Οι μεγάλες γιορτές που οργανώθηκαν σ’ όλο τον κόσμο για να τιμηθεί η μνήμη του Τολστόι καθώς έκλεισε μισός αιώνας από τότε που πέθανε, δεν αποτελούν μονάχα ένα πνευματικό χρέος προς το μεγάλο Ρώσο συγγραφέα που εγαλούχησε με τα βιβλία του και με τα κηρύγματά του ολόκληρες γενιές. Αποτελούν επίσης και μια νέα διαπίστωση της βαθύτερης ενότητάς μας, όπως την νιώθουν όλοι οι άνθρωποι, σ’ όλη την Οικουμένη, πιο ψηλά από τα σύνορα, άσχετα με τα χρώματα και παραπέρα από τις άλλες τους διαφορές, όταν διαβάζουν τα έργα των μεγάλων συγγραφέων, από όπου κι’ αν μιλά ο καθένας τους. Και κάτι άλλο ακόμη που αξίζει να σημειωθεί. Όλες αυτές οι τιμητικές εκδηλώσεις παίρνουν για πολλούς τη σημασία ενός συνθήματος επιστροφής στη φιλολογία που δεν γίνεται για τη φιλολογία, για τις ενδοσκοπικές παραδοξότητές της, για τα αισθητικά της μόνο επιτεύγματα. Γιατί εκείνο που ξεχωρίζει τον τιμώμενο Ρώσο συγγραφέα, κατά τη γνώμη των κριτικών του, είναι ότι δεν ανέχτηκε την υποδούλωσή του στην απόλυτη σκοπιμότητα της αισθητικής, αλλά εκράτησε και εδόξασε το κυριότερο χαρακτηριστικό της ρωσικής λογοτεχνίας, που θέλει την αισθητική δεμένη και με την εξυπηρέτηση του ανθρώπου, εκεί που έχει τις ρίζες του, δηλαδή στο λαό. Καμιά καλλιτεχνική δραστηριότης –τόλεγε ο ίδιος– δεν απαλλάσσει το συγγραφέα από την υποχρέωση να συμμετέχει στη ζωή, να μπαίνει μέσα σ’ όλα τα ουσιώδη θέματα της επικαιρότητος, να ρωτά και να ζητά απαντήσεις. «Η απέραντη λαϊκή θάλασσα –έχει γράψει ο Λένιν– αναταράχτηκε από τα έγκατά της, μ’ όλες τις αδυναμίες της και μ’ όλες τις δυνάμεις της, για ν’ αντιφεγγίσει μέσα στο έργο του Τολστόι».
Αλλά σήμερα θα περιοριστούμε σ’ ένα κεφάλαιο της ζωής του, το τελευταίο, αυτό που πέφτει σαν αυλαία θεάτρου επάνω στη μακρότατη ιστορία του. Πρόκειται για τη φυγή του γέρου Τολστόι από τη Γιασνάγια Πολιάνα, ακριβέστερα για τους λόγους που επροκάλεσαν την περίφημη φυγή, όπως εξηγούνται στο αυθεντικότερο κείμενο – μια πρόσφατη μαρτυρία του Σέργιου Τολστόι, εγγονού του συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγον καιρό.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Σέργιος Τολστόι τονίζει στην αρχή την συγκίνηση που αισθάνεται μιλώντας για τα περιστατικά τα σχετιζόμενα με το τέλος του πάππου του κι’ αμέσως μπαίνει στο δράμα, το γνωστό από πολυάριθμες αφηγήσεις. Η αναχώρηση του συγγραφέα που έχει τη μορφή της φυγής μέσα σε μια μαύρη νοεμβριανή νύχτα, το αναγκαστικό του σταμάτημα σ’ ένα μικρό σταθμό, οι οικογενειακές του διχόνοιες, η ύπαρξη της κρυφής διαθήκης, όλα μαζί φτιάνουν μια εντυπωσιακή είδηση, σαν των εφημερίδων, που η απήχησή της ακόμη παρατείνεται. Φαντάζεται κανένας τι κρότος έγινε κείνη την εποχή. Σ΄ένα ρωσικό βιβλίο «Η Υπόθεση Αστάποβο» περιλαμβάνονται σχεδόν χίλια εκατό τηλεγραφήματα που ήρθανε και φύγανε στο διάστημα το μεταξύ 13 και 21 Νοεμβρίου, από την ημέρα που ο Τολστόι έφτασε στο σταθμό ως την ημέρα που πέθανε. Οι δυο μικροί τηλεγραφικοί υπάλληλοι κατακλυστήκανε από τα αδιάκοπα κύματα των τηλεγραφημάτων, που παρ’ όλη την ξηρότητά τους, τη μοιραία στην τηλεγραφική διατύπωση, ίσως μάλιστα χάρη σ’ αυτή, παίρνουν έναν τόνο ειλικρινέστερο και πιο συγκινημένο, τόσο που να συνθέτουν ένα δοκουμέντο από τα σπαρακτικότερα που μπορεί κανείς να συμβουλευθεί. Για λίγες μέρες, το Αστάποβο, ένας μικρός σταθμός χαμένος μέσα στην απεραντοσύνη της ρωσικής γης, γίνεται ο στόχος όλου του κόσμου. Η ημέρα που ξεψύχησε ήταν μια μέρα μεγάλου πένθους, αφού κι’ η Δούμα διέκοψε τη συνεδρίαση, παρά τις διαμαρτυρίες ορισμένων βουλευτών.
