Θα έπρεπε να είναι κανείς απλοϊκός για να πιστέψει πως η Βουλή είναι το αρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο για την αναζήτηση πολιτικής ευθύνης στην υπόθεση παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Το αρμόδιο όργανο είναι ο Πρωθυπουργός (ως θεσμός) ο οποίος εκ της θέσεώς του αναλαμβάνει την ευθύνη «αντικειμενικά» ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του.
Και το παράδοξο της χτεσινής «πρώτης» της Βουλής είναι ότι η παρουσία του Πρωθυπουργού αμυνόμενου δεν αντιφάσκει απλώς προς την πολιτική του ευθύνη αλλά αναδεικνύει τη γέννηση της αντίφασης καθ’αυτής. Διότι αν η αντίφαση ισχύει για το «δυνατό», δεν αναφέρεται επ’ουδενί στο «αδύνατο», δηλαδή σε αυτό που τα παράδοξα εξ’ ορισμού αντιπροσωπεύουν: ότι η γλώσσα με την οποία θα δώσει εξηγήσεις ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει δίχως να ψεύδεται εξ’ ορισμού ως γλώσσα, εκείνο το «ομιλώ-ψεύδομαι» των σοφιστών και των πολιτικών στο οποίο στηρίζεται η κοινοβουλευτική διαδικασία και η αντιπροσώπευση ως το κατεξοχήν παράδοξο.
Το ότι ο Ανδρουλάκης δεν δέχτηκε να ενημερωθεί «ιδιωτικά» και το ότι, λόγω της θεσμικής ιδιότητάς του, ζήτησε οι απαντήσεις της Κυβέρνησης να δοθούν καταρχάς στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής αναδεικνύει, αν μη τι άλλο, δημόσια αυτό το παράδοξο: πως διαψεύδονται τα ψέματα σε μια εξίσου ψευδή διαδικασία όπως στον Μαγκρίτ (κατά τον Φουκώ) η πίπα. «διότι η πίπα, την οποία ο Μαγκρίτ, με τόσες προφυλάξεις είχε προσεγγίσει στο κείμενο, είχε εγκλείσει μαζί με αυτό το θεσμικό ορθογώνιο του πίνακα, νάτην που πέταξε: είναι εκεί ψηλά, σε μια επίπλευση χωρίς σημείο αναφοράς, μην αφήνοντας ανάμεσα στο κείμενο και το σχέδιο, του οποίου θα έπρεπε να είναι ο σύνδεσμος και το σημείο σύγκλισης στον ορίζοντα, παρά μόνο έναν μικρό κενό χώρο, τη στενή αυλακιά της απουσίας της – κάτι σαν σημάδι χωρίς φυσική περιγραφή της διαφυγής της.».