Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έβαλε τέλος σε μια εποχή στην οποία κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι μετά τις τραυματικές εμπειρίες του 20ού αιώνα ένας μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος δεν είναι δυνατόν να ξανασυμβεί καθώς και ότι όλα τα έθνη τα ενώνει η επιθυμία για ειρήνη. Με δραματικό τρόπο συνειδητοποιήσαμε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλά ένα ιστορικό κεφάλαιο αλλά η κινητήρια δύναμη του σύγχρονου κόσμου και η καταστροφική του δύναμη επηρεάζει, βέβαια σε διαφορετικό βαθμό, τον καθένα μας.
Επιπροσθέτως έχει καταστεί σαφές ότι η άγνοια των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών, τάσεων ή απλά συνηθειών, η ανοχή σκέψεων και πράξεων με όρους σφαιρών επιρροής, η κατανόηση ιστορικών δικαιωμάτων ή ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων των ισχυρότερων κρατών δεν θα καταφέρει μόνιμα, πόσο μάλλον αρμονικά, να ενσωματώσει τον ιμπεριαλισμό με τον ελεύθερο κόσμο.
Παράλληλα, η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία αποτέλεσε για την Ευρώπη τη στιγμή της αφύπνισης και του διεξοδικού προβληματισμού για το μέλλον της ηπείρου. Όπως είθισται με κάθε τέτοιο προβληματισμό άνοιξε συζήτηση την οποία ξεκίνησε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποδεικνύοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ως το αντίθετο του ιμπεριαλισμού και ζητώντας την ουσιαστική ενίσχυσή της με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των αποφάσεων που λαμβάνονται με πλειοψηφία και με την κατάργηση του δικαιώματος άσκησης veto/αρνησικυρίας λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα στρατηγική πραγματικότητα. Μια τέτοια λύση, αναγνώριση της ευθύνης για την ήπειρό μας απέναντι στην ιμπεριαλιστική απειλή, θα επιτρέψει την ανάληψη ηγεσίας από τη Γερμανία.
Οι ίσοι με τους ίσους
Η Πολωνία δικαιούται και υποχρεούται να συμμετάσχει στη συζήτηση βασιζόμενη τόσο στην εμπειρία της από την ιστορία, αφού υπήρξε θύμα ιμπεριαλισμού των γειτόνων, όσο και στην αντιιμπεριαλιστική παράδοση και πολιτική σκέψη της ίδιας της χώρας. Η εν λόγω πολιτική σκέψη, που πηγάζει από την πεποίθηση για την ισότητα όλων των ανθρώπων και των εθνών, έχει αποτυπωθεί σε φράσεις που πέρασαν από γενιά σε γενιά κατά τη διάρκεια των αιώνων: «Οι ίσοι με τους ίσους, οι ελεύθεροι με τους ελεύθερους!», «Τίποτα για εμάς χωρίς εμάς!», «Για την ελευθερία, τη δική μας και τη δική σας!».
Ο Adam Jerzy Czartoryski μετέφερε την ουσία τους με απλές αλλά απόλυτα ουσιαστικές λέξεις όταν έγραψε το 1830: «Κάθε ανεξάρτητο έθνος – όπως ένα άτομο στη δική του τάξη πραγμάτων – έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του κυβέρνηση και να δομεί την κοινωνική ευτυχία με τρόπο που θεωρεί κατάλληλο. Επομένως κανένα άλλο έθνος, που δεν δύναται να κυριαρχήσει το άλλο, πολύ περισσότερο να το θεωρήσει ιδιοκτησία του ή εργαλείο, δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε ό,τι εκείνο θεωρεί καλό για την ανάπτυξη της εσωτερικής του ευημερίας. Υπό κανένα πρόσχημα δεν μπορεί η ξένη παρέμβαση να επιβάλει ένα κοινό σύστημα με τη βία, η οποία είναι ενάντια στη φύση και το νόμο, για να μετατρέψει δύο έθνη σε μία κοινωνία».