– Αγαπώ την αλήθεια… πολύ… αγαπώ την αλήθεια – αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του.
Σ’ όλη του τη ζωή κοίταζε να πλησιάσει και να υπηρετήσει την αλήθεια, την ηρωίδα του, όπως την έλεγε. Κι’ όλη η πειστικότης του οφείλεται στην ειλικρίνειά του. Όμως αυτή η αλήθεια δεν βρίσκεται πάντα, σύμφωνα με την βεβαίωση του εγγονού του συγγραφέα, σε ορισμένα κείμενα που γράφτηκαν από οπαδούς του και που αφορούν τις σχέσεις του γέρικου αντρόγενου, καθώς και τους λόγους που ανάγκασαν τον Τολστόι να φύγει από το σπίτι. Η Τατιάνα Λιβόβνα, η πρωτότοκη κόρη του Τολστόι, σ’ ένα βιβλίο που έγραψε για να αποκαταστήσει τα πράγματα, τα παραμορφωμένα από τους συγγραφείς που έδειξαν προκατάληψη, σημειώνει: «Είναι εύκολο να λέει κανένας πως το Τολστόι έφυγε για να γλυτώσει από τη γυναίκα του, πως εκείνη δεν τον καταλάβαινε, ή πως έκανε τη ζωή του σκληρή. Ή πως τού ήταν δυσάρεστη η σχετική πολυτέλεια του σπιτιού του και πως θάθελε να ζει απλά, μακρυά από τον κόσμο, ανάμεσα στους εργάτες και τους χωρικούς. Δεν είναι ποτέ ένας ο λόγος που σπρώχνει σε πράξεις παρόμοιες. Στην περίπτωση ιδίως του πατέρα μου, με το τόσο πλούσιο, έντονο και περίπλοκο φυσικό του, υπήρχε ένα ολόκληρο δίκτυο από αιτίες που συγχέονταν, που αλληλοσυγκρούονταν και που βρίσκονταν σε αντίφαση αναμεταξύ τους…»
Τα πρώτα είκοσι χρόνια τους ο Τολστόι και η γυναίκα του τα έζησαν μ’ έναν έρωτα αμοιβαία βαθύ, έφτιαξαν ένα ταιριασμένο ζευγάρι. Εκείνη τον εθαύμαζε, τούδωσε δεκατρία παιδιά, τάθρεψε, τα μεγάλωσε. Για ένα διάστημα ήταν μια ακούραστη συνεργάτις του συζύγου της, είχε αντιγράψει με το χέρι της, εφτά φορές, το χειρόγραφο του έργου του «Πόλεμος και Ειρήνη». Η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει διαρκώς ύστερα από τη θρησκευτική κρίση του Τολστόι. Η γυναίκα εδοκίμασε να τον ακολουθήσει, αλλά μπορεί να την κατηγορήσει κανένας –ερωτά ο έγγονος– γιατί δεν το κατόρθωσε; Και δεν ήταν φυσικό, για μια γυναίκα, να θέλει να συνεχίσει τη ζωή που έκανε, και που ο ίδιος ο άντρας της την είχε φορμάρει γι’ αυτή; Ή μήπως δεν ήταν κανονικό για μια μητέρα το να ζητά να διατηρήσει την καλή οικονομική κατάσταση της φαμελιάς της, έτσι μεγάλης άλλωστε; Η ανάγκη για να προσαρμόζεται ολοένα σε καταστάσεις καινούργιες και να λύνει μόνη δύσκολα προβλήματα, ζώντας μ’ έναν άνθρωπο που δεν είχε μέτρο, χάλασε το χαρακτήρα της.
Ο Τολστόι από την άλλη μεριά ακολουθούσε τη δική του εξέλιξη. Πολλές φορές σκέφτηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του, για να προσαρμόσει τις αρχές του στη ζωή του, συγκρατιόταν ωστόσο γιατί δεν ήθελε να λυπήσει τους δικούς του και πιο πολύ τη γυναίκα του. Τότε βρέθηκε ένα modus vivendi δεκτό κι’ από τους δυο. Αλλά τα τελευταία χρόνια η ατμόσφαιρα της Γιάσναγια Πολιάνα έγινε πιο δύσκολη, πιο θλιβερή. Σχηματιστήκανε ομάδες αντίθετες, από τη μια πλευρά η σύζυγος του γέρου συγγραφέα με τη συνδρομή μερικών από τους οικείους της, κι’ από την άλλη οι οπαδοί του Τολστόι με τον Τσέρτκωφ επικεφαλής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Τσέρτκωφ –όπως τον παρουσιάζει ο Σέργιος Τολστόι– καταγόταν από μια πλούσια και πολύ καλή οικογένεια, και ήταν παλιός αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς, που παραιτήθηκε θέλοντας να αφιερώσει όλη τη ζωή του σ’ ένα σκοπό: στη διάδοση των ιδεών του Τολστόι. Αφοσιωμένος φανατικά στο δάσκαλό του, με μεθοδικό πνεύμα, ολίγον σχολαστικός και δογματικός, είχε λάβει την άδεια να μπαίνει στο γραφείο του Τολστόι –προνόμιο ως τότε μόνο της γυναίκας του Τολστόι– για να μιλά μαζί του και να του ζητά διάφορες επεξεργασίες που ο γέρος δεχότανε από μια διάθεση συμβιβαστική. Αυτές τις σελίδες, μόλις ξεραινότανε το μελάνι, τις άρπαζε και τις έκρυβε για να τις προφυλάξει από την κυρία Τολστόι, τη Σοφία Αντρέγιεβνα.
Γενικότερα η συμπεριφορά του απέναντι της κόμησσας Τολστόι δεν ήταν καθόλου φιλική. Σε μια επιστολή του εκφράζει τη λύπη του για την παρουσία ανάμεσα στον Τολστόι και στους οπαδούς του μιας γυναίκας «που όχι μόνο δεν αγαπά τον άντρα της αλλά και μισεί την ψυχή του». Κατόπιν έρχεται στη μέση η διένεξη για τη διαθήκη, επειδή ο Τσέρτκωφ, για να μην έχει ενοχλήσεις από την οικογένεια μετά το θάνατο του συγγραφέα, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τα δικαιώματά του νομικά, πείθοντας τον Τολστόι να προσθέσει έναν κρυφό κωδίκελλο. Φαίνεται λοιπόν ότι η υπόθεση της διαθήκης είναι το κλειδί όλου του προβλήματος και ότι προς τα εκεί έτειναν όλα τα πολύπλοκα και αντιφατικά αισθήματα του περιβάλλοντος του Τολστόι. Ο Τσέρτκωφ κοίταζε να κρατήσει τη διαθήκη μυστική, ενώ η Σοφία Αντρέγιεβνα ήθελε να μάθει το περιεχόμενό της. Και όλα τούτα σε μια στιγμή που ο Τολστόι χρειαζότανε τη γαλήνη και την αγάπη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, νιώθοντας να κοντοζυγώνει ο θάνατος. Γύρω του, τόσο η γυναίκα του όσο και οι οπαδοί του εξακολουθούσαν να αλληλοκατασκοπεύονται, να αλληλοσπαράζονται, να τον σπαράζουν κι’ αυτόν. Κι’ ήτανε γέρος, πολύ γέρος μάλιστα, έτσι που να μη ζητά τίποτ’ άλλο παρά ν’ αναπαυθεί και να ετοιμαστεί για την ώρα του θανάτου που επλησίαζε. Μη θέλοντας να πικράνει τον οπαδό του, επίκρανε τη γυναίκα του. Αιχμάλωτος των δοξασιών του νιώθει τον εαυτό του δυστυχισμένον, δίχως την αγάπη που εδίδαξε κι’ εζήτησε σ’ όλη του τη ζωή. Στο ημερολόγιό του, ένα ημερολόγιο μόνο γι’ αυτόν, που τόκρυβε μέσα στην μπότα του για να το προστατέψει από τα αδιάκριτα βλέμματα, σημειώνει:
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«30 Ιουλίου 1910. Ο Τσέρτκωφ με παρέσυρε σ’ έναν αγώνα που μου είναι λυπηρός και που με βρίσκει αντίθετο.
2 Αυγούστου. Τώρα καταλαβαίνω το λάθος μου. Έπρεπε να μαζέψω τους κληρονόμους για να τους κάμω γνωστές τις προθέσεις μου και όχι να ενεργήσω κρυφά. Τόγραψα στον Τσέρτκωφ. Και λυπήθη γι’ αυτό».
Λίγες μέρες αργότερα:
«Ένα γράμμα του Τσέρτκωφ με επιπλήξεις και κατηγόριες. Με κάνουν να υποφέρω τρομερά. Να φύγω… να τους αφήσω όλους».
Και φεύγει για να λυτρωθεί –γράφει τελειώνοντας ο Σέργιος Τολστόι–, για να ξεμπλέξει από τις ευτέλειες, από τις μάταιες φασαρίες των ανθρώπων και για να γλυτώσει εκείνο που αισθανόταν κάποτε μέσα του.
«Η ζωή, έγραψε την ημέρα που πέθανε, είναι ένας ύπνος. Και ο θάνατος ένα ξύπνημα».
*Άρθρο του Γεωργίου Φτέρη που έφερε τον τίτλο «Το δράμα του Αστάποβο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 1961.
Ο Λέων Τολστόι, κορυφαίος μυθιστοριογράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρωσικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1828 (9 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στη Yasnaya Polyana (στο κτήμα της οικογενείας του) της ρωσικής επαρχίας Tula, και απεβίωσε στις 7 Νοεμβρίου 1910 (20 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στο Astapovo της ρωσικής επαρχίας Ryazan.