεδιασμό της Μόσχας για την επίτευξη των αρχικών στόχων της εισβολής από την άλλη τους διέψευσαν.
Έξι μήνες μετά ο εφιάλτης συνεχίζεται στα ουκρανικά εδάφη και επεκτείνεται πέραν αυτών υβριδικά και γεωπολιτικά, με πολλαπλές και πλέον αισθητές επιπτώσεις: ενεργειακές, κοινωνικο-οικονομικές και επισιτιστικές.
Οι εκτιμήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι παραμένουν στον αέρα. «Οι μάχες πιθανότατα θα διαρκέσουν για πολλούς μήνες ακόμη», τονίζει ο Economist.
«Οι δυνάμεις της Ρωσίας έχουν πεισμώσει, ακόμη και όταν νέα όπλα που παρέδωσαν οι δυτικοί σύμμαχοι στην Ουκρανία χτυπούν δυνατά τον εισβολέα. Οι σκηνές καταστροφής στην ελεγχόμενη από τη Ρωσία Κριμαία -που είναι συνήθως μακριά από την πρώτη γραμμή των μαχών- δείχνουν ότι ο εισβολέας δεν μπορεί να χαλαρώσει».
Όμως «ο πόλεμος θα τελειώσει μόνο όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφασίσει ότι έχει προκαλέσει αρκετό πόνο στον γείτονά του ή εάν κρίνει ότι [η Ρωσία] πληρώνει πολύ υψηλό τίμημα για να το πετύχει», επισημαίνει.
«Βραχυπρόθεσμα, η Ρωσία τα πήγε σχετικά καλά -όσο οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου συνεχίζουν να ρέουν», υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
Όμως το προσεχές διάστημα ημέρες θα τίθεται όλο και πιο επιτακτικά το ερώτημα του «κατά πόσο οι δυτικές κυρώσεις, έξι μήνες μετά, έχουν πραγματικά επιφέρει πλήγμα στην οικονομία της Ρωσίας», προσθέτει, ενόσω η Δύση και κυρίως η Ευρώπη πληρώνει όλο και πιο ακριβά το «μάρμαρο» της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού και, τώρα, της ενεργειακής κρίσης.
Με την πάροδο του χρόνου εκτιμάται ότι το τίμημα για τη Ρωσία επίσης θα αυξηθεί. Παραμένει ωστόσο ακόμη άγνωστο ποιος θα βγει πιο «πληγωμένος» και αποσταθεροποιημένος από αυτόν τον παράλληλο πόλεμο φθοράς.
Σενάριο 1: Αδιέξοδο
Κατά τους περισσότερους αναλυτές, πρόκειται για ήδη ορατό και το πιο πιθανό σενάριο για την εξέλιξη του πολέμου το επόμενο διάστημα.
«Η αποτυχία επανέναρξης των ειρηνευτικών συνομιλιών, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία κατέστησε αδύνατο να προβλεφθεί πόσο θα μπορούσε να διαρκέσει η σύγκρουση», δήλωσε στους Financial Times ο Γκενάντι Γκατίλοφ, μόνιμος εκπρόσωπος της Ρωσίας στον ΟΗΕ στη Γενεύη. «Και έτσι αυτοί [το Κίεβο και οι δυτικοί υποστηρικτές του]», συμπλήρωσε, «θα πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό»…
Πλέον και τα δύο στρατόπεδα έχουν «συνειδητοποιήσει ότι έχουν μπροστά τους έναν μαραθώνιο», εκτιμά το πρακτορείο Bloomberg.
«Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βρίσκεται σε σχεδόν επιχειρησιακό αδιέξοδο, με καμία από τις πλευρές να μην είναι επί του παρόντος σε θέση να εξαπολύσει επίθεση που θα επηρέαζε ουσιαστικά την πορεία της σύγκρουσης».
Την ίδια εικόνα έχει και ο ναύαρχος εν αποστρατεία του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, πρώην Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, Τζέιμς Σταυρίδης.
Είναι «πασιφανές» ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία «έχει βαλτώσει και στις δύο πλευρές», δήλωσε πρόσφατα σε ραδιοφωνική συνέντευξη στον Ελληνοαμερικανό δισεκατομμυριούχο Τζον Κατσιματίδης.
Εκτίμησε ωστόσο ότι η σύγκρουση «οδεύει προς έναν τερματισμό όπως εκείνο του Πολέμου της Κορέας», ήτοι «με ανακωχή, μια στρατιωτικοποιημένη ζώνη μεταξύ των δύο πλευρών, συνεχιζόμενη εχθρότητα, ένα είδος παγωμένης διένεξης. Αναμείνατε κάτι τέτοιο σε μια περίοδο 4-6 μηνών», ανέφερε. «Καμία πλευρά δεν μπορεί να το κρατήσει πολύ πέρα από αυτό».
Όμως με μια «παγωμένη διένεξη», παρατηρεί σε πρόσφατη ανάλυση η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Atlantic Council, o πόλεμος στην Ουκρανία κινδυνεύει να μετατραπεί «σε πολυετή επιβάρυνση για την Ευρώπη, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που συνδέονται με τις διαρκώς αυστηρότερες κυρώσεις».
Θα «παραμένει η προοπτική μιας εκ νέου ενταθείσας ή ευρύτερης ευρωπαϊκής σύγκρουσης στην ήπειρο», εξηγεί, «ενόσω οι κυβερνήσεις παλεύουν με ανταγωνιστικές εσωτερικές πιέσεις για το πόσο θα στηρίξουν την Ουκρανία».
Σενάριο 2: Συμβιβασμός
Αναλυτές εκτιμούν ότι το πολυεπίπεδο αδιέξοδο θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο σε κάποιου είδους διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων -αν και κάτι τέτοιο δεν είναι προς ώρας ορατό.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι «λαμβάνει πολλές συμβουλές για το πώς μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο στη χώρα του και οι περισσότερες από αυτές ωθούν προς μία κατεύθυνση: ανταλλαγή μέρους της κυριαρχίας με ειρήνη», γράφει σε προ ημερών άρθρο γνώμης στην Washington Post ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία (επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα) Μάικλ ΜακΦάουλ.
«Σελίδες εφημερίδων στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κατακλυστιστεί με άρθρα γνώμης αυτόκλητων σχεδιαστών στρατηγικής, που προτείνουν τρόπους στον Ζελένσκι να σταματήσει τη σφαγή», αναφέρει.
«Ουκρανοί που γνωρίζω τρέφουν μια πολύ συγκεκριμένη προσωπική ανησυχία», προσθέτει. «Εάν ο Πούτιν καταφέρει να καταλάβει πλήρως το Ντονμπάς, μπορεί να κηρύξει τέλος του κατακτητικού πολέμου του προς το παρόν, ωθώντας γρήγορα ορισμένους ηγέτες της Δύσης στο να προτρέψουν τον Ζελένσκι να αποδεχθεί την απώλεια κατεχόμενης γης ως τίμημα για την ειρήνη».
Ο ίδιος ο ΜακΦάουλ χαρακτηρίζει «όχι μόνο αποκρουστικές, αλλά και εξαιρετικά μη ρεαλιστικές» ανάλογες «συστάσεις που υποδεικνύουν μόνο στον Ζελένσκι να συνθηκολογήσει».
Στο προσκήνιο, ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος έχει επανειλημμένα απορρίψει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση μέχρι η Μόσχα να αποσύρει όλες τις δυνάμεις της από τα ουκρανικά εδάφη του έχει καταλάβει.
Σύμφωνα πάντως με το CNN ήδη από τον Ιούνιο οι σύμβουλοι του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν «συζήτησαν εσωτερικά εάν και πώς» ο Ζελένσκι «θα έπρεπε να αλλάξει τον ορισμό του περί ουκρανικής “νίκης”, προσαρμοζόμενος στο ενδεχόμενο η χώρα του να έχει συρρικνωθεί αμετάκλητα».
Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, «αυτή η πιο απαισιόδοξη εκτίμηση» δεν σημαίνει άσκηση πιέσεων στην Ουκρανία για «επίσημες εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία για να τερματιστεί ο πόλεμος».
Εξέφρασαν επίσης αισιοδοξία ότι, χάρη και στις νέες παραλαβές όπλων, οι ουκρανικές δυνάμεις θα μπορέσουν να εξαπολύσουν αντεπίθεση και να ανακαταλάβουν εδάφη αργότερα εντός του έτους.
Σενάριο 3: Κλιμάκωση
«Ο Πούτιν νομιμοποίησε την προεδρία του παίρνοντας πίσω την Κριμαία, όμως η νομιμοποίησή του εξατμίζεται με την αδυναμία του να κερδίσει την Ουκρανία», γράφει σε άρθρο του στον Guardian o πολυβραβευμένος Ρώσος συγγραφέας Μιχαήλ Σίσκιν, ο οποίος ζει στην Ελβετία.
Η απόφαση για αύξηση του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας κατά 137.000 στρατιωτικούς, φτάνοντας σε σύνολο τα 2,04 εκατομμύρια από 1ης Ιανουαρίου -βάσει του τελευταίου προεδρικού διατάγματος που υπέγραψε ο Βλαντίμιρ Πούτιν- προμηνύει κατά πολλούς τη συνέχιση και ενδεχομένως την κλιμάκωση του πολέμου.
Ο καταλύτης σε μία τέτοια εξέλιξη, τονίζει το BBC, θα μπορούσε να είναι μια επίθεση στην Κριμαία που «θα θεωρηθεί πολύ σοβαρή από τη Μόσχα».
Ήδη έχουν σημειωθεί ορισμένες επιθέσεις με drones στην προσαρτημένη από τη Ρωσική Ομοσπονδία χερσόνησο.
Όχι τυχαία, δε, ο Ρώσος πρώην πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος του εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, προειδοποίησε ότι η χώρα του θεωρεί «συστημική απειλή» την άρνηση της Ουκρανίας και των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να αναγνωρίσουν την εξουσία της Μόσχας στην Κριμαία.
«Για το Κρεμλίνο, η Κριμαία έχει ένα σχεδόν ιερό καθεστώς, καθώς τη θεωρεί «ιστορικά» ρωσική γη που η Μόσχα «ανέκτησε» θριαμβευτικά το 2014», εξηγεί ο ανταποκριτής του BBC στη Μόσχα, Γουίλ Βέρνον.
«Υπάρχουν φόβοι ότι εάν οι Ουκρανοί αρχίσουν να επιτίθενται συστηματικά σε ρωσικούς στόχους εντός της Κριμαίας, τότε η ρωσική απάντηση θα μπορούσε να είναι πράγματι πολύ σοβαρή», επισημαίνει.
«Αν και ο Πούτιν είναι πιθανότατα ταπεινωμένος από τις επιδόσεις του στρατού του», παρατηρεί το Atlantic Council, «είναι δυνατό να προκαλέσει από απόγνωση ή αυταπάτη (ή και τα δύο) πόλεμο με το ΝΑΤΟ».
«Ενδεχομένως να πιστεύει ότι μπορεί να διατηρήσει μια τέτοια σύγκρουση περιορισμένη και συγκρατημένη με τη στρατιωτική έννοια», εκτιμά, «χρησιμοποιώντας την για να ενισχύσει την εξουσία στο εσωτερικό και για να συντηρήσει το προπαγανδιστικό αφήγημα, που επικεντρώνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στον πόλεμο εναντίον της Δύσης».