Από τη σκοπιά της Πολωνίας επιτακτική ανάγκη για τη σημερινή Ευρώπη είναι η υπεράσπιση της ελευθερίας και της ισότητας τόσο των ατόμων όσο και των εθνών σε κάθε ανεξαιρέτως γωνιά της ηπείρου. Στην Ουκρανία είναι η ανάγκη για την ελευθερία να επιλέξουν οι Ουκρανοί την ταυτότητά τους, το πολιτικό σύστημα, τις πολιτικές τους διασυνδέσεις και τις στρατιωτικές τους συμμαχίες και να αποφασίσουν πότε θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την ανεξαρτησία και πότε θα ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Η ελευθερία τους σημαίνει επίσης κυρίαρχη ισότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου κυρίαρχου κράτους, που ισοδυναμεί με το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας. Αυτή η ελευθερία και η ισότητα της Ουκρανίας απαιτεί πολύπλευρη υποστήριξη πολιτική, διπλωματική, οικονομική και κυρίως στρατιωτική, παρέχοντας στη χώρα τα μέσα για να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την ανεξαρτησία της.
Η απουσία υποστήριξης ή η προσχηματική υποστήριξη σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ τη συμφωνία με την ιμπεριαλιστική θέση ότι τα έθνη δεν απολαμβάνουν ίση κρατική υπόσταση, ηθικό καθεστώς και προστασία βάσει του διεθνούς δικαίου, ενώ η μοίρα, η κατάσταση ή η θέση τους μπορούν να καθορίζονται από αυτοκρατορίες ή συνασπισμούς δυνάμεων. Εάν λοιπόν η αρχή της ελευθερίας και της ισότητας των εθνών πρέπει να είναι καθολική και συνάμα σεβαστή ως προς όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, η Ουκρανία με την υποστήριξή μας πρέπει να νικήσει, ενώ ο ρωσικός ιμπεριαλισμός να σταματήσει και να νικηθεί.
Παρόλα αυτά, η προσπάθεια να σταματήσει και να εξουδετερωθεί ο ιμπεριαλισμός στην Ευρώπη δεν πρέπει να είναι ένα σχέδιο που περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ή ακόμη μεταξύ Ρωσίας και κρατών των οποίων η τελευταία έχει παραβιάσει την εδαφική ακεραιότητα όπως η Μολδαβία ή η Γεωργία, ενορχηστρώνοντας έτσι ατελείωτες ή «παγωμένες» συγκρούσεις. Παρά ταύτα οι επιδιώξεις να κυριαρχεί κανείς έναντι των εταίρων του, να επιβάλλει τα επιχειρήματά του, να αγνοεί τα δικαιώματα, τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους ή να μην δίνει καμία σημασία στις διαμαρτυρίες τους – με μια λέξη οι ιμπεριαλιστικές τάσεις- έχουν παρατηρηθεί και παρατηρούνται πολλές φορές στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπλέον, δύσκολα βρίσκει κανείς παρατηρητή, με στενότερη εικόνα της πραγματικότητας της Ένωσης, που να συμφωνούσε ότι η έλλειψη των φιλοδοξιών των ισχυρότερων κρατών μελών να παραμείνουν κυρίαρχα είναι μεταξύ των πρωταρχικών ανεπαρκειών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ομοίως, θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς κάποιον έτοιμο να ισχυριστεί ότι οι προσπάθειες κυριαρχίας αποτελούν αποτελεσματικό εμπόδιο κατά της διείσδυσης του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην ΕΕ. Επομένως, αν συμφωνούμε στην αναγκαιότητα μεταρρύθμισης των αποφάσεων της ΕΕ- διαδικασίας λήψης αποφάσεων, η εν λόγω μεταρρύθμιση θα πρέπει να στοχεύει στον περιορισμό των προσπαθειών κυριαρχίας με τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για αυθεντική ελευθερία και ισότητα των κρατών μελών, και έτσι να χαλιναγωγήσει τυχόν ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες και πρακτικές.
Αυτό συμβαίνει διότι, αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, οι διεθνείς οργανισμοί δεν αποτελούν οι ίδιοι τον αντίποδα του ιμπεριαλισμού. Ένας διεθνής οργανισμός μπορεί να γίνει πραγματικά διεθνής οργανισμός μόνο αν βασίζεται στην ελευθερία και την ισότητα όλων των κρατών μελών του. Με άλλα λόγια, όταν όλοι οι δομικοί θεσμοί του, οι πρακτικές του, οι πολιτικές πρωτοβουλίες και τα οικονομικά εγχειρήματα επικεντρώνονται στην προαναφερθείσα ελευθερία και ισότητα. Ως εκ τούτου, κάθε έλλειμμα της ελευθερίας και ισότητας των κρατών μελών της ΕΕ, όποια και αν είναι η μορφή του, καθιστά την Ένωση ιδιαίτερα ευάλωτη όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον ιμπεριαλισμό της Ρωσίας, καθώς ο τελευταίος δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο εκτός από το δικό του μοντέλο πολιτικής και modus operandi. Η αναζήτηση εταίρων με ουσιαστικές οικονομικές δυνατότητες ή δημογραφικό δυναμικό, σε συνδυασμό με τη δική τους ιστορικά εφαρμοσμένη ιμπεριαλιστικής πολιτική, προσφέρει μία γνώριμη μορφή οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός προσφέρει τη μετατροπή της ηπείρου κατά το δοκούν και κατ’ εικόνα του, δηλαδή σε συνασπισμό δυνάμεων με συμμετοχή της Ρωσίας και με από κοινού καθορισμένες σφαίρες επιρροής.
Ιμπεριαλιστικές στρατηγικές
Ποια είναι λοιπόν τα αίτια του ελλείμματος ελευθερίας και ισότητας των κρατών μελών της ΕΕ που ανοίγει το δρόμο για τέτοιες ιμπεριαλιστικές απειλές; Το μεγαλύτερο έλλειμμα ελευθερίας αναδεικνύεται από τη συνεχώς αυξανόμενη λήψη αποφάσεων από κοινού μέσω πλειοψηφίας, η οποία συνεπάγεται αυξανόμενη ανισότητα των μελών της Ένωσης. Τα μικρά και μεσαία κράτη έχουν, έναντι των μεγαλύτερων κρατών, πιο περιορισμένες δυνατότητες να προχωρήσουν σε αποτελεσματικούς συνασπισμούς, συμπεριλαμβανομένων των αποτρεπτικών συνασπισμών, είναι καταδικασμένα να χάνουν όταν προσπαθούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα, τα συμφέροντα ή τις ανάγκες τους από μόνα τους. Και όταν μειοψηφούν, η μοίρα τους αποφασίζεται από άλλους, πράγμα που σημαίνει ότι η ελευθερία τους παραβιάζεται θεμελιωδώς. Αυτό συμβαίνει επειδή η ελευθερία αφορά στην υπακοή στο νόμο που νομοθετούμε εμείς οι ίδιοι με τη δύναμη της βούλησής μας. Με την υπακοή στις διατάξεις αυτού του νόμου, υπακούμε στη βούλησή μας και επομένως παραμένουμε ελεύθεροι.
Το έλλειμμα ισότητας, με τη σειρά του, είναι σαφώς εμφανές από την ανισορροπία σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, όπου οι δημοσιονομικές και οικονομικές ανισορροπίες αποστεώνονται. Μέρος των κρατών, από τότε που υιοθέτησαν το κοινό νόμισμα, δεν καταφέρνει να αναπτυχθεί βιώσιμα και αρμονικά την ώρα που άλλα εμφανίζουν μόνιμο πλεόνασμα εξαγωγών, αντισταθμίζοντας την ανατίμηση του δικού τους νομίσματος χάρη στη συνεχιζόμενη οικονομική στασιμότητα σε άλλα κράτη. Πρόκειται επομένως για ένα σύστημα που μειώνει ριζικά ένα ουσιώδες συστατικό της ισότητας – την ισότητα ευκαιριών.
Το έλλειμμα ελευθερίας και ισότητας ανάγεται στην εδραίωση της θεσμικής και λειτουργικής διαίρεσης των κρατών σε μικρά με τα μεσαία και στα μεγαλύτερα, όχι μόνο με αδιαμφισβήτητο οικονομικό πλεονέκτημα και δημογραφικό δυναμικό, αλλά και με δύναμη ψήφου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, την οποία τα μικρά και μεσαία κράτη δεν είναι σε θέση να εξισορροπήσουν ακόμη και με κοινή δράση. Η μονιμότητα και η πρακτική απαραβίαστου αυτής της διαίρεσης των κρατών οδηγεί στη συστημική, πολιτική και οικονομική κυριαρχία των πρώτων επί των δεύτερων. Αυτή η κυριαρχία, με τη σειρά της, ανοίγει το δρόμο για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων των κυρίαρχων κρατών εις βάρος των κυριαρχούμενων. Η εγγύηση για την επιτυχία αυτής της διαδικασίας είναι ότι τα κυρίαρχα κράτη έχουν γενικά την αδιαμφισβήτητη ικανότητα να παρουσιάζουν και να ορίζουν τα δικά τους ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα ως το κοινό καλό όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρόκειται για μια κατάσταση που παρέχει γόνιμο έδαφος τόσο για τις ενέργειες του ρωσικού ιμπεριαλισμού όσο και για τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream καθίσταται μία αξιόλογη περιπτωσιολογική μελέτη. Η αποδοχή της προσφοράς της μόνιμης πρόσβασης σε φθηνότερο ρωσικό φυσικό αέριο υποτίθεται ότι θα παρείχε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην κοινή αγορά με αντάλλαγμα την άτυπη αποδοχή της ρωσικής σφαίρας επιρροής στον μετασοβιετικό χώρο. Η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των βασικών πολιτικών συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού και των οικονομικών φιλοδοξιών του ισχυρότερου κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδήγησε στη μόνιμη μετάβαση σε έναν ιμπεριαλιστικό τρόπο λειτουργίας. Η απόκτηση κυρίαρχης θέσης στην αγορά ήρθε εις βάρος όχι μόνο των ίσων όρων ανταγωνισμού που υπονομεύτηκαν, αλλά και των ευρωπαϊκών οικονομιών που κατέληξαν εξαρτημένες από τις ρωσικές προμήθειες ενεργειακών πηγών και των συμφερόντων ασφαλείας ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ και της Ουκρανίας. Η πολιτική συνεργασία με τη Ρωσία προτιμήθηκε επίσης με κόστος την αφοσίωση στους συμμάχους, ιδίως εκείνους που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στις ρωσικές ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ. Όλες αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούσαν σύμπτωση, αλλά το αποτέλεσμα μιας σκόπιμης, ηθελημένης και με συνέπεια επιδιωκόμενης στρατηγικής που παρουσιάστηκε ως ένα αποκλειστικά οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο με οικονομικά οφέλη για όλους, δηλαδή μέρος του κοινού καλού των κρατών μελών.
Αλλά καθώς τώρα, λόγω της ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας, η στρατηγική αυτή κατέρρευσε, το κοινό καλό επαναπροσδιορίστηκε ως ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Το τέλος του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της Γερμανίας στην κοινή αγορά είχε ως αποτέλεσμα μια πρόταση – στην οποία επέμεινε η Γερμανία – ότι όλα τα κράτη μέλη πρέπει να μειώσουν εθελοντικά την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15%, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που επίμονα προειδοποιούσαν τους ευρωπαίους εταίρους τους να μην εξαρτώνται από τη Ρωσία.
Μια άλλη αξιοσημείωτη απεικόνιση των ιμπεριαλιστικών πρακτικών εντός της ΕΕ είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Από τη δημιουργία της ευρωζώνης, η γερμανική οικονομία έχει διατηρήσει θετικό εμπορικό ισοζύγιο, ενώ η οικονομία της Ελλάδας (καθώς και άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης) έχει παλέψει με τη στασιμότητα, τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα και, ως εκ τούτου, το αυξανόμενο χρέος. Αλλά ακόμη και έτσι, το ενιαίο νόμισμα στο παρελθόν και στο παρόν παρουσιάζεται ως επωφελές για όλες τις χώρες της ευρωζώνης και ως το κοινό τους καλό. Η οικονομική κρίση του 2010 ανέδειξε τη διαλεκτική φύση αυτού του καλού. Το κοινό καλό ήταν η επιτυχία του εξωτερικού δανεισμού, κυρίως από γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και των εξαγωγών, επίσης κατά κύριο λόγο από γερμανικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το κοινό καλό αποδείχθηκε να περιλαμβάνει τη μετακύλιση στους Έλληνες κάθε κόστους ενός ελαττωματικού συστήματος που ενισχύει την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα του χρέους όλων των χωρών της Νότιας Ευρώπης είναι μόνο η άλλη όψη του νομίσματος της άνθησης των γερμανικών εξαγωγών.
Υπαρξιακή πρόκληση
Έτσι, η σημερινή ευρωπαϊκή τάξη, η τάξη της ΕΕ, δεν μας προστατεύει από τη διάβρωση της ελευθερίας και της ισότητας των κρατών μελών, μια τάση που, όπως η εμπειρία έχει δείξει, ευνοεί την αναγέννηση του ιμπεριαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση για τη δημιουργία θεσμικών προϋποθέσεων, ώστε η Γερμανία να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ουσιαστικά θα επιδείνωνε αυτή την έλλειψη ελευθερίας και ισότητας. Κατά συνέπεια, εάν η γερμανική προσφορά είναι να προστατέψει την ΕΕ από τον ιμπεριαλισμό, και για την οποία προστασία η Γερμανία αισθάνεται υπεύθυνη, η Ένωση δεν χρειάζεται γερμανική ηγεσία αλλά γερμανικό αυτοπεριορισμό. Μόνο τότε η εν λόγω ελευθερία και η ισότητα των κρατών μελών θα επιτρέψει στην ΕΕ να γίνει ο επιθυμητός αντίθετος πόλος του ιμπεριαλισμού.
Όπως ο ιμπεριαλισμός αποτελεί θεμελιώδη απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και η αποτελεσματική υπεράσπισή της απαιτεί θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, η ελευθερία των κρατών μελών απαιτεί, κατ’ αρχήν, μια ριζοσπαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής συναίνεσης και την αναγνώρισή της ως ακρογωνιαίου λίθου της δράσης και της συνεργασίας της ΕΕ. Η ισότητα μεταξύ των μελών κρατών απαιτεί την αποκατάσταση των ίσων ευκαιριών για την ανάπτυξή τους, η οποία με τη σειρά της πρέπει να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Ο ριζοσπαστισμός της εν λόγω μεταρρύθμισης δεν πρέπει να αποκλείει προκαταβολικά οποιαδήποτε λύση όπως μια συστημική και μερική ελάφρυνση του χρέους για ορισμένα μέλη της ευρωζώνης είτε την προσωρινή ή μόνιμη επιστροφή στα εθνικά τους νομίσματα. Επιπλέον, η μεταρρυθμιστική δυναμική και η κατεύθυνση των αλλαγών θα πρέπει να προέρχονται από τα ίδια τα κράτη μέλη και όχι από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Εναπόκειται σε αυτά τα κράτη να παρουσιάζουν και να καθορίζουν το κοινό καλό, δηλαδή τις αρχές της ευημερίας και της ανάπτυξης όλων τους και, κατά συνέπεια, να καθορίζουν τις αντίστοιχες σφαίρες αρμοδιότητας των εν λόγω θεσμικών οργάνων. Επιπλέον, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να βασίζεται στην προϋπόθεση ότι όσοι έχουν ζημιωθεί από τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές θα πρέπει να συμβάλλουν περισσότερο σε μια αποτελεσματική άμυνα έναντι του ιμπεριαλισμού από εκείνους οι οποίοι τον άσκησαν στο παρελθόν.
Αν αποτύχουμε να αναλάβουμε μια τέτοια μεταρρύθμιση, αν δεν υπερασπιστούμε την ιδέα και την άσκηση της ελευθερίας και της ισότητας των εθνών απέναντι στις ιμπεριαλιστικές απειλές, θα συμβάλουμε στην πνευματική και πολιτική οπισθοδρόμηση παρά την παράδοση αιώνων της προόδου και της κληρονομιάς της Ευρώπης.
Για το λόγο αυτό, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια υπαρξιακή πρόκληση, η οποία δεν είναι καθόλου καινούργια στην εμπειρία της Ευρώπης. Στην αυγή της μετά Χριστού εποχής, υπήρξε το δίλημμα αν η Ρώμη έπρεπε να παραμείνει μια δημοκρατία ελεύθερων και ίσων πολιτών ή να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά των ελληνιστικών μοναρχιών με τις οποίες γειτόνευε. Εκείνοι που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία προειδοποιούσαν εύστοχα ότι η Ρώμη δεν θα επιβίωνε τελικά έναν τέτοιο ελληνιστικό μοναρχικό μετασχηματισμό. Αξίζει να θυμηθούμε την προειδοποίησή τους σήμερα.
* Ο κ. Ράου είναι ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας. Το άρθρο του αυτό έχει δημοσιευθεί στην πολωνική εφημερίδα Rzeczpospolita